Αναγνώστες

Να θυμηθώ να μην ξεχάσω, της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή

13015010_1702285126710866_1926565307_n.jpg
Spread the love

13015010_1702285126710866_1926565307_n.jpg

 

 

 

 

 

 

 

Ματίνα Ράπτη-Μιληλή

 

 

 

7497520506_e438c6e2c7_z.jpg

 

Και πάνω που λες “να θυμηθώ να μην ξεχάσω όλα αυτά που θέλω να γράψω, μου ήρθε η έμπνευση και πάω για Νόμπελ λογοτεχνίας”, πάνω που τα δάχτυλα αρχίζουν να τρέχουν σαν τα αφηνιασμένα άλογα στα λιβάδια του πληκτρολογίου και νομίζεις πως δεν προλαβαίνουν το μυαλό σου …εκείνη ακριβώς την κρίσιμη στιγμή …χασμουριέσαι! Η κάτω σιαγόνα φλερτάρει με το πάτωμα και νιώθεις όλο σου το σώμα να ξετυλίγεται πάνω στην καρέκλα που ήσουν βιδωμένη και η σπονδυλική σου στήλη αρχίζει να κάνει μικρούς χαριτωμένους κροταλιστούς θορύβους. Είναι ηλίου φαεινότερον πως νυστάζεις! Νυστάζεις πολύ όμως, νυστάζεις σε επίπεδο κουτουλήματος .

 

Τα βλέφαρα βαραίνουν, και από τον λαιμό κι απάνω ένα βαρίδι έχεις για κεφάλι .Ένα βαρίδι γεμάτο πληροφορίες που αρνούνται να μπουν σε σειρά και κουβεντιάζουν μεταξύ τους σαν μαλωμένες φιλενάδες . Σκοτώνονται, σας τ΄ορκίζομαι !

 

Αλλά εσύ νυστάζεις παρ΄όλη την οχλαγωγία που γίνεται εκεί μέσα και δεν βλέπεις την ώρα να ξεραθείς για τις επόμενες 8 ώρες ! Μίνιμουμ.

 

Να πάρεις αγκαλιά το μαξιλάρι σου και να του δοθείς σαν να μην υπάρχει αύριο!

 

Πείθεις τις “κλώσσες” του μυαλού σου να το βουλώσουν μέχρι να κάνεις τις κλασικές μηχανικές κινήσεις που προηγούνται του ύπνου, παρακαλώντας συγχρόνως να μην σου φύγει αυτή η μαγική νύστα, η γλυκομίλητη, γιατί μετά …καλό ξημέρωμα …

 

Θα κοιμηθείς πάλι στις 5, την ώρα που λαλούν κάτι κοκόρια στη γειτονιά- ένας Θεός ξέρει πού βρέθηκαν τα κοκόρια- και αλυχτάει ένας σκυλάκος και σου σπαράζει την καρδιά, ενώ παράλληλα σε τρομάζει του θανατά! Μα ένα ουυουυυυυ…αγριευτικότατον ! Άλλο να το λέω κι άλλο να τ΄ακούτε!

 

Πράττεις τα δέοντα ημινανουρισμένη, στον αυτόματο πιλότο. Σέρνεσαι πάνω στις παντουφλοσαγιονάρες σου σαν το αερικό μες το σπίτι . Να κλείσεις υπολογιστές, να κλείσεις πορτοπαράθυρα, να ελέγξεις το ψυγείο γιατί καμιά φορά δεν κλείνει καλά και την άλλη μέρα τα γιαουρτάκια σου έχουν πάθει ψύξη, τα κακόμοιρα, και τα ζαρζαβατικά φλερτάρουν με ‘κείνα του μπάρμπα Στάθη απ’ τον από κάτω μαχαλά, του καταψύκτη.

 

Να τσεκάρεις την κεντρική είσοδο από το ματάκι, λες κι ο πιθανός κλέφτης θα σου ποζάρει για να τον φωτογραφίσεις ακριβώς την στιγμή που εσύ θα ελέγχεις την κλειδαριά σου!

