Μια Επανάσταση
Σε εποχές πολιτικής κρίσης και πνευματικής παρακμής, υπάρχουν δύο τρόποι να τιμά κανείς μια ιστορική επέτειο. Η πρώτη, η συνήθης, αρέσκεται στα μεγάλα λόγια, στα καθιερωμένα μυθεύματα, στην ψυχολογική αναπλήρωση που κάνει υποφερτό το αβίωτο παρόν. Η άλλη, αυτή που τιμά πραγματικά το ήθος αυτών που δημιούργησαν την επέτειο, αναζητά με στοχασμό αλλά και πίστη να βρει τη δύναμη που οδηγεί τους ανθρώπους σε επιτεύγματα.
Δεν είναι εύκολο, σε συνθήκες όπως οι σημερινές, μα είναι δραματικά αναγκαίο να αναζητήσουμε λοιπόν τη βαθύτερη υπαρκτική μας ουσία, να ανακαλύψουμε ξανά το εσώτατο ήθος εκείνων που αποφάσισαν τον Μάρτιο του 1821 την επιστροφή ενός αρχαίου λαού στον σύγχρονο κόσμο. Για να γίνει αυτό θα πρέπει να απαλλαγούμε κατ’ αρχάς απ’ όσα κρατούν τα σύμβολα της εθνικής μνήμης εγκλωβισμένα σε μια στείρα πανηγυρική αντίληψη που θέλει να τα ανασύρει μια φορά τον χρόνο και να τα τοποθετεί στο βάθρο της τυπικής γιορτής. Θα πρέπει ν’ αναλάβουμε το τεράστιο αλλά και ευφρόσυνο βάρος της εσωτερίκευσης μιας ελληνικότητας που δεν είναι τυχαία ιδιότητα αλλά υποστασιακή μας συγκρότηση και συνειδητή εκλογή.
Γνωρίζουμε όλοι πως η Επανάσταση εκείνη δεν θα υπήρχε χωρίς το κήρυγμα του Ρήγα, χωρίς το πάθος του Ανωνύμου της Νομαρχίας και την αυτοθυσία των ηγετών της Φιλικής Εταιρίας, χωρίς τη θυσία των εκατοντάδων φοιτητών που έσπευσαν στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες. Πως ήταν μια επανάσταση εθνική αφού συμμετείχαν σε αυτή όλες οι τάξεις (κι αυτό ορίζει τι είναι εθνικό: όχι μια ιδεοληψία αλλά αυτό που ενώνει Έλληνες διαφορετικών τάξεων και ορίζεται τελικά από τη λαϊκή κυριαρχία), αλλά και μια επανάσταση κοινωνική αφού ο σκοπός ήταν ένα σύγχρονο κράτος κι όχι η απλή αντικατάσταση των Οθωμανών από «χριστιανούς τουρκίζοντας» (κατά τον προσφυή χαρακτηρισμό του Δημ. Υψηλάντη) κοτζαμπάσηδες. Αυτό που συχνά αποκρύπτουμε ωστόσο είναι τι εμπόδια έπρεπε να ξεπεράσει η Επανάσταση για να γίνει από Πόθος Πράξη.
Γνήσιος καρπός των παραδόσεων του ελληνικού λαού, υπό την επιρροή των νέων ιδεών του επαναστατικού φιλελευθερισμού και του δημοκρατικού εθνικισμού, η επανάσταση αυτή συνέτριψε μια σειρά από ιδεολογικά εμπόδια τα οποία έθεταν διάφορες πλευρές. Διότι ο δοσιλογισμός όσο και ο φόβος ποτέ δεν έλειψαν στην μακρά ελληνική Ιστορία. Και δεν αναφέρομαι μόνο στις σκοταδιστικές θεωρίες των Πατριαρχείων που με «Πατρικές Διδασκαλίες» πληροφορούσαν τους ραγιάδες ότι «ο άπειρος εν ελέει και πάνσοφος ημών Κύριος… ύψωσεν την βασιλείαν αυτήν των Οθωμανών περισσότερον από κάθε άλλην διά να αποδείξη αναμφιβόλως ότι θείω εγένετο βουλήματι και να πιστοποιήση πάντας τους πιστούς ότι με αυτόν τον τρόπον ηυδόκησε να οικονομήση το μέγα μυστήριον, την σωτηρίαν δηλαδή εις τους εκλεκτούς του λαούς…» ή σε κηρύγματα του τύπου ότι η γαλλική επανάσταση (που κατά τον Κολοκοτρώνη «άνοιξε τα μάτια του κόσμου»), «έφερεν πτωχείαν, φόνους, ζημίας, αρπαγάς, ανατροπήν των καλών διοικήσεων». Διότι δεν ήταν μόνο τα Πατριαρχεία και φρενοβλαβείς (αγιοποιηθέντες) μοναχοί όπως ο Αθανάσιος Πάριος (που έγραφε πως η «Θεία Πρόνοια ηλέησε το γένος των Χριστιανών» και προτού διαδοθούν οι ιδέες που κήρυσσαν ο Ρήγας και οι άλλοι «ελληνόφρονες» -έτσι υποτιμητικά τους αποκαλούσε-, «μάχαιραν εύρον μισθόν του παραλόγου ζήλου αυτών») ιδεολογικά στηρίγματα της Κατάκτησης. Ήταν και αρκετοί… διαφωτιστές.
