Επέτειο της Επανάστασής μας το 1821. Η φυσιογνωμία του νεαρού και εξαιρετικά ωραίου ποιητή ήρθε κατευθείαν στο μυαλό μου, ανάμεσα και μαζί με τους δικούς μας ήρωες, γιατί, ναι, οι Έλληνες ήρωες και πρωτεργάτες του ξεσηκωμού είναι σπουδαίοι άντρες, όμως, αυτός ο ξένος ήρθε με τη φλόγα της νιότης του να βοηθήσει τον δικό μας αγώνα και να αφήσει την τελευταία του πνοή εδώ, στην σκλαβωμένη ακόμη γη του Μεσολογγίου. Ο Διονύσιος Σολωμός συνέθεσε μια ωδή στη μνήμη του, ενώ ρίχτηκαν 36 κανονιές-όσα και τα χρόνια του- ξεκινώντας την ανατολή και ρίχνοντας μία κανονιά κάθε ένα λεπτό.
Ο Τζώρτζ Γκόρντον Μπάϋρον, 6ος Βαρώνος Μπάϋρον, που έμεινε γνωστός στη χώρα μας ως Λόρδος Βύρων, γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1788, ήταν ένας από τους κορυφαίους Άγγλους ποιητές και εκπροσώπους του ρομαντισμού και γνωστός για τη δράση του στην Ιταλία με το επαναστατικό κίνημα των Καρμπονάρων. Στην Ιταλία είχε πάει με τον πολύ στενό του φίλο και διάσημο ποιητή Πέρσυ Μπις Σέλεϋ και στην Πίζα γνώρισαν τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Ο ποιητής μας συνεννοήθηκε μαζί του να κατεβεί στην σκλαβωμένη Ελλάδα και να βοηθήσει στον αγώνα.
Ο πατέρας του,Τζών Μπάϋρον, ήταν πλοίαρχος του Βασιλικού Ναυτικού και η μητέρα του, Κάθριν Γκόρντον, ανήκε σε αριστοκρατική οικογένεια ( απόγονος του βασιλιά Εδουάρδου Γ΄, ωστόσο, όταν ο Τζώρτζ ήρθε στον κόσμο οι γονείς του είχαν κιόλας χωρίσει.
Γεννήθηκε με τη δεξιά του κνήμη κοντύτερη και τα πρώτα του χρόνια τα πέρασε στο Αμπερντίν της Σκωτίας μάλλον φτωχικά. Όταν το 1798 πέθανε ο αδελφός του παππού του Ουίλλιαμ Μπάυρον- ήταν γνωστός ως μοχθηρός Λόρδος- ο δεκάχρονος Τζώρτζ κληρονόμησε τον τίτλο του Βαρώνου. Η ζωή του άλλαξε και σπούδασε στο φημισμένο Κολλέγιο Τρίνιτυ του Καίμπριτζ, αν και ήταν,ίσως, ο χειρότερος σπουδαστής στα χρονικά του κολεγίου. Εξελίχθηκε σε δεινό κολυμβητή, λάτρη της γυμναστικής και μεγάλο εραστή που δεν δίστασε-μεταξύ άλλων- να δημιουργήσει σύγχρονες σχέσεις με δύο εξαδέλφες του.
Ανήσυχος, παρορμητικός και τυχωδιωκτικός, ξεκίνησε να περιπλανάται στη νότια Ευρώπη το 1809 (Πορτογαλία, Ισπανία, Ελλάδα, Τουρκία). Έμεινε σχεδόν δύο μήνες στην Αθήνα και ερωτεύθηκε την παιδίσκη Τερέζα Μακρή, κόρη του Έλληνα Προξένου, χάρη της οποίας έγραψε, και της χάρισε, το πασίγνωστο ποίημα «η κόρη των Αθηνών».
Πηγαίνοντας στην Άβυδο και γνωρίζοντας τον ελληνικό μύθο για τον Λέανδρο και την Ηρώ, θέλησε κι ίδιος να κολυμπήσει την θαλάσσια απόσταση, διασχίζοντας τον Ελλήσποντο, που διένυε ο μυθικός ήρωας για να δει την αγαπημένη του στο ιερό της Άρτεμης. Τα κατάφερε μια χαρά και μετά έγραψε το άλλο διάσημο ποίημα «η νύφη της Αβύδου».
Δεύτερη φορά, μετά από το διαζύγιό του και την πτώση της φήμης του,λόγω «κακής» διαγωγής, έρχεται και μένει στο Μεσολόγγι το 1823, υποστηρίζοντας οικονομικά τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Δημιουργεί ιδιωτικό στρατό από Σουλιώτες, ενώ διατηρεί αλληλογραφία με Άγγλους επιχειρηματίες, όπως ο Σάμιουελ Μπάρφ, για οικονομική ενίσχυση των επαναστατών. Ο αντίκτυπος στο εξωτερικό είναι φανταστικός, καθώς το φιλελληνικό κίνημα ανδρώνεται και ο ένοπλος αγώνας των Ελλήνων κεντρίζει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, ενώ στην Ελλάδα η συμμετοχή ενός ξένου αριστοκράτη στον αγώνα ενθουσιάζει τους επαναστατημένους.
«Χίλια χρόνια χρειάζονται για να φτιάξεις ένα κράτος και μια ώρα για να το γκρεμίσεις».