O Γιάννης Νικολάου είναι ο ένας από τους δύο Λαθρεπιβάτες που αναστάτωσαν ευχάριστα την ζωή μας στα τέλη της δεκαετίας του ΄80.
Ο άλλος ήταν ο Παντελής Θαλασσινός. Δυό νέα πρόσωπα, τότε, με όλη την φρεσκάδα της ηλικίας τους,που μας έκαναν να τραγουδήσουμε «Απόψε λέω να κάνουμε ένα πάρτυ, στην αμμο με ραδιάκι φορητό….», μεταδίδοντάς μας λίγη από την αισιοδοξία της εποχής και, τώρα το καταλαβαίνω, της ηλικίας που είχαμε. Οι λαθρεπιβάτες έκαναν επιτυχία με τον πρώτο τους δίσκο και αυτό τους γλύτωσε από τις δυσκολίες της αρχής, τότε που όλες οι πόρτες είναι κλειστές. Για να είμαι ειλικρινής, δεν θυμάμαι πως γνωριστήκαμε με τον Γιάννη, αλλά η παρέα που κάνεμε στην συνέχεια σίγουρα οφείλεται ότι εκείνη την εποχή μέναμε και οι δυό στον Πειραιά. Ο Γιάννης ως γνήσιος Πειραιώτης, εγώ ως ….φιλοξενούμενος του Πειραιά .
Παρέα, λοιπόν, σχεδόν κάθε βράδυ στα ουζάδικα του Πειραιά και στα στέκια της Πειραϊκής, συζητώντας για μουσική, για συνεργασίες και φυσικά για τους Beatles , την μεγάλη αδυναμία του Γιάννη. Κάποια στιγμή, σε αυτές τις συζητήσεις κατάλαβα το αυτονόητο. Ο Γιάννης δεν ήταν ένας ποπ συνθέτης της μόδας, που έγραφε επιτυχίες, αλλά ένας μουσικός, ένας συνθέτης που κουβαλούσε μέσα του αυτό που λέμε ελληνική μουσική παράδοση, ότι κι αν σημαίνει αυτό. Λάτρευε και λατρεύει τον Μάνο Λοΐζο, τους πειραιώτικους ρεμπέτικους δρόμους, την τραγουδοποιία του Χάρη και του Πάνου Κατσιμίχα. Ο ίδιος, επιμένει ακόμα, ότι εκείνη την εποχή έγραφε ποπ τραγούδια και μουσική. Πώς είναι δυνατόν να είναι ποπ τραγούδι το «Δε φταίω εγώ που μεγαλώνω, φταίει η ζωή που είναι μικρή…», ένα από τα πιό προσωπικά τραγούδια που ακούσαμε εκείνη την εποχή. Πολύ απλά, ο Γιάννης εκείνη την εποχή δεν είχε ανακαλύψει όλα αυτά που κουβαλούσε μέσα του, και είχε βάλει στον εαυτό του την ταμπέλα «ποπ». Αποτέλεσμα αυτών των συζητήσεων, ξενυχτιών και κατανάλωσης κρασιού, ήταν να προσπαθήσει να γράψει και «αλλοιώς», να αποενοχοποιήσει μέσα του τους λαικούς δρόμους , πράγμα που κατάφερε πολύ εύκολα γιατί το «είχε». Βέβαια, κουβαλώντας στον χαρακτήρα του μια ευθύτητα πού λίγοι κουβαλάνε, χωρίς να το προσπαθήσει ιδιαίτερα, δημιούργησε γύρω του και αρκετούς «εχθρούς». Γιατί, αν έχεις το «τσαγανό», να αντιμιλήσεις σε μεγάλη τραγουδίστρια που συνεργάζεσαι, κάπως το πληρώνεις. Και ο Γιάννης είχε το τσαγανό να αντιμιλήσει, διεκδικώντας αυτό που θεωρούσε δίκαιο. Οπως άλλοι κάνουν δημόσιες σχέσεις, ο Γιάννης, ως γνήσιος Πειραιώτης έλεγε καθαρά και ξάστερα αυτό που πίστευε, πράγμα που, γενικά, κάνει κακό στην ψυχική υγεία των «φτασμένων», που πολύ απλά έχουν μάθει να ακούνε μόνο κολακείες.