Ας αναφέρουμε εδώ την περίπτωση του Δημήτριου Καταρτζή που θεωρούσε πως οι Έλληνες της εποχής του ήσαν ελεύθεροι («Εμείς συν Θεώ δεν ανήκομε στα αιχμάλωτα έθνη») και αν και «δεν μετέχουμε στη διοίκηση της πολιτείας των κρατούντων μας κατά πάντα, μ’ όλον τούτο δεν είμαστε σ’ αυτήνα με την ολότη αμέτοχοι», επικαλούμενος ως επιχείρημα τους Φαναριώτες που είχαν θέσεις στον διοικητικό μηχανισμό, τους ιεράρχες και τους αφεντάδες. Δικαίως ο Λ. Βρανούσης θα παρατηρήσει σχετικά με τα παραπάνω πως «ήταν κάπως δύσκολο να πεισθούν οι υπόδουλοι ότι δεν ανήκουν στα αιχμάλωτα έθνη επειδή λ.χ. ο βλάχμπεης είχε το μέγα προνόμιο να αντικρίζει ίσως κάποτε το ίδιο το πρόσωπο του σουλτάνου».
Δεν σταματά όμως εδώ ο Καταρτζής. Συνεχίζει, θεωρώντας πως και αν δεν έχουμε ελεύθερο κράτος, δεν πειράζει: «Εξ εναντίας περισσότερο πρέπει να την αγαπούμε την πλημμελή και αδύνατη πολιτεία μας παρά τα αυτόνομα έθνη την εδική τους που ευνομείται και ακμάζει». Παραθέτω το παράδειγμα αυτό ενός διαφωτιστή για να καταλάβουμε πόσο σύνθετα είναι τελικά όλα τα ιδεολογικά φαινόμενα, κάθε εποχής. Μήπως και ο πολύς Αδαμάντιος Κοραής δεν θεωρούσε «άωρον και απρόσεκτον» το Κίνημα του 1821;
Η Έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης είναι λοιπόν για τούτο πολλαπλά διδακτική. Γιατί είναι η λαϊκή ψυχή τελικά που επικαθορίζει την Ιστορία. Και για τούτο καμιά λύση στο σύγχρονο ελληνικό δράμα δεν είναι δυνατή χωρίς να φτάσουμε στα έσχατα, χωρίς μια Επανάσταση στην ίδια την λαϊκή ψυχή. Το Εικοσιένα έδειξε μέτρα έσχατα, έναντι των οποίων κάθε άνθρωπος του καιρού μας νιώθει δέος. Δέος απόστασης αλλά και λαχτάρα ομοίωσης αν θέλουμε κάποτε να τιμήσουμε εμπράκτως εκείνους τους αγωνιστές. Κι αυτό είναι τελικά το πρόπλασμα κάθε μελλοντικής ιστορίας όπως και κάθε αυθεντικής ύπαρξης. Γιατί χαρακτηριστική ιδιότητα αυτής της ύπαρξης είναι να θέτει την ελευθερία της πάνω και από την ίδια τη ζωή, όπως περίτρανα θα αποδειχθεί στο Μεσολόγγι. Γι’ αυτό ίσως το πρότυπο του 1821 φαίνεται σήμερα απλησίαστο. Και γι’ αυτό νιώθουμε τα πόδια μας κολλημένα στο βάλτο ενός αφόρητου και πολύμορφου κοτζαμπασισμού που δεν επιτρέπει καμιά Επανάσταση.