Ανοιχτή πόρτα

O Άντυ Μουτάμπε συναντά τον Καζαντζάκη, του Νίκου Βασιλειάδη

Spread the love

Γνώρισα τον Άντυ Μουτάμπε πέρσι το καλοκαίρι, όταν κατέβαινα μέσα στον καύσωνα του Ιούλη σε κάτι σεμινάρια σε ένα Ινστιτούτο κοντά στον Σταθμό Λαρίσης.

Ο Άντυ είναι ένας Αιθίοπας μετανάστης που έχει ένα μαγαζάκι (κάτι σαν μίνι-μάρκετ) σε αυτήν την όμορφη αλλά αρκετά υποβαθμισμένη συνοικία του Μεταξουργείου που ευτυχώς έχει αρχίσει τώρα τελευταία να αναβαθμίζεται με διάφορες εταιρείες που παίρνουν παλιά νεοκλασσικά σπίτια που βρίσκονται στο στάδιο της ερήμωσης και της εγκατάλειψης, τα επισκευάζουν και τα λειτουργούν, δίνοντας ζωή στην περιοχή.

Μπήκα μέσα ένα πρωινό του Ιούλη που ο ήλιος από νωρίς είχε δημιουργήσει μια αποπνικτική ατμόσφαιρα που σου έκοβε την ανάσα, ζητώντας ένα πακέτο τσιγάρα και ένα μπουκάλι νερό. Έτσι γνωριστήκαμε γιατί ο Άντυ είδε πως άφησα το αυτοκίνητό μου έξω από το μαγαζί του με επιφύλαξη και του ζήτησα την άδεια να το αφήσω εκεί μέχρι το μεσημέρι.

Ο Άντυ στην κουβέντα μας που ακολούθησε με ένα πλατύ χαμόγελο μου αποκάλυψε πως με δυσκολία διατηρεί το μαγαζάκι του που δεν πηγαίνει καθόλου καλά, είτε από έλλειψη πελατείας, είτε από δικιά του οικονομική αδυναμία να έχει πιο πολλά αλλά και πιο ελκυστικά προϊόντα για τους πελάτες του. Στο μαγαζί παρόντες, σχεδόν πάντα, δύο φίλοι του, επίσης Αφρικανοί που γνώρισε όταν και οι τρεις τους δούλευαν σε ένα μικρό ξενοδοχείο από αυτά που μπορείς να βρεις στην περιοχή .

Ο Ματθαίος από το Κονγκό και ο Ασίμ από την Κένυα βρίσκονται απαραίτητα κάθε πρωί στο μαγαζί του Άντυ και πίνουν τον καφέ τους προσπαθώντας να κρατήσουν μεταξύ τους ζωντανές τις αφρικάνικες μνήμες τους, είτε για την πατρίδα τους είτε για τα χωριά τους είτε για τους πολυάριθμους συγγενείς που έχουν αφήσει πίσω. Και οι τρεις ζουν μια πολύ μοναχική και φτωχική ζωή προσπαθώντας να επιβιώσουν σε μια πόλη που τελικά δεν ήταν ο παράδεισος που ονειρεύτηκαν όταν αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν για να γλυτώσουν από την φτώχεια και την πείνα ή στην περίπτωση του Άντυ τη ζωή τους την ίδια , όταν μετά την δολοφονία του πατέρα του και με πολλές μέρες κυνηγητό και κρυφτό κατόρθωσε μέσω ενός γνωστού του να μπει σε μια βάρκα που τον άφησε στα παράλια της Τουρκίας. Από εκεί πέρασε στην Μυτιλήνη και μετά στην Αθήνα χωρίς χρήματα, χωρίς ρούχα χωρίς χαρτιά χωρίς ελπίδα.

