Απόψεις

Ξένος στον τόπο σου, του Δημήτρη Μπρούχου

Spread the love

 

 

Όταν μπροστά από καμμιά εικοσαριά χρόνια, βλέποντας την ανεξέλεγκτη ως αθρόα εισροή (λαθρο)-μεταναστών, κάποιοι λέγαμε πως θα’ ρθεί καιρός «έλληνες άνεργοι να ληστεύουν αλλοδαπό επιχειρηματία», ακουγόταν σαν ανέκδοτο. Πέρασαν βέβαια εικοσιπέντε χρόνια -καθώς τα μετράω καλύτερα-από την κατάπτυστη εκείνη χειραψία και χαμογελώ…

Εθελόβουλα και χωρίς περίσκεψη, λειτουργήσαμε εμείς οι ίδιοι ανθελληνικά.

«Τι λε ρε, που θα πληρώνω εγώ τον έλληνα τον κηφήνα κανονικό μεροκάματο με τα ΙΚΑ του, με τα σίκα του, για να είναι και με το ρολόι στο χέρι… Θα πάρω τον τάδε αλλοδαπό (δεν προσδιορίζω προέλευση αν και ο καθένας αντιλαμβάνεται), θα του δώσω ένα κομμάτι ψωμί, θα μου δουλεύει από τη νύχτα στη νύχτα και με σκυμμένο κεφάλι και τέλος».

Αυτή ήταν η κυρίαρχη αντίληψη, στην οποία αγκιστρώθηκαν και κάποιες υπηρεσίες του επίσημου κράτους, δήμοι, νομαρχίες, ιδρύματα, που απασχολούσαν στη «λάντζα» αλλοδαπούς. Αλλά πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού το ίδιο το κράτος τους έφερε, στην πραγματικότητα τους «έμπασε», τους αναγνώρισε ως έλληνες πολίτες, τους έδωσε εκλογικό βιβλιάριο για να τους κάνει « πελάτες » στα κόμματα (ή μάλλον σε συγκεκριμένα κόμματα) κι όταν αυτοί χόρτασαν και την είδαν διαφορετικά, να οι κακοί οι ξένοι, οι παραβατικοί, οι μαφίες και τα λοιπά και τα λοιπά που όλοι λίγο-πολύ γνωρίζουμε.

Δεν νομίζω ότι υπήρξε ιδιώτης, νοικοκυριό, επιχείρηση, εργολάβος, δήμος, που δεν απασχόλησε αλλοδαπούς (ιδίως δύο-τριών συγκεκριμένων προελεύσεων) για να τη βγάλει στο τζάμπα. Οχι από κοινωνική ευαισθησία , οίκτο ή φιλάνθρωπα αισθήματα αλλά από ταπεινά ελατήρια κέρδους και ΜΗ απόδοσης των νενομισμένων στους ανάλογους φορείς.

Ετσι, διαμορφώθηκε προοδευτικά μια κατάσταση, οι αλλοδαποί εδραιώθηκαν, οι πιο πολλοί από αυτούς που υπαινίσσομαι αφομοιώθηκαν από τις τοπικές κοινωνίες, άνοιξαν σπιτικά, κούτσα-κούτσα έστησαν το δικό τους μαγαζάκι και νά μαστε λοιπόν σε μια καινούργια πραγματικότητα… Η Ελλάδα του 50 και του 60, με τον απλό έλληνα μόλις να’χει βγεί από τα πέτρινα χρόνια, με τα όνειρο στα μάτια για ένα καλύτερο αύριο, ΔΟΥΛΕΨΕ… Και δούλεψε ΣΚΛΗΡΑ. Είτε πηλοφόρι στο γιαπί είτε σε μικρομάγαζα είτε διαβάζοντας-σπούδασε ΓΙΑ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ, όπως λέγανε κι οι παλιοί. Αλλοι πάλι, πήραν το δρόμο της ξενιτειάς κι όπου και να πήγαν πρόκοψαν κι έγιναν για τους εκεί ντόπιους παράδειγμα προς μίμηση.

Νοικοκύρηδες. Δεν είναι όμως προνόμιο του έλληνα η νοικοκυρωσύνη…

Όπως τότε, οι έλληνες, αναζήτησαν την τύχη τους σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης και διέπρεψαν, έτσι και στη φτωχή Ελλαδίτσα με τα πλούσια λαμόγια, κάποιοι από αυτούς τους αλλοδαπούς, με τα προσόντα του προνοητικού μέρμηγκα, ΠΡΟΚΟΨΑΝ!

Εις πείσμα των όψιμων ελληνολάγνων.

Αντίθετα, όλοι εκείνοι οι περίφημοι ΤΙΠΟΤΕΜΠΟΡΟΙ, με τις μαϊμού εταιρίες που κατασκύλευαν χρόνια ολόκληρα τις επιδοτήσεις, επενδύοντάς τες σε κότερα, Κηφισιές, Εκάλες, πανάκριβους προορισμούς, λιμουζίνες, ρόλεξ, έσκορτ σέρβις κλπ, που ελυωναν στη χαμαλοδουλειά για ψίχουλα «αλλοδαπούς», νομίζοντας ότι τους ξεγελούν με το τίποτα, έμειναν σχεδόν άνεργοι, κατέληξαν καταχρεωμένοι, αυτοί, που μιλούσαν με τα εκατομμύρια για μεροκάματο, κινδυνεύοντας να χάσουν ολοσχερώς (όσοι δεν τις έχασαν ήδη), τις περιουσίες που ΛΑΘΡΑ απέκτησαν από τις «μεσολαβήσεις», τις «μίζες» ,τις οφ σορ και τα παρεμφερή.

Έχει ο καιρός γυρίσματα…

Θα μου πείτε, δεν ήταν όλοι τέτοιοι. Οι δημόσιοι υπάλληλοι ας πούμε, οι ιδιωτικοί υπάλληλοι και λοιπές κατηγορίες «αναξιοπαθούντων», δεν έζησαν τέτοια ζωή.

Μη γελιέστε… Ο καθένας στο μέτρο του, έχει και την ευθύνη του. Ας μη θυμηθούμε πάλι τα φακελλάκια, τις πλασματικές υπερωρίες, τις πλασματικές εφημερίες, τις «αναπηρικές» συντάξεις και τα συναφή.

Στο αποτέλεσμα… Προσφυγή στη διεθνή τοκογλυφία, στην αδίστακτη υποτέλεια, στην άνευ όρων παραχώρηση γης και ύδατος προς τι; Για τη σωτηρία της χώρας, όπως λένε οι πουλημένοι μας επιβήτορες. Κι αντί να χτυπάμε αυτούς, διώχνοντάς τους ΚΛΩΤΣΗΔΟΝ, μας φταίνε οι αλλοδαποί.

Αν είχατε τα κότσια, ΑΣ ΜΗΝ ΤΟΥΣ ΦΕΡΝΑΤΕ! Εδώ που τα λέμε δηλαδή, ΚΑΛΑ ΠΟΥ ΤΟΥΣ ΦΕΡΑΤΕ. Σε αυτούς προβλέπω να καταφεύγετε ως άνεργοι, για να