«Έλα, μωρέ, το αναλύεις περισσότερο από όσο χρειάζεται», «Μια κωμωδία είναι, πώς κάνεις έτσι;» είναι ατάκες που μπορεί να τις έχετε ακούσει από τρίτους ή να τις έχετε πετάξει εσείς. Κρίνοντας από τις αντιδράσεις των γύρω μου τα ποσοστά για τη δεύτερη περίπτωση είναι αρκετά μεγάλα. Καλά είναι να περνάμε καλά χασκογελώντας, σ’ αυτό πιστεύω πως δεν υπάρχει διαφωνία, αλλά μήπως να φιλτράραμε τη διασκέδαση που καταναλώνουμε πού και πού;
Το φιλτράρισμα αρχίζει από το γιατί γελάμε με αυτά που γελάμε. Τα αστεία στις κωμωδίες εν Ελλάδι βασίζονται κυρίως σε δυο στοιχεία: στη δισημία μιας λέξης με πονηρές αποχρώσεις, στα σεξουαλικά υπονοούμενα δηλαδή, και στο οικείο, στη μίμηση καθημερινών καταστάσεων που συνήθως επικεντρώνεται στα ανθρώπινα ελαττώματα. Υπάρχουν διάφορες ερμηνείες του κωμικού, αλλά μας αρκεί η θεωρία της ανωτερότητας κι αυτή της ανακούφισης. Σύμφωνα με την πρώτη γελάμε, όταν νιώθουμε ‘ανώτεροι’ από την κατάσταση που βλέπουμε, πιο έξυπνοι, πιο ηθικοί, πιο άτρωτοι. Σύμφωνα με τη δεύτερη το γέλιο έρχεται ως κίνηση κοινής ανακούφισης από τον κίνδυνο που πέρασε. Υπάρχουμε ‘εμείς’ που μοιραζόμαστε δεσμά εμπιστοσύνης με βάση τις κοινές μας εμπειρίες κι οι ‘άλλοι’. Το γέλιο δηλαδή λειτουργεί ως μηχανισμός αυτοάμυνας. Έχοντας αυτά τα δεδομένα κατά νου μπορούμε να πούμε ότι μεγάλο κομμάτι των ελληνικών κωμωδιών δε βασίζεται στην ανατροπή του status quo, αλλά στην επιβεβαίωση ‘πραγματικοτήτων’ και συνεπώς στον εφησυχασμό.
Πάμε, όμως, να δούμε μερικά από τα ‘αστεία’ που χρησιμοποιήθηκαν στη συγκεκριμένη παράσταση. Από τα πιο χτυπητά και άσχημα ήταν η διακωμώδηση της ενδοοικογενειακής συζυγικής βίας. Πέρα από το γεγονός ότι δεν ξέρουμε αν η αναφορά σ’ αυτήν ήταν πραγματική ή χρησιμοποιούταν από τις κατηγορούμενες ελαφρά τη καρδία προκειμένου να λάβουν μείωση της ποινής τους, η εισαγγελέας ρώτησε την κλασική ερώτηση «γιατί δεν έφευγες;» στην οποία η απάντηση ήταν η επαρχιακή καταγωγή της γυναίκας. Τα στατιστικά αποδεικνύουν ότι αυτού του είδους η βία δε γνωρίζει κοινωνική τάξη κι ότι αυτά συμβαίνουν ‘και στις καλύτερες οικογένειες’ [1,2,3]. Επίσης, ξεχνάμε ότι όταν ρωτάμε τη συγκεκριμένη ερώτηση κατηγορούμε το θύμα για όσα έχει υποστεί και με αυτό τον τρόπο αποθαρρύνουμε άλλα θύματα από το να ζητήσουν βοήθεια. Μια βίαιη σχέση δεν είναι απλά μαθηματικά. Ο θύτης έχει φροντίσει πολλάκις να απομονώσει κοινωνικά το θύμα του, έχει προσπαθήσει να το περιορίσει οικονομικά, του έχει καλλιεργήσει το φόβο, την ενοχή, τη ντροπή και την ελπίδα ότι η κατάσταση θα αλλάξει. Ο κίνδυνος για την απώλεια της ζωής κατά την έξοδο από μια τέτοια σχέση είναι αρκετά μεγάλος [4].
Ύστερα, έχουμε την αναπαραγωγή ρατσιστικών στερεότυπων. Η μια από τις φόνισσες είναι Αλβανή και εκδίδεται. Μια άλλη από τις γυναίκες σκότωσε τον άνδρα της επειδή τον βρήκε στο κρεβάτι με Ρωσίδα κι η εισαγγελέας μαθαίνει ότι κι ο δικός της άνδρας πήγε με Ρωσίδα. Δε λέω ότι όλες οι αλλοδαπές είναι άγιες ή ότι δεν υπάρχουν γυναίκες που λειτουργούν με αυτόν τον τρόπο, αλλά ότι δεν είναι όλες έτσι. Αρκετές αλλοδαπές που γεννήθηκαν εδώ διέπρεψαν στο χώρο της εκπαίδευσης και προσφέρουν ακόμη στο κοινωνικό σύνολο. Οι άνδρες δε γουστάρουν μια γυναίκα μόνο λόγω συγκεκριμένης εθνικότητας. Αν είναι να πέσει το κέρατο, θα πέσει. Σκεφτείτε πόσο ενισχύεται ουσιαστικά η μονότονη αφήγηση που μας πλασάρουν τα ΜΜΕ ότι ξένος σημαίνει κακός. Η συγκεκριμένη κωμωδία –που δεν είναι κι η μόνη, αλλά αυτό δεν δικαιολογεί και τίποτα- επενδύει στην αφήγηση ότι «οι ξένοι φταίνε για τα βάσανά μας» κι ότι οι αλλοδαπές γυναίκες δεν έχουν αξία πέρα από το σεξ.
