Πρόσωπα - Αφιερώματα

Ναι Νικηφόρε, έτσι μας είπαν τότε: «Όπου τον βρείτε, βαράτε στο ψαχνό»! Εσύ το ξέρεις καλά!, του Κώστα Ε. Σκανδαλίδη

Spread the love

Ναι Νικηφόρε, έτσι μας είπαν τότε: «Όπου τον βρείτε, βαράτε στο ψαχνό»! Εσύ το ξέρεις καλά!

Είχε περάσει ένας μήνας ακριβώς από την εγκαθίδρυση της δικτατορίας των συνταγματαρχών στην πατρίδα κι ήταν η επόμενη μέρα της γιορτής μου, όταν ξαφνικά έφτασε στο νησί η είδηση πως ένα πλοίο «έβγαλε» στη στεριά το Νικηφόρο, γιατί τον «μυρίστηκαν», τον πρόδωσαν, λέει, στις αρχές κάποιοι ρουφιάνοι. Ταξίδευε για Κύπρο, είπαν, προδόθηκε το ταξίδι κι ο καπετάνιος τον «έβγαλε» στο νησί, για να σωθεί από την καταδίωξη των ανθρώπων του καθεστώτος.

Υπηρετούσα τη στρατιωτική μου θητεία ως έφεδρος ανθυπολοχαγός στον Πάνω Καλαμώνα. Μάης του 67! Ο στρατιωτικός ανώτερος του νησιού, κάλεσε τότε σε συγκέντρωση όλους τους αξιωματικούς, μόνιμους και έφεδρους, για να μας ενημερώσει και να δώσει εντολές για το «δέον γενέσθαι».

Θυμούμαι τα πόδια μου να λυγίζουν και την καρδιά να ξεκολλά από τα σπλάχνα, σαν άκουσα με τ’ αυτιά μου τα ίδια τον ανώτερο να μας δίνει τη διαταγή: «όπου τον βρείτε, βαράτε στο ψαχνό»! Ο διοικητής της μονάδας, σαν φτάσαμε στο στρατόπεδο, άρχισε να υλοποιεί τις αποφάσεις!

Όλοι οι διοικητές των λόχων, πήραν τις «καταστάσεις» από το γραφείο Α2 και άρχισαν να ξεχωρίζουν τους στρατιώτες σε…«αμνούς και ερίφια»! Έτσι, σχημάτισαν έναν «ειδικό λόχο» με μόνον…«εθνικόφρονες»! Όλοι κατηγορίας Ε1! Εμένα, μου έλειπε το 1! Ήμουνα μόνον Ε!
Αυτό που θα μου μείνει βαθειά χαραγμένο στη μνήμη, είναι πως έμεινα εκτός αποστολής! Πιστέψτε με, δόξασα το Θεό που δεν θα ’μουνα στο…«εκτελεστικό απόσπασμα»! Δε ξέρω αν το άντεχα, αλλά σίγουρα θα προσπαθούσα να τον κρύψω, να μην τον δω, να κάνω πως δε βλέπω!

Τα θηρία τα κατάφεραν, είπα. Όπου να πάει ο δύστυχος, θα τον βρουν! Σαν πόσο είναι το νησί! Κι όταν μάλιστα, έναν άνθρωπο μόνο του κι ανυπεράσπιστο και άοπλο, τον κυνηγά ένα ολόκληρο λεφούσι λυσσασμένων, με πλήρη οπλισμό και εξάρτηση και με σαφή εντολή!
Θυμάμαι, όταν με φώναξε στο γραφείο Διαβιβάσεων ο αρμόδιος συνάδελφος, έφεδρος κι αυτός (καλή σου ώρα Γιώργο όπου κι αν βρίσκεσαι), για να μου δώσει να διαβάσω μυστικά, το αποκρυπτογραφημένο μήνυμα που μόλις είχε φτάσει στη μονάδα:

«Καταζητούμενος Μανδηλαράς, εβλήθη υπό περιπόλου. Αργότερον εθεάθη περιοχήν Λάρδου»!

Τα κτήνη είχαν εκτελέσει εν ψυχρώ, προφανώς, την αποστολή τους! Άξιος ο μισθός τους! Κι αυτό φάνηκε στο δεύτερο αποκρυπτογραφημένο μήνυμα όταν με ξαναφώναξε ο Γιώργος:
«Εθεάθησαν αίματα επί της ασφάλτου περιοχήν Λάρδου»!

Τα γουρούνια, τα κατάφεραν! Ο Νικηφόρος ήταν νεκρός ή τραυματισμένος! Θεέ μου…
Κι ύστερα πάλι, πώς να ξεχάσω, όταν σε μερικές μέρες διάβασα στα λογοκριμένα πρωτοσέλιδα των τοπικών εφημερίδων:

«Πτώμα αγνώστου ανδρός εξεβράσθη εις Γεννάδι»!

