Όλο και περισσότερο φαίνεται ότι τα πράγματα πιέζονται μπροστά στο τίμημα της δόξας και του χρήματος, της ανθρώπινης μηχανής. Λέτε να υπερβάλω; Μακάρι να είναι έτσι. Αλλά φοβάμαι ότι δεν είναι. Πιστεύω ότι σήμερα ο άνθρωπος δοκιμάζεται και χάνει ίσως το πιο σημαντικό στοιχείο της φύσης του: το λόγο του. Ο λόγος του ανθρώπου, που τον κάνει να ξεχωρίζει μέσα στο ζωικό βασίλειο, είναι αποτέλεσμα όλων των απλών και σύνθετων διεργασιών του μυαλού του, της σκέψης, αλλά και της ομιλίας, που μαθαίνει από τον πρώτο χρόνο της ζωής του (κέντρο του λόγου).
Ο λόγος, χάρισμα των αισθήσεών του (ακοή, όραση, αφή, γεύση, όσφρηση) και των ανώτερων νοητικών λειτουργιών, έρχεται στον άνθρωπο σαν προφορικό και γραπτό στοιχείο επικοινωνίας. Καθορίζει τέλεια την ανθρώπινη σχέση, την ομάδα, την κοινωνία και την ταυτότητα ενός λαού.
Το ανθρώπινο αυτό, πράγματι θεϊκό, χάρισμα μας δίνει το δικαίωμα να μιλάμε μεταξύ μας λεκτικά, φωναχτά και πλούσια, με τις εκατομμύρια λέξεις και προτάσεις που η γλώσσα μας διαθέτει. Μπορούμε να γράψουμε συνθέτοντας προτάσεις, αποτυπώνοντας στο χαρτί μας αυτές τις σκέψεις, σκιαγραφώντας τις ιδέες μας, εκφράζοντας τις πιο βαθιές και σύνθετες εικόνες του μυαλού μας, μέσα στην πολλαπλότητα του γραπτού λόγου. Μπορούμε να επικοινωνούμε εξωλεκτικά, αντιληπτικά.
Αυτή πράγματι η μοναδικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης του προφορικού και του γραπτού λόγου, σε συνδυασμό και με άλλες εξωλεκτικές μορφές επικοινωνίας, δίνει το μεγαλείο και την αίσθηση της πληροφόρησης, επικοινωνίας και έκφρασης στον καθένα ξεχωριστά, ως άτομο, αλλά και ως σύνολο της ανθρώπινης ζωής.
Η δύναμη του λόγου μάς κάνει να υπάρχουμε, να μαθαίνουμε και να ζούμε σαν άνθρωποι από γενιά σε γενιά, από εποχή σε εποχή, κουβαλώντας πληροφόρηση και γνώση από τον άνθρωπο του χθες στον άνθρωπο του αύριο…
Έχω την αίσθηση ότι σήμερα ο άνθρωπος αρχίζει να φοβάται τα λόγια του, να ντρέπεται να πει αυτό που βαθιά μέσα του σκέφτεται, ίσως και ξεχνάει πώς να το πει. Φοβάμαι ότι φοβάται ακόμη και τη φωνή του. Και εάν, πράγματι, η ομιλία του σημερινού ανθρώπου κωδικοποιείται και περιορίζεται, αυτός που γίνεται άχρωμος και ασπρόμαυρος είναι κυρίως ο ερωτικός λόγος. Είναι ο “δικός μου”, “ο δικός σου”, “ο δικός μας” ερωτικός λόγος. Αυτός ο ερωτικός λόγος που γεννιέται μαζί με τον άνθρωπο.
Οι πρώτες λέξεις που ακούει το μωρό είναι οι ερωτικές φράσεις της μητέρας, που εκφράζει στο παιδί της τη λατρεία της, γεμάτη έρωτα και αγάπη για το σπλάχνο της…
Οι πρώτες λέξεις που ο καινούργιος άνθρωπος λέει στη μητέρα του είναι σαφώς ερωτικές! Είναι ο ερωτικός λόγος που αρχίζει να μιλάει και να εκφράζει το παιδί στο περιβάλλον του. Τα πρώτα λόγια είναι γεμάτα ερωτισμό, ενώ τρυφερότητα και αισθησιασμός συνοδεύουν αυτό το μοναδικό και γεμάτο ζωή χαμόγελο, με τα ορθάνοιχτα αθώα μάτια μπροστά στη μάνα του, στο δικό του αύριο.
Το παιδί, μέσα στις ερωτικές του αναζητήσεις αρχίζει να επικοινωνεί με καθετί γύρω του, ενώ η λεκτική επικοινωνία το οδηγεί σε πιο πλούσια αυθόρμητα λόγια αγάπης, χαράς, οργής και θυμού.
Αυτή η σχέση μητέρας – παιδιού θα γράψει τις βασικές λεκτικές του εκφράσεις, ενώ ο ερωτισμός αυτής της σχέσης θα σηματοδοτήσει τα συναισθήματα και την ανθρώπινη ύπαρξη του αυριανού ενήλικα.
Αυτός ο ενήλικας που θα αγκαλιάσει έναν σύντροφο, θα αγαπήσει και θα εκφράσει τα ερωτικά του λόγια, θα πάρει και θα δώσει λέξεις τέτοιες, φτιάχνοντας τον ερωτικό τους λόγο, που μέσα σ’ αυτόν ζει και υπάρχει η βαθύτερη αναζήτηση του ‘εγώ και εσύ’.
Ο δικός μας ερωτικός λόγος, που αρχίζει από την αγάπη της μητέρας, ολοκληρώνεται στον ερωτικό λόγο του συντρόφου της σχέσης, του γάμου, της οικογένειας. Η οικογένεια που θα μάθει το παιδί της να μιλάει…
Πόσο όμως ο ενήλικας, μεγαλώνοντας, μαθαίνει να εκφράζεται ερωτικά; Πόσο μιλάει με τα δικά του λόγια, και πόσο τα αισθάνεται, χωρίς να λέει λέξεις που είναι ξένες προς αυτόν; Λέξεις άδειες και κατασκευασμένες από την κασέτα του …σεξουαλικά επιτυχημένου!
Γιατί ο σημερινός άνθρωπος φοβάται να μιλήσει ερωτικά;
Γιατί αγνοεί το λεκτικό ερωτισμό του, αντιγράφοντας φτηνά σεξουαλικά πρότυπα;
Πόσο ψεύτικη ακούγεται η φωνή του στα “δικά” του αυτιά, μέσα στα κούφια λόγια του;
Πόσο “εγώ” μπορώ να έχω το “δικό μου” ερωτικό λόγο;
Πόσο “εμείς” μπορούμε να έχουμε το “δικό μας” ερωτικό λόγο;