Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

O μυλωνάς και ο καλικάντζαρος, του Νίκου Βασιλειάδη

Spread the love

Νίκος Βασιλειάδης

llll.png

«Σγρούτσου σγρούτσου σγρούτσου, το δέντρο της ζωής με πριόνι και δρεπάνι θα καταστρέψουμε εμείς…». Κάπως έτσι άρχιζε ένα τραγούδι που μας είχε μάθει η δασκάλα μας στο δημοτικό πριν από πολλά χρόνια και αφηγείται την μυθολογία των καλικαντζάρων, των ελληνικών Ξωτικών που πολύ διαφέρουν από τα γνωστά μας ξωτικά που βοηθούν τον άγιο Βασίλη στην λαογραφία της δύσης και που παρουσιάζονται σαν μικροσκοπικά πλάσματα που μοιάζουν με νάνους και έχουν μυτερά αυτιά, ζώντας σε υπόγειες κατοικίες, δάση, πηγές και πηγάδια. Οι Έλληνες καλικάντζαροι, τα δικά μας ξωτικά σε αντίθεση με τα ξωτικά της Δύσης που ήταν γενικά καλοκάγαθα, εκτός και αν τα τσάντιζες οπότε μπορούσαν να γίνουν ιδιαίτερα κακά και σκανταλιάρικα, είναι σχεδόν πάντα κακοί με αποκρουστική μορφή, με δέρμα μαύρο κι άραχνο, πόδια τραγίσια και τριχωτά σαν της ταραντούλας και χέρια μακρουλά και κοκκαλιάρικα σαν της μαϊμούς. Σύμφωνα λοιπόν με τις διηγήσεις των παλιών , οι έλληνες Καλικάντζαροι μένουν όλο τον χρόνο κάτω από την επιφάνεια της γης και, όπως μαρτυρά και το τραγούδι που πρωτοανέφερα, «με πριόνι και δρεπάνι» προσπαθούν όλη την χρονιά να ροκανίσουν το δέντρο που στηρίζει τη γη. Εκεί, στα βάθη της γης, τρέφονται με σκουλήκια, βατράχια, φίδια, ποντίκια και άλλα τέτοια εκλεκτά «εδέσματα». Με το δίκιο τους λοιπόν, όταν τους δίνεται η ευκαιρία να σκαρφαλώσουν στην επιφάνεια της γης κατά την διάρκεια του Δωδεκαημέρου των εορτών των Χριστουγέννων, κάθε λουκάνικο, ξεροτήγανο, λουκουμάς, μελομακάρονο, κουραμπιές και γλύκισμα γίνεται στόχος τους. Αυτά για το φαγητό, χωρίς να αναφέρουμε τις άλλες ζημιές και σκανταλιές που προξενούν σε σπίτια και ανθρώπους και που σχεδόν όλοι μας από κάποια διήγηση έχουμε ακούσει. Τώρα αν αναρωτιέστε πως προήλθε όλη αυτή η μυθολογία για τα πονηρά αυτά πλασματάκια αρκεί μια ματιά στην αρχαία ελληνική παράδοση και συγκεκριμένα στη νεκρολογική μυθολογία των αρχαίων Ελλήνων. Σύμφωνα με αυτή, οι Καλικάντζαροι ταυτίζονται με τους Κήρες, τις ψυχές που κατοικούν στον Άδη και οι οποίοι κατά τη γιορτή των Ανθεστηρίων, οπότε και ο Άδης ανοίγει, ανέβαιναν στον πάνω κόσμο ενοχλώντας τους ζωντανούς. Έτσι, ο μύθος των Καλικάντζαρων με τα χρόνια, πέρασε και στην χριστιανική λαογραφία δίνοντας στα υποχθόνια αυτά πλάσματα την όψη «δαιμονίων» που μπορούν να ξορκιστούν μόνο όταν πια περάσει το εορταστικό Δωδεκαήμερο και τελέσουμε τον Αγιασμό των Υδάτων ή όπως τα λέμε τα Φώτα αφού το Φως είναι αυτό που ξορκίζει το σκοτάδι, μια επίσης Χριστιανική παράδοση που ενσάρκωσε την αιώνια μυθολογική διαμάχη ανάμεσα στον Ήλιο και το Σκοτάδι όπως πίστευαν οι πρόγονοί μας με τις αντίστοιχες εορτές των ρωμαϊκών Σατουρνάλιων και των αρχαίων Ελληνικών Κρόνιων με τους καλικάντζαρους να συμβολίζουν τα πλάσματα του σκότους ζώντας υπόγεια σχεδόν όλο τον χρόνο. ¨οποιος αντρέξει στην βιβλιογραφία για τους Καλικάντζαρους θα βρει εκατοντάδες περιγραφές, ονομασίες και υποθέσεις για την καταγωγή τους και τις συνήθειές τους. Όμως η πιο γνωστή είναι αυτή της περιπέτειας του Καλικάντζαρου Μαντρακούκου, ενός κάντζαρου που κρύβεται στις μάντρες όπως μαρτυρά το όνομά του, και τις νύχτες βγαίνει και πειράζει τις γυναίκες. Σύμφωνα με τον θρύλο, ο Μαντρακούκος είναι κοντόχοντρος, τραγοπόδαρος καραφλός και πιο άσχημος απ’ όλους τους άλλους καλικάντζαρους. Η μύτη του είναι τεράστια και κρέμεται σαν μαλακό ζυμάρι. Όταν δεν τρομάζει τις γυναίκες ασχολείται με το φαγητό, έχοντας αδυναμία στα λουκάνικα που προτιμά να τα κλέβει ζεστά από το τηγάνι ή τις σούβλες με τα καλοψημένα κρέατα. Η ιστορία μας λοιπόν αφηγείται πως μια φορά (και έναν καιρό) ένας μυλωνάς σε ένα ορεινό χωριό είχε ωραία φωτιά με κάρβουνα στο μύλο του και έψηνε μια σούβλα κρέας. Εκεί που γύριζε τη σούβλα του, βλέπει ξαφνικά στην άλλη μεριά τον Μαντρακούκο που είχε έρθει και γύριζε και αυτός μια σούβλα γεμάτη με βατράχους! Ο μυλωνάς δεν του μίλησε διόλου γιατί ήξερε πολύ καλά από τις παλιές διηγήσεις πως αν τους μιλήσεις ίσως σου κλέψουν τη φωνή. Αφού πέρασε λίγη ώρα και ο Μαντρακούκος είδε πως ο μυλωνάς δεν αντιδρά στην παρουσία του τον ρωτά ο καλικάντζαρος πώς τον λένε.