Ο Άντυ από τότε μπορεί να ζει στην Αθήνα και να προσπαθεί να φτιάξει μια καινούρια ζωή εδώ αλλά νοητικά ακόμα ζει στην Αντίς Αμπέμπα, στο σπίτι του, και όσο και να βρίσκεται μέσα στο ευρωπαϊκό όνειρο – έστω και μιας πτωχευμένης και σε κρίση χώρας – τίποτα δεν τον συγκινεί και τίποτα δεν νομίζω ότι μπορεί να τον κρατήσει για πολύ εδώ. Γιατί, όπως μου είπε σε μια από τις σχεδόν καθημερινές μας συζητήσεις, όλα όσα είχε αγαπήσει στη ζωή του είχαν χαθεί πια για πάντα ή συνέχιζαν τη ζωή τους χωρίς τον Άντυ ,δώδεκα τόσες χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά.

Ο Άντυ όπως και ο κάθε ¨Αντυ δεν είχε ζωή εδώ, και πώς θα μπορούσες να ονομάσεις ζωή ένα μικρό αξιοθρήνητο σχεδόν άδειο μαγαζάκι, τους δύο φίλους και μια βόλτα σε ένα αφρικανικό εστιατόριο για να βρεις δυο τρεις γνωστούς κάθε Κυριακή απόγευμα. Ίσως το μοναδικό πράγμα που μπορούσε άνετα πια να κάνει στην ασήμαντη ζωή του ήταν να διαβάζει, να διαβάζει μάλιστα στα ελληνικά, μόνος του χωρίς βοήθεια τις περισσότερες ώρες της ημέρας.

Εδώ, στο Μεταξουργείο, ο Άντυ ήξερε πολύ καλά πως δεν θα μπορούσε ή μάλλον οι πιθανότητες ήταν εναντίον του, να γίνει κάτι σπουδαιότερο απ’αυτό που ήδη ήταν. Φτωχός και μετανάστης, η κλασσική συνταγή που στραγγαλίζει όλες τις φιλοδοξίες κάθε νέου, τις οποίες άλλωστε η κλειστή και απάνθρωπη πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τα κλειστά σύνορα και την Ελλάδα σαν μια τεράστια αποθήκη ψυχών, έχει φροντίσει από πολύ νωρίς να πείσει πως πρέπει να εγκαταλείψει.

Έτσι ο Άντυ όπως και πολλοί άλλοι Άντυ μένουν στην πόλη μας, φαντάσματα της παλιάς τους ζωής γαντζωμένα στην ελπίδα μιας αλλαγής προς το καλύτερο που όλο έρχεται στα λόγια αλλά ποτέ δεν φτάνει στην πραγματικότητα. Μερικοί δεν συμβιβάζονται και παρεκκλίνουν αλλά δεν είναι παρά η εξαίρεση σε έναν γενικό κανόνα που ισχύει για όλους αυτούς τους ανθρώπους .

«Πέρνα απαρατήρητος, να μην σε βρει κανένα άλλο κακό.»

Ο Άντυ, περνά απαρατήρητος. Το μόνο που τον έκανε να ξεχωρίσει για να του αφιερώσω αυτές τις γραμμές ήταν η Θεία Κωμωδία του Δάντη σε μετάφραση του Καζαντζάκη που βρισκόταν αφημένη σε μια ψάθινη καρέκλα πίσω από τον πάγκο του. Του έδειξα το βιβλίο και τον ρώτησα. Μπορείς και διαβάζεις Καζαντζάκη; Χαμογέλασε, πήρε το βιβλίο στα χέρια, το άνοιξε σε μια σημαδεμένη σελίδα και μου διάβασε με αργά με σιγανή φωνή: …Φτάσαμε πια στον τόπο που έλεγά σου, τα πλήθη όπου θα δεις τα πονεμένα, που το αγαθό του λογικού ‘χουν χάσει….

«Είναι δύσκολος – μου είπε – μα όταν διαβάζω κάτι σαν αυτό τον νοιώθω σαν δικό μου».

Νίκος Βασιλειάδης

llll.png  

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
“Last Supper’s Reservation Rules”! – (Ξινό θα μας τον βγάλουν τον Δείπνο!), by George Sarafoglou – του Γιώργου Σαράφογλου
Τι είναι αυτό που το λεν αντιπολίτευση …τι είναι αυτό;, του Πάνου Μπιτσαξή
Η επόμενη νύχτα, του Γιάννη Πανούση

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.