Ώστε έτσι λοιπόν! Πτώμα αγνώστου ανδρός, ο Νικηφόρος! Κι όμως τα κατάφεραν. Όλα εξελίχθησαν όπως τα ’θελαν. Κι αργότερα στη δίκη, δεν αποδείχθηκε τίποτα. Καταδικάστηκε, λέει, ο πλοίαρχος που τον μετέφερε για την Κύπρο και τον «έβγαλε» στο νησί μας! Μνήσθητί μου Κύριε! Κι ύστερα, λέει, από μερικά χρόνια, όταν ο άμοιρος πλοίαρχος βρέθηκε για δικούς του λόγους στην Αφρικανική Ήπειρο, «έφυγε» από…τροχαίο! Ή από σφαίρα αλήθεια;

Αιωνία σου η μνήμη Νικηφόρε. Να ’ναι ελαφρύ το χώμα του νησιού που σε σκέπασε. Κι εσύ μνήμη μου, κάνε πάντα αυτό που η αιώνια φύση σε προστάζει. Να αποθηκεύεις και να ανακαλείς, όλα όσα εσύ μόνο θέλεις κι αποφασίζεις. Να ’σαι καλά και πάντα να θυμάσαι, όταν πρέπει, μυαλό μου φτωχό και μικρό…

Και κάθε Σαββατοκύριακο που τώρα πηγαίνεις στο αγαπημένο σου χωριό, στο Γεννάδι, εκεί όπου σε βρήκανε, λέει, πνιγμένο, να θυμάσαι. Ναι, να θυμάσαι και να μη ξεχνάς! Και τα βήματά σου να σε φέρνουν στην αμμουδιά με τα θαλασσινά πολύχρωμα βότσαλα, εκεί όπου εξεβράσθη πτώμα αγνώστου ανδρός, Νικηφόρε.

Το μόνο που σήμερα απόμεινε για να σε θυμάμαι Νικηφόρε, είναι η ταμπέλα στην πλατεία του χωριού με τον τίτλο: «Πολιτιστικός Σύλλογος Γυναικών Γενναδίου Νικηφόρος Μανδηλαράς», καθώς κι η ποιητική συλλογή η αφιερωμένη σε σένα με τον τίτλο «Το στεφάνι της θάλασσας» του δικού μας Γενναδενού ποιητή Παντελή Ευθυμίου.

«Ψαρά, που προπορεύεσαι κι απ’ τα κουπιά
κι από τη βάρκα σου
κι από το χρόνο ως σε πάει η ελπίδα
να τον συναπαντήσεις ζωντανό.

Ψαρά, με τ’ αφρισμένα κύματα στα μάτια σου,
μ’ ολάκερη τη θάλασσα στ’ αφάλι σου δεμένη,
πιάνουν οι ρυτίδες σου φωνή;
ακούν ανάσα;

 Ψαρά, που η βάρκα σου σε κυνηγά,
που τα κουπιά σού λακτίζουν τα μηλίγγια,
κατέχεις τον καλό το λόγο να τον πεις,
λαφροπεραματάρη της βαθιάς αυγής,
ανιχνευτή των βράχων;

 Κι ήταν το κορμί νεκρό
στου Γιανναδιού το βότσαλο
κι ήταν το βότσαλο κλαμένο
κι ήταν η μέρα χωρίς ήλιο….»

Ναι, Νικηφόρε! Πίστεψέ με. Σαν ανηολόγητοι βαρκάρηδες σε συναπαντούμε κάθε μέρα εδώ στο Γεννάδι ζωντανό! Κι ακούμε την ανάσα σου. Κι ακούμε τα βότσαλα να κλαίνε και αναρωτιούνται, γιατί η πατρίδα να σου πάρει τη ζωή Νικηφόρε, εσένα που άλλο δεν έκανες στη μικρή σου ζωή παρά να υπερασπίζεται τη Δημοκρατία και τους ανθρώπους!

Γεννάδι, 25.7.2016

Κώστας Ε.Σκανδαλίδης

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.  

The article expresses the views of the author

iPorta.gr 

 

 

50c02873-4a69-4154-b2cb-9c474df91652.jpgda7b25db-ce43-4604-8a51-e47ccd4032c0.jpg

 

 

SHARE
RELATED POSTS
Ο δικός μας Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος, του Αντώνη Η.Διαματάρη
Για τον Σάμη, του Γιώργου Αρκουλή
Μάνα κουράστηκα – Στο Λαλάκι, του Γιάννη Παπαϊωάννου

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.