 

Να πάρεις ένα ποτηράκι νερό για το κομοδίνο μη τυχόν και δεις στο ύπνο σου πως είσαι στη Σαχάρα. Εσύ- μιαν άλλη διψασμένη Ελληνίδα στο χαρέμι- κι ο Ρέιφ Φάινς στον Άγγλο ασθενή!
Να πλύνεις δοντάκια, μουτράκια, να βάλεις την κρεμούλα σου- συνήθως μες το μάτι απ την νύστα που σε δέρνει- να βάλεις νυχτικούλι και τσουπ… να χωθείς στα σιδερωμένα σου σεντονάκια που μοσχομυρίζουν παιδική πούδρα και υλάνγκ-υλάνγκ ! Μαγεία!

 

Με κλειστά μάτια σχεδόν, στην αγκαλιά του Μορφέα παραδομένη, εναποθέτεις το κουρασμένο σου σαρκίο και τις γλωσσοκοπάνες του μυαλού σου στα στιβαρά του μπράτσα.

 

Τα άλλα τα αναλαμβάνει το υποσυνείδητο… Αν είσαι τυχερή μπορεί να δεις και κανένα ωραίο όνειρο, απ΄αυτά που δεν πραγματοποιούνται ποτέ, ενώ αν είσαι πολύ τυχερή μπορεί και να το θυμηθείς κιόλας την επομένη .

 

Κάνεις, κοντολογίς, ένα ωραιότατο shut down και ξυπνάς μετά από ένα, προφανώς, πολύ περιπετειώδες όνειρο, με τη μισή μούρη ριγέ από τις ζάρες του μαξιλαριού, το ένα μάτι να αρνείται να ανοίξει από τις τσίμπλες, το πρώην σιδερωμένο σου σεντονάκι ένα γύρο στον λαιμό σου σαν τον λώρο, και μια τούφα μαλλί στο στόμα! Μαγεία!

 

Ήρθε λοιπόν η “επομένη”, που λέγαμε, και τέλος πάντων, στρογγυλοκάθισες στον υπολογιστή να συνεχίσεις από ‘κει που άφησες το “αριστούργημα” της προηγούμενης νύχτας. Με το καφεδάκι σου να μοσχομυρίζει φουντούκι καραμέλα και μπουκωμένη με μια νοστιμότατη ζαμπονοτυρόπιτα, με τρόμο διαπιστώνεις ότι δεν υπάρχει ΤΙΠΟΤΑ!

 

Το απολύτως τίποτα όμως!

 

Πού πήγαν κείνες οι φωνές που σε ξεκούφαιναν εψές;

 

Πού πήγαν οι ιδέες που μαλώνανε λες και ήταν στη ουρά του Βασιλόπουλου για τα τυριά, παραμονή πρωτοχρονιάς; (Κάποτε…)

 

Γιατί εγώ είχα να σας πω μια ιστορία, για την ακρίβεια είχα να σας πω πολλές ιστορίες.

 

Κάποιες δικές μου, προσωπικές, άλλες “δανεικές” και “μποτοξαρισμένες” , κάποιες εντελώς φανταστικές …

 

Αλλά τελικά …σεντονάκι πάλλευκο το μυαλό μου που οι άνεμοι ρημάξαν .

 

Φαίνεται ότι ένας καλός ύπνος κάνει κι ένα περιποιημένο delete!

 

Βρε μπας και βρίσκομαι στα πρόθυρα μιας περιποιημένης άνοιας; Απαπα!

 

Φοβάμαι πως θα δω την σαστισμένη μου φατσούλα στις αναζητήσεις του silver alert! Θα φοράω ένα ωραιότατο καμηλό παλτό μεσ΄στο κατακαλόκαιρο και θα κρατάω τη σχολική μου τσάντα σαν άλλη Λίζα Πετροβασίλη !

 

Πήγαμε τις προάλλες ένα ταξίδι και κάπου έβαλα το πορτοφόλι μου. Φύγαμε και γω το θυμήθηκα στα τελευταία διόδια! Πού να μιλήσω! Ταυτότητα, δίπλωμα οδήγησης…Άλλο δεν χρειάζεται να πω.