Κάποια στιγμή οι δύο φίλοι Λαθρεπιβάτες αποφάσισαν να ακολουθήσουν ξεχωριστούς δρόμους και να “ψαχτούν” μουσικά με όποιο τρόπο ήθελε ο καθένας. Ο Παντελής και ο Γιάννης έμειναν φίλοι, πράγματικοί φίλοι, πράγμα που αποδείχτηκε στα χρόνια που ακολούθησαν, συμμετέχοντας ο ένας στον δίσκο του άλλου. Ο Γιάννης ερωτεύθηκε την Κρήτη και τα μουσικά της ηχοχρώματα και η δεκαετία του ΄90 τον βρήκε πολλά καλοκαίρια εκεί να παίζει και να “μαθαίνει” από την μουσική της παράδοση. Τότε έγραψε και το τραγούδι “Του φεγγαριού”, έναν φόρο τιμής στην μουσική παράδοση της Κρήτης και πώς αυτή συνεχίζεται μέσα από τους νεώτερους. Εν τω μεταξύ, η ζωή συνεχίζεται, κυλάει και αλλάζουν οι δρόμοι μας. Με τον Γιάννη χαθήκαμε, έπαψε να υπάρχει ο Πειραιάς που μας ένωνε, αλλά, παρακολουθούσα πάντα τους δίσκους του, τα τραγούδια του, και όταν βρισκόμασταν, ήταν “σαν να μη πέρασε μιά μέρα”.
Τα πράγματα δεν ήταν πάντα εύκολα, για κανέναν, και όταν συναντιόμασταν λέγαμε τα νέα μας καλά και άσχημα. Ο Γιάννης μεγαλώνοντας, όχι μόνο δεν άλλαξε, αλλά ο χρόνος πού περνάει φώτισε κι άλλο τις αρετές του. Παρέμεινε το καλό παιδί πού ήταν, διατήρησε στο ακέραιο την εντιμότητά του, αρνήθηκε να μπεί στο αλυσβερίσι των δημοσίων σχέσεων. Εν τω μεταξύ, φάγαμε όλοι τις σφαλιάρες που μας αναλογούσαν -σε προσωπικό αλλά και επαγγελματικό επίπεδο- και βάλαμε και λίγο νερό στο κρασί μας. Το καλοκαίρι πού πέρασε, πήγα στην “Τεχνόπολη”, στην μεγάλη συναυλία του Παντελή Θαλασσινού, και ανάμεσα στους εκλεκτούς καλεσμένους του, ήταν φυσικά και ο Γιάννης. Ανάμεσα στον Βασίλη Σκουλά, τον Γεράσιμο Ανδρεάτο, την Γιώτα Νέγκα, τον Βασίλη Καζούλλη.
Ακούσαμε όλοι, για μια ακόμα φορά, όλα αυτά τα τραγούδια, παλιά και καινούργια, και ήταν σαν να γράφτηκαν σήμερα. Καί είχαν καί κάτι παραπάνω, αυτό που λίγα τραγούδια έχουν στην εποχή μας. Επικοινωνούν με τον κόσμο που αποτελεί το κοινό της κάθε συναυλίας. Γιατί ή έχεις αυτή την «λαική» φλέβα ή δεν την έχεις. Και ο Γιάννης την έχει. Τόσα χρόνια μετά από εκείνες τις ατέλειωτες κουβέντες του Πειραιά, άκουγα τα τραγούδια που έγραψε όλα αυτά τα χρόνια και επιβεβαιωνόταν αυτό που τού έλεγα τότε. Οτι η μουσική δεν ξέρει από ψέμματα. Και ο χρόνος είναι ο καλλίτερος κριτής. Αυτός αποφασίζει τι είναι καλό και μένει και τι δεν αξίζει τον κόπο και πετιέται στο καλάθι των αχρήστων. Καί όπως λέει και ένα από τα τραγούδια εκείνης της εποχής, σε στίχους του φίλου του Οδυσσέα Εισαγγελέα, πού, δυστυχώς, «έφυγε» φέτος το καλοκαίρι, χωρίς να διεκδικήσει καμμιά δάφνη για αυτά που έγραψε «Και ένα φεγγάρι στα βαθιά, ίδιο τ΄Αυγούστου η φωτιά με ταξιδεύει, σε ό,τι έχει μείνει απ΄τον παλιό, απ΄τον κρυφό μου ουρανό και με παιδεύει».