― Εαυτό με λένε, του λέει ο μυλωνάς.

Τότε ο Μαντρακούκος μονομιάς εκεί που γύριζε η σούβλα με το κρέας και ήταν σχεδόν έτοιμο, ροδοκόκκινο και μοσχομύριζε, δίνει μια και πάει να βάλει τη δική του σούβλα με τους βατράχους πάνω στο κρέας. Ο μυλωνάς όμως πανέτοιμος και γρήγορος αρπάζει ένα αναμμένο δαυλί και του το κοπανάει στο κεφάλι. Έτσι όπως ο Μαντρακούκος ήταν γυμνός με τις τρίχες όρθιες αρπάζει φωτιά από το δαυλί και κατακάηκε. Βάζει τις φωνές τότενες ο καλικάντζαρος! ― Βοηθάτε, αδέρφια, γιατί μ’ έκαψαν! Ελάτε καλιτσάντεροι, καρκάντζαροι, και σκαλικαντζάρια. Βοηθάτε τζόγιες, βερβελούδες και καλλισπούρδοι. Τρέξτε Παγανέ και Μαλαγάνα, Πλανήταρε και Κωλοβελόνη…

― Βρε, ποιος σ’ έκαψε; του λέγουν οι άλλοι καλικάντζαροι απ’ έξω γιατί στην οξώπορτα ο σοφός μυλωνάς είχε δέσει στο χερούλι της πόρτας ένα λινάρι κόκκινο και δεν μπορούσαν να την περάσουν να έμπουν μέσα.

― O Εαυτός μ’ έκαψε, τους αποκρίνεται εκείνος από μέσα.

― Αμ…σαν κάηκες από τον εαυτό σου, τι σκούζεις έτσι; Καλά να πάθεις, του είπαν οι άλλοι οι καλικάντζαροι που ως γνωστόν δεν φημίζονται και για τις σχέσεις αλληλοβοήθειας μεταξύ τους καθώς είναι μονοφαγάδες και εγωιστές και όλοι ξέρουν πως είναι πιθανότερο στο τέλος να φαγωθούν μεταξύ τους παρά να ολοκληρώσουν μια δουλειά.

Έτσι λοιπόν την έπαθε ο αρχικαλικάντζαρος ο Μαντρακούκος από τον έξυπνο μυλωνά, που εδώ στην παλιά αυτή λαική ιστοριούλα μπορούμε εύκολα να αναγνωρίσουμε τον πολυμήχανο Οδυσσέα στο πρόσωπο του μυλωνά και στο πρόσωπο του καλικάντζαρου τον Κύκλωπα Πολύφημο. Προσοχή λοιπόν στους Καλικαντζαρέους, ή όπως μερικοί τους λέτε Παγανά. Και αν και απεύχομαι να έχετε μια τυχαία έστω συνάντηση με δαύτους καλό είναι να ξέρετε πως ο καλύτερος τρόπος άμυνας από τα υποχθόνια αυτά πλάσματα και τις σκανταλιές τους είναι η γνώση και η σωστή της χρήση, να γίνετε δηλαδή κάτι σαν τον πολυμήχανο πρόγονό μας τον Οδυσσέα.

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Ψηλαφώντας στη σιωπή τις συλλαβές της λύπης, του Κωνσταντίνου Μεϊντάνη
Οι Ολυμπιακοί πέρα από τις μπίζνες, του Νίκου Βασιλειάδη
I am sharing ‘Αφού όλα έσβησαν’ with you, της Δέσποινας Γρηγοριάδου

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.