Το ταξίδι στο χρόνο και στην Τραπεζούντα συνεχίζεται με μια τιμητική αναφορά στην Παναγία Σουμελά( στα ποντιακά: σου-Μελά,δηλαδή, από το όρος Μελά).
Το μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά αποτελεί αναμφίβολα το πλέον ονομαστό θρησκευτικό ίδρυμα του Πόντου. Βρίσκεται περίπου 40 χλμ. ΝΔ της Τραπεζούντας,σκαρφαλωμένο στο απόκρημνο όρος Μελά.
Η παράδοση λέει ότι ιδρύθηκε το 386. Οι Αθηναίοι μοναχοί Βαρνάβας και Σωφρόνιος οδηγήθηκαν από την Παναγία στις απάτητες βουνοκορφές του όρους Μελά, όπου ανακάλυψαν την εικόνα της Παναγίας, για να ιδρύσουν ένα μοναστήρι προς τιμήν της. Την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Αθηνιώτισσας την ανακάλυψαν σε ένα σπήλαιο του Μελά, σε υψόμετρο 1063 μέτρα, τοποθετημένη εκεί από Αγγέλους κατ’ εντολή Της. Πρόκειται για μία από τις εικόνες της Παναγίας που εικονογράφησε ο Ευαγγελιστής Λουκάς και μεταφέρθηκε στην Αθήνα μετά τον θάνατό του από τον μαθητή του Ανανία, όπου τοποθετήθηκε σε μια εκκλησία, αφιερωμένη στην Θεοτόκο( γι’ αυτό και η προσωνυμία Αθηνιώτισσα).
Ο Βαρνάβας και ο Σωφρόνιος, με τη βοήθεια της γειτονικής μονής Βαζελώνα έκτισαν μέσα στην ίδια σπηλιά ένα κελί και αργότερα μια μικρή εκκλησία.
Το μικροσκοπικό-τότε-μοναστήρι είχε σοβαρό πρόβλημα ύδρευσης, αλλά λύθηκε με θαύμα. Οι σημερινοί προσκυνητές αδυνατούν να καταλάβουν, πώς αναβλύζει νερό μέσα από ένα γρανιτένιο βράχο επί τόσους αιώνες. Και το θαύμα δεν σταματά εκεί: το νερό που αναβλύζει έχει θεραπευτικές ιδιότητες, και αυτές του οι ιδιότητες έφεραν πολλούς προσκυνητές στα απόκρημνα βράχια∙ όχι μόνο χριστιανούς, αλλά και μουσουλμάνους.
Οι ιστορικές και αρχαιολογικές μαρτυρίες, όμως, τοποθετούν την ίδρυση του μοναστηριού στον 10ο ή 11ο αιώνα, όταν η απειλή των αραβικών και των ληστρικών επιδρομών έγιναν παρελθόν.
Η φήμη του μοναστηριού εδραιώθηκε στους αιώνες που βασίλεψαν οι Μεγάλοι Κομνηνοί, ενώ και οι ίδιοι οι αυτοκράτορες χρησιμοποίησαν το μοναστήρι πολλές φορές ως καταφύγιο.
Τα θαύματα που αποδίδονται στην Παναγία Σουμελά είναι άπειρα, αλλά θα σταθώ σε ένα της εποχής του Αλέξιου Γ’ Κομνηνού, που αφορά την διάσωσή του από πιθανό ναυάγιο. Ίσως αυτός να ήταν και ο λόγος που ο Αλέξιος Γ΄υπήρξε μέγας ανακαινιστής και δωρητής του περίφημου μοναστηριού.
Στην πόρτα της εισόδου της μονής υπήρχε μέχρι το 1650 και η εξής επιβεβαιωτική επιγραφή:
«Κομνηνός Αλέξιος, εν Χριστώ σθένων, πιστός Βασιλεύς,Στερρός, Ένδοξος, Μέγας,Αεισέβαστος,Ευσεβής, Αυτοκράτωρ Πάσης Ανατολής τε και Ιβηρίας, κτήτωρ πέφυκε της μονής ταύτης νέος(1360 μ.X.) INΔ IΓ΄».
Εκτός από τον Αλέξιο, και άλλοι αυτοκράτορες μερίμνησαν με χρυσόβουλα την ενίσχυση των προνομίων και της περιουσίας της ασκητικής πολιτείας στο όρος Μελά, μη εξαιρουμένου και του Οθωμανού σουλτάνου Σελίμ Α΄, ο οποίος θεραπεύθηκε πίνοντας το θαυματουργό αγίασμα.
Το μοναστήρι συνέχισε να αποτελεί σπουδαίο θρησκευτικό και πολιτιστικό κέντρο και στα χρόνια μετά την οθωμανική κατάκτηση της Τραπεζούντας.