Τέλος, οι φίλτατοι Ρήγας και Αποστόλου, παρότι ομοφυλόφιλοι, θεώρησαν ξεκαρδιστικό να βάλουν στο έργο τους μια «κουνιώτα» που είχε σπουδάσει στο Σαν Φρανσίσκο –γνωστή πόλη για τον lgbt [4] πληθυσμό της- κι άνοιξε «πουστράδικο». Η λεγάμενη, ναι μεν είναι θηλυκή, αλλά δεν παύει να είναι ‘κυνηγός/αράχνη’ και την πέφτει αγρίως στην εισαγγελέα, θωπεύοντας ξανά και ξανά το πόδι της. Έχει δε βίσμα ικανό να τη βγάλει από τη φυλακή και να σταθεροποιήσει το αμόρε της ακόμη και να της δώσει προαγωγή. Γιατί, είπαμε «οι γκέι διοικούν». Και φυσικά, ενώ παντρεύτηκε άνδρα, πήγαινε μ’ ένα κάρο γυναίκες, γιατί ως γνωστόν «οι γκέι είναι σεξομανείς». Εδώ δεν ξέρω πραγματικά από πού ν’ αρχίσω. Ακόμα και αν αγνοήσουμε την αρνητική στάση της πολιτείας προς τα ΛΟΑΔ δικαιώματα -πράγμα το οποίο είναι απόδειξη για το κατά πόσον έχουμε “εξουσία”-, μπορούμε να αναφερθούμε στα καθημερινά προβλήματα που βιώνουμε στο χώρο εργασίας, στις οικογένειες μας και ακόμη παραπέρα. Ακόμα και η απλή πράξη του να πιάσουμε το χέρι του/της συντρόφου μας αντιμετωπίζεται ως προβολή των σεξουαλικών μας ‘διαστροφών’. Στην ελληνική τηλεόραση υπάρχουμε μόνο ως καρικατούρες με τις οποίες οι cis [5] ετεροφυλόφιλοι διασκεδάζουν. Όσο για τη ‘σεξομανία’, μπορεί ένα μέρος της κοινότητας να κάνει εφήμερες κι ‘επιπόλαιες’ επιλογές που ένας ετροφυλόφιλος θα έκανε χωρίς σχόλια αρνητικά, αλλά αν δει κανείς εικόνες από χώρες και πολιτείες που νομιμοποίησαν το γάμο θα δει πρώτα πρώτα τα γεροντάκια που έζησαν χρόνια ολόκληρα μαζί να τρέχουν να πιστοποιήσουν το δεσμό τους κι από το κράτος.
Οι Φόνισσες της Παπαδιαμάντη ως έργο είχε καλές ατάκες, είχε ένα αλληλέγγυο μήνυμα στο τέλος, αλλά έβγαλε χρήματα εκμεταλλευόμενο τις προκαταλήψεις του ευρέος κοινού, στις περισσότερες περιπτώσεις δεν τις κατέρριψε, κι άσκησε εμμέσως κοινωνικό bullying σε ευαίσθητες και ευπαθείς κοινωνικές ομάδες.
Υ.Γ.: Στη Ρόδο το γενικό εισιτήριο ήταν 18 ευρώ ενώ στην Αθήνα 15… Δεν ξέρω αν αυτό οφείλεται στο θίασο ή στους υπεύθυνους του θέατρου εδώ.
1.www.isotita.gr/var/uploads/PUBLICATIONS/GGIF%20PUBLICATIONS/FYLLADIO-ENDOOIKOGENEIAKH-BIA.pdf
2. http://www.antiviolence-net.eu/Booklet_Youth4Youth.pdf
3. https://www.ted.com/talks/leslie_morgan_steiner_why_domestic_violence_victims_don_t_leave
4. lgbt: ακρωνύμιο του lesbian, gay, bisexual, trans ή αλλιώς ΛΟΑΤ
5. σις ως αντίθετο του όρου τρανς, δηλαδή άτομα που ταυτίζονται με το φύλο που τους ανέθεσε η κοινωνία και στο σώμα στο οποίο γεννήθηκαν.
* Η Ίρις Αλεπουδέλη είναι αναγνώστρια της Πόρτας
1 Comment
cis καί trans. Γιά δές πού ἡ χημεία προσφέρει τήν ὁρολογία της στήν καθημερινότητά μας! Γιά τούς μή γνωρίζοντες, οἱ λέξεις cis και trans χρησιμοποιοῦνται στήν στερεοϊσομέρεια τῶν ὀργανικῶν ἑνώσεων. Σταματῶ πρίν ἀρχίσουν τά γραφόμενά μου νά μοιάζουν μέ ἀλαμπουρνέζικα.