 

Περίμενα να γυρίσουμε να φέρω το σπίτι τούμπα. Να μην το βρίσκω που-θε-νά! Δεν είπα τίποτα σε κανέναν. Δεν θέλουν και πολύ να μ’ αρχίσουν στο δούλεμα. Αποτέλεσμα; Επί μία εβδομάδα τριγυρνούσα στο σπίτι σαν το φάντασμα της Λωξάντρας αναζητώντας τον “χαμένο θησαυρό” στα πιο απίθανα μέρη!

 

Την 7η ημέρα με λυπήθηκε ο Θεός και τραβάω μια καρέκλα στην τραπεζαρία –δεν θυμάμαι γιατί- και νάτο το εξαφανισμένο! Το είχα ακουμπήσει εκεί –ποτέ δεν θα μάθουμε το γιατί- έπεσε και το τραπεζομάντηλο το προικώον, το κοφτόν, από πάνω, ε, και ύστερα… ήρθαν οι μέλισσες κύριε Ξανθούλη μου! Εσείς το ροζ δεν το ξεχάσατε ποτέ….εγώ πάλι όχι κύριε Γιάννη μου!

 

Λέτε να τα χάνω; Εντάξει, πάντα μου ήμουν λιγουλάκι αφηρημένη, ξεχνούσα απ’ τον θερμοσίφωνα αναμμένο, μέχρι τον αδερφό μου στην παραλία!

 

Αλλά είμαι ιχθύς κι αυτό το “χάνομαι γιατί ρεμβάζω” είναι μπόνους του ζωδίου.

 

Όμως τελευταία νομίζω πως έχω παραχαζέψει.

 

Μου λένε να κάνω κάτι και είναι σαν να μην μου το είπανε ποτέ!

 

Μου δίνουν π.χ. ένα χαρτί και ξεχνάω πού μου είπαν να το δώσω!

 

Κι άμα θυμηθώ τον παραλήπτη, ξεχνάω τον αποστολέα. Κι αν θυμηθώ και παραλήπτη και αποστολέα -πράγμα που σημαίνει πως σίγουρα τους σημείωσα σε ένα χαρτάκι – τότε θα ξεχάσω σίγουρα που ακούμπησα το χαρτάκι! Αυτό είναι αφηρημάδα και είναι πολύ παράξενη η ρημάδα γιατί χίλια πράγματα συμβαίνουν στο μυαλό μου την ίδια στιγμή που εγώ δεν μπορώ να θυμηθώ πού πάρκαρα το αυτοκίνητο. Ναι, πάλι!

 

Γενικά πάντα κάτι ψάχνω, και μέσα και έξω απ’ το σπίτι. Από κλειδιά, γυαλιά ηλίου, γυαλιά μυωπίας, το αυτοκίνητο, τη βέρα μου, το ρολόι μου, φακέλους, βιβλία, μιά φορά ένα κιλό φέτα Τριπόλεως (που τελικά την βρήκα την επομένη στους -18 βαθμούς Κελσίου, σαν μαμούθ), τα μαγιώ , τα κασκόλ, μια ηλεκτρονική κορνίζα που μας είχε κάνει κάποτε δώρο μια ξαδέρφη μου (την οποία και δεν βρήκα ποτέ), το αγαπημένο τζιν του παιδιού και άλλα πολλά που αυτή την στιγμή… ξεχνάω !

 

Αυτή η κατάσταση έχει παραδόξως και μια θετική πλευρά, όσο κι αν φαίνεται απίθανο. Διότι από το πουθενά, ψάξε ψάξε, βρίσκω αντικείμενα που δεν θυμάμαι καν πως υπήρχαν! Τέτοια χαρά ούτε η Ντόρη όταν βρήκε τον Νέμο!

 

Αλλά από κεί μέχρι του να ξεχνάω ανθρώπους, έχει μεγάλη διαφορά; Δεν έχει κύριε Γιάννη μου;

Όσο λοιπόν έχω ακόμα επαφή με το περιβάλλον θα σας ανοίξω την καρδιά μου.

