Ο Νικόλαος Πλαστήρας (1883-1953) υπήρξε στρατιωτικός και πολιτικός, γνωστότατος από τη δράση του στους Βαλκανικούς πολέμους , ενεπλάκη σε αρκετά πολιτικά κινήματα και έγινε πρωθυπουργός τρεις φορές: μία το 1945,και δύο στα 1951-1952.
Εδώ θα αναφερθούμε στα παιδικά του χρόνια και στα χρόνια που μεγαλούργησε ως στρατιωτικός, αφήνοντας την υπόλοιπη μακριά,πολιτική πορεία του για μια άλλη φορά, για ένα άλλο αφιέρωμα.
Ο Νικόλαος Πλαστήρας γεννήθηκε στο Βούνεσι (σήμερα Μορφοβούνι) Καρδίτσας από πατέρα ράφτη και μητέρα υφάντρα. Η οικογένεια αναγκάστηκε να καταφύγει στην ορεινή Πεζούλα της Νευρόπολης Αγράφων στον πόλεμο του 1897 και επέστρεψαν μετά το τέλος του.
Ο μικρός Νικόλαος πηγαίνει στο Δημοτικό και μετά στο Ελληνικό (σχολαρχείο) της Καρδίτσας. Μπλέκεται, όμως, σε έναν καυγά με έναν Τούρκο και φυγαδεύεται για να γλυτώσει τη σύλληψη μέσω Βόλου στον Πειραιά. Εκεί θα φοιτήσει στην Βαρβάκειο Σχολή και θα επιστρέψει στην Καρδίτσα να τελειώσει το Γυμνάσιο, αφού οι Τούρκοι έχουν φύγει.
Το 1903 κατατάχθηκε στον στρατό εθελοντικά και υπηρέτησε στα Τρίκαλα, όπου έγινε επιλοχίας.
Το 1907 μπήκε στα εδάφη της σκλαβωμένης Μακεδονίας για να πολεμήσει στον Μακεδονικό αγώνα. Συγκρότησε μια ομάδα εθελοντών και συνεργάστηκε με τον Καπετάν Αγραφιώτη και τον Χαράλμπο Παπαγάκη σε επιχειρήσεις γύρω από τη λίμνη των Γιαννιτσών.
Το 1908 επέστρεψε στην μονάδα του και την ίδια χρονιά έδωσε εξετάσεις για την Σχολή Υπαξιωματικών Κέρκυρας. Λέγεται ότι επειδή είχε ηλικιακό πρόβλημα, προσέφυγε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Καρδίτσας και πέτυχε διόρθωση της ημερομηνίας γέννησής του(4 Νοεμβρίου 1883). Μπήκε στη Σχολή το 1910 και αποφοίτησε το 1912 με τον βαθμό του Ανθυπολοχαγού.
Συμμετείχε στον «Σύνδεσμο Υπαξιωματικών» (με σκοπό την εξυγίανση του Στρατού), που ήταν παράλληλος με τον «Στρατιωτικό Σύνδεσμο» των αξιωματικών (Κίνημα στου Γουδή 1909).
Και έρχονται οι Βαλκανικοί Πόλεμοι. Ο Νικόλαος υπηρετεί ως υπασπιστής τάγματος στο 5ο Σύνταγμα Πεζικού με έδρα τη Λάρισα, που ανήκει στη στρατιά της Θεσσαλίας, η στρατιά που πολέμησε από τις πρώτες. Ο υπασπιστής διακρίθηκε στις μάχες της Ελασσόνας, των Γιαννιτσών και του Λάχανά. Είναι σ’ εκείνη την τελευταία, του Λαχανά, που τού δόθηκε το όνομα Μαύρος Καβαλάρης. Ήταν πολύ μελαχροινός και δεν τον έβλεπε κανείς, παρά μόνο καβάλα στο άλογό του.
Η άνοδος είχε αρχίσει.