Το 1860 χτίστηκε κοντά στο σπήλαιο ένας εκπληκτικός και πανοραμικός ξενώνας, μαζί με άλλους λειτουργικούς χώρους για τις ανάγκες των προσκυνητών, ενώ δημιουργήθηκε και μια βιβλιοθήκη. Επίσης, όχι σε μεγάλη απόσταση από τη μονή, χτίστηκαν μικροί ναοί, αφιερωμένοι σε διάφορους αγίους. Ένας από αυτούς, αφιερωμένος στον Άγιο Κωνσταντίνο και την Αγία Ελένη, χτίστηκε σε απόσταση 12χλμ, απέναντι από το χωριό Σκαλίτα. Ένα παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας βρίσκεται σε απόσταση μόνο 2 χλμ και είναι ο χώρος όπου έκρυψαν οι μοναχοί το 1922 τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, τον σταυρό του αυτοκράτορα Κομνηνού Μανουήλ Γ΄(1390-1417) και το χειρόγραφο Ευαγγέλιο του Οσίου Χριστοφόρου.
Ήταν η χρονιά (1922) που οι Τούρκοι κατέστρεψαν ολοσχερώς, βάζοντας φωτιά, το μοναστήρι, αφού πρώτα έκλεψαν τα πολύτιμα αντικείμενα που φυλάσσονταν εκεί.
Το 1923 το μοναστήρι υπέστη τις συνέπειες των ιστορικών εξελίξεων και εγκαταλήφθηκε από τους μοναχούς που είχαν απομείνει.
Το 1930, στα πλαίσια της ελληνοτουρκικής φιλίας που προωθούσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Τούρκος ομόλογός του Ισμέτ Ινονού, δόθηκε άδεια σε μια αντιπροσωπεία να πάει στην Τραπεζούντα και να φέρει στην Ελλάδα τα κρυμμένα σύμβολα της Ορθοδοξίας.
Μόνο δύο μοναχοί του μοναστηριού βρίσκονταν εν ζωή: ο υπέργηρος Ιερεμίας που ζούσε στον Λαγκαδά της Θεσσαλονίκης και δεν είχε δυνάμεις να ταξιδέψει και ο αρκετά νέος Αμβρόσιος Σουμελιώτης, που ήταν προϊστάμενος στην εκκλησία του Αγίου Θεράποντα της Τούμπας στην Θεσσαλονίκη.
Ο Ιερεμίας αποκάλυψε στον Αμβρόσιο που ήταν κρυμμένα τα ιερά κειμήλια και εκείνος αναχώρησε στα μέσα Οκτωβρίου για την Τραπεζούντα. Δεν άργησε να επιστρέψει με τα κειμήλια, χαρίζοντας στους Ποντίους της Ελλάδας, τον χαμένο τους Πόντο:
«Eν Eλλάδι υπήρχαν οι Πόντιοι, αλλά δεν υπήρχεν ο Πόντος. Mε την εικόνα της Παναγίας Σουμελά ήλθε και ο Πόντος», έγραψε ο Υπουργός Πρόνοιας Λεωνίδας Ιασωνίδης.
Είναι ο ίδιος που το 1931 προτείνει να βρεθεί μια περιοχή στην Ελλάδα, να χτιστεί μια εκκλησία και να ενθρονιστεί η θαυματουργή εικόνα, που την φιλοξενούσε ήδη το Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας. Και γράφει στην εφημερίδα «Πατρίς» των Αθηνών :
«Aναζητήσωμεν εν ταις Nέαις Xώραις παλαιάν τινά Σταυροπηγιακήν Mονήν, βραχώδη και ερυμνήν, παρεμφερή προς την εν Πόντω ερημωθείσαν, θα μετωνομάσωμεν αυτήν εις «Nέαν Παναγίαν Σουμελά» και θα δώσωμεν αυτήν εις ψυχικήν ανακούφισιν και παρηγορίαν εις τας τριακοσίας πενήντα χιλιάδας των Ποντίων, δι’ ους δεν είνε προσιταί αι Aθήναι!. Kαι θα δίδεται ούτω και πάλιν η ευκαιρία εις τον γενναιόψυχον τούτον Λαόν να συγκροτή τας πανηγύρεις και να συνεχίζη τας τελετάς και να εμφανίζη τας αλησμονήτους εκείνας κοσμοσυρροάς κατά τας επετείους της Παρθένου εορτάς, ασπαζόμενος την εικόνα των 17 Ποντιακών αιώνων, αισθανόμενος τα παλαιά της συγκινήσεως ρίγη, αναβαπτιζόμενος εις την προς την πατρίδα πίστιν και τραγουδών εν συνοδεία της Ποντιακής λύρας το αλησμόνητο τραγούδι:
“Eμέν Kρωμναίτε λένε με
Kανέναν κι φοβούμαι.
Ση Σουμελάς την Παναγιάν
θα πάγω στεφανούμαι!”
Τελικά, είκοσι χρόνια αργότερα(1951), ο Κρωμναίος οραματιστής και κτήτωρ Φίλων Κτενίδης έκανε πράξη την επιθυμία των Ποντίων, θεμελιώνοντας την Νέαν Παναγία Σουμελά στην Καστανιά της Βέροιας, στο όρος Βέρμιο.
Η τεράστια εκκλησία έκτοτε είναι τόπος προσκυνήματος για όλους ανεξαιρέτως τους Έλληνες, αν και δεν βρίσκεται σε βραχώδη και ερυμνήν περιοχή.
Όσο για την Παναγία Σουμελά της Τραπεζούντας, αναστηλώθηκε μόλις το 2001.