 

Ήταν νύχτα (όχι, αυτό το τονίζω γιατί έχει σημασία, θα καταλάβετε το γιατί) στην “μικρή μας πόλη” . Από αυτές τις νύχτες που πέφτεις πάνω σε ανθρώπους που κάτι σου θυμίζουν και συνήθως μετά από λίγα δευτερόλεπτα αμηχανίας αρχίζεις να θυμάσαι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες και γεγονότα.

 

Έτσι έπρεπε να γίνουν τα πράγματα, αλλά στην περίπτωσή μου δεν έγιναν ακριβώς έτσι …Καθόλου μάλιστα.

 

Βέβαια το λάθος δεν ήταν αποκλειστικά δικό μου …

 

Είμαι μαζί με μια φίλη η οποία έχει εντοπίσει σε παρακείμενο τραπέζι ουζερί που τα τρωγοπίνομεν, έναν παλιό μας συμμαθητή μας. Έχει δε την μεγαλειώδη έμπνευση να με πάει ως εκεί και να με ρωτάει ναζιάρικα δείχνοντάς τον ανακριτικά “ΘΥΜΑΣΑΙ ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ; Εγώ…ΡΟΦΟΣ.

 

Να είναι κι άλλος κόσμος τριγύρω και να με κοιτάζει με λύπηση! “Α, την καημενούλα, τόσο νέα και να τα ‘χει έτσι χαμένα! Κρίμα, κρίμα…”(Merci για το “νέα” παιδιά!).

 

Κι εγώ να μην θυμάμαι η έρμη ! ‘Ενα κενό…Πώς είναι αυτό του αέρος; Χειρότερο! Το απόλυτο κενό, που λέει και ο ποιητής. Το μαύρο το σκοτάδι, η πίσσα, το έρεβος και καταμεσής ο γαλαξίας να χάσκει και γω να τονε καμαρώνω!

 

Να μην φοράω και τα γυαλιά μου, 2,75 βαθμούς μυωπία στο δεξί και 2,50 στο αριστερό κύριε Γιάννη μου!

 

Να έχει κι ένα διαολεμένο μισοσκόταδο, αυτό της στραβομάρας ….και να΄χω και τον “Ιαβέρη” να μου φωνάζει –ΜΑ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΜΗΝ ΤΟΝ ΘΥΜΑΣΑΙ;

 

Ποιος είσαι καλέ μου άνθρωπε! “Αχ! Να πληρώσουμε να φύγουμε Νίκο μου…(Βουγιουκλάκη στην Σωφερίνα ;)”

 

Ήθελα ν’ ανοίξει η γης και να με καταπιεί. Ήθελα να προσγειωθεί ένα UFO καταμεσής του ουζερί για να αποσπαστεί η προσοχή τους από το απλανές μου βλέμμα. Ήθελα να βγεί στην πίστα ο Ρουβάς και να φωνάζουν όλοι “Σαααααάκη” και κανείς να μην καταλάβει πως έφυγα τρέχοντας. Βασικά ήθελα να φύγω τρέχοντας.

 

Το παράξενο είναι που με άφηναν εκεί να βασανίζομαι, όπως μου κάνει και μια θεία στο τηλέφωνο και πολύ μου την δίνει … που αντί να πει απ’ την αρχή.

 

“Καλημέρα παιδί μου, είμαι η θεία σου η Ελενίτσα ,δωσμου τη μάνα σου” … μ’ αρχίζει αυτό το ηλίθιο “ΜΑΝΤΕΨΕ ΠΟΙΑ ΕΙΜΑΙ. Έλα, πες, πες. Ποια σου θυμίζω, δε σου θυμίζω;”

 

Και συ σκέφτεσαι, πες ποια είσαι γιατί αλλιώς θα πικραθούμε και δεν το θέλω πρωινιάτικα …

 

Εν τω μεταξύ στην χώρα του Ποτέ Ποτέ κι αφού η φίλη βαρέθηκε να περιμένει να κάνουν επαφή τα καλώδια του μυαλού μου, με πήρε από το μπράτσο συγκαταβατικά και με απομάκρυνε λέγοντας μου “Έλα, πάμε, αφού δεν θυμάσαι, θα σου εξηγήσω μετά” .

 

Πώς λένε στις γιαγιάδες που τις πάνε σηκωτές στα μνημόσυνα και προσπαθούν να τους εξηγήσουν τι τον είχανε τον μακαρίτη! Αυτό.

 

Περπατούσα σαστισμένη και σκεφτόμουν ποιος στον κόρακα ήταν αυτός ο τύπος και γιατί δεν μου αποκάλυπταν το όνομά του !

 

Εντάξει, δεν ήταν φυσιολογικό να μην θυμάμαι, αλλά βρε παιδιά, αφού με βλέπετε ν’ αργοπεθαίνω!

 

Λάθος, λάθος, λάθος .Το ξέρω, το παραδέχομαι. Έπρεπε να έχω κάνει εκείνη την εγχείρηση λέιζερ. Δεν έπρεπε να πάω σ΄αυτό το ουζερί της λήθης! Δεν έπρεπε να πιω και τρίτο τσίπουρο και το βασικότερο, έπρεπε να ρωτήσω ευθέως “Συγνώμη κύριε , ποιος είστε;” ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΘΥΜΑΜΑΙ .

 

Ειλικρινά δεν ξέρω πώς λειτουργεί ένα μυαλό και τι αποθηκεύει με τα χρόνια. Τι κρατάει, τι πετάει, τι παραποιεί, τι καταχωνιάζει και κυρίως …πού ακριβώς το καταχωνιάζει! Να ξέρω και γω πού να ψάξω στην δύσκολη την ώρα, η απόφοιτος!

 

Αυτό που ξέρω είναι ότι καμιά πληροφορία δεν είναι τελικά απόλυτα ασφαλής στο δικό μου μυαλό . Έχω γεμίσει τον κόσμο με post it !

 

Κι ας λένε πως θυμάμαι κάτι απίθανα πράγματα στα καλά του καθουμένου. Με γλεντάει το μυαλό μου μάλλον. Μου αποθηκεύει τάχαμ δήθεν ένα σωρό νούμερα τηλεφώνων, PIN, PUK , ημερομηνίες γενεθλίων , επετείων, συνταγές για μηλόπιτες…ενώ συγχρόνως υπούλως μου κάνει διαγραφές για να χωρέσουν τα “απίθανα “ που σας έλεγα.

 

Τί να το κάμω κύριε Γιάννη μου το τηλέφωνο του καφενείου που πήγαινε το ‘82 ο μπαμπάς μου αφού ούτε καφενείο υπάρχει πια ,ούτε και μπαμπάς…δυστυχώς .

 

Ενώ μόλις πριν από λίγο διαπιστώνω πως έχω ξεχάσει το νερό να τρέχει στο κηπάκι από το απόγευμα και τώρα πια κοντεύει να λαλήσει ο πετεινός του γείτονα!
Γι’αυτό λοιπόν κι εγώ, όποτε θυμάμαι κάτι, θα το γράφω όσο κι αν νυστάζω, όπως κι αν το θυμάμαι . Να σώσω ό,τι προλαβαίνω τουλάχιστον. Πριν μας έρθει ο λογαριασμός της ΕΥΔΑΠ, καταλάβατε;

 

Με τούτα και με κείνα…πάλι ξάγρυπνη έμεινα…και τελικά θυμήθηκα και τον συμμαθητή μου !
Οχι, ρε παιδιά! Αν είναι δυνατόν!

 

Ερμόλαε εσύ; Καλέ εσύ ήσουν στο 2ο και γω στο 1ο Λύκειο, γι΄αυτό δεν σε θυμόμουν! Άντε ρε πουλάκι μου και με λαχτάρησες νυχτιάτικα.

 

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του. 

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Χαμόγελο, της Μαρίας Αναγνωστοπούλου
annaDeligiannitsioulpa.jpg
Οι διαχωριστικές γραμμές πυροδοτούν τα θεμέλια της δημοκρατίας, της Άννας Δεληγιάννη-Τσιουλπά
Το χάπι μου, το αγχολυτικό μου, της Μαρίας Γαλανού

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.