Στη Μικρασιατική εκστρατεία διακρίνεται και πάλι, γίνεται φόβητρο για τους Τούρκους και αποκτά ένα ακόμη όνομα, αυτή τη φορά από τον έκθαμβο εχθρό, που βλέπει αυτόν τον άνδρα να σημειώνει νίκες με πολύ μικρές ανθρώπινες απώλειες: Καρα-πιπέρ, δηλαδή Μαύρο Πιπέρι και το σύνταγμά του Σεϊτάν- Ασκέρ, δηλαδή διαβολικός στρατός.
Ο συνταγματάρχης Νικόλαος Πλαστήρας φυλά μόνος σκοπιά τα βράδυα για να ξεκουράζονται οι άνδρες του, κοιμάται πάνω στο άλογό του τα πρωινά και θεωρεί τον εαυτό του στρατιώτη και στον Σαγγάριο γράφει σελίδες δόξας.
Στην κατάρρευση του Μετώπου, εκείνος οδήγησε τη μονάδα του συντεταγμένα στον Τσεσμέ και από εκεί στη Χίο, σώζωντας ταυτόχρονα χιλιάδες πρόσφυγες που τον ακολουθούσαν, καθυστερώντας την επέλαση των τουρκικών στρατευμάτων.
Ακόμη κι όταν έγινε πρωθυπουργός παρέμεινε ένας απλός, λιτοδίαιτος στρατιώτης που έμενε σ’ ένα μικρό νοκιασμένο σπίτι στο Μέτς, απαγορεύοντας στους συγγενείς του να χρησιμοποιούν το επίθετό του. Έμεινε παροιμιώδης η ιστορία του άνεργου αδελφού του, ο οποίος έκανε αίτηση να εργαστεί στο εργοστάσιο του ΦΙΞ. Ο πρωθυπουργός του είπε «αν έχεις ανάγκη, κάτσε εδώ να μοιραζόμαστε το φαγητό μου».
Και όταν ο Δημήτρης Λαμπράκης του χάρισε ένα χρυσό στυλό το έστειλε πίσω, λέγοντας «δεν θέλω δώρα, γιατί τα δώρα φέρνουν και αντίδωρα».
Στα 1952, ήδη άρρωστος από φυματίωση και πρωθυπουργός, εξακολουθεί να κοιμάται σ’ ένα στρατιωτικό ράντζο. Στο ταλαιπωρημένο κορμί του, ο γιατρός μετρά 27 σπαθιές και 9 σημάδια από βλήματα. Πριν πεθάνει, άφησε μια προφορική διαθήκη στην ψυχοκόρη του- μια ορφανή προσφυγοπούλα: «Όλα για την Ελλάδα!»
Ίσως η ψυχή του να θρηνεί για τη σημερινή κατάντια μας, ίσως να θέλει ν’ ανέβει πάλι στο άτι του και να κατέβει να πολεμήσει, να τα δώσει όλα, άλλη μια φορά για την Ελλάδα μας, που μπερδεμένη όσο ποτέ άλλοτε, ψάχνει να βρει έναν ηγέτη σαν εκείνον, όσο κι αν υπάρχει μια μερίδα που τον κατακρίνει για κάμποσες πολιτικές ενέργειές του.
Κανείς δεν είναι αλάθητος, κι εκείνος παρέμεινε μέχρι το τέλος ένας στρατιώτης που δεν γνώριζε τις πολιτικές «μανούβρες», τις απόλυτα διαφορετικές από τις στρατιωτικές τακτικές του.
‘Ενας άνθρωπος που βρέθηκε στο ύπατο αξίωμα και δεν καταδέχτηκε να πάρει κανένα δώρο από κανέναν, που πέθανε το ίδιο φτωχός, όσο και ένας φτωχός, απλός Έλληνας πολίτης του καιρού του, έ, νομίζω ότι κάτι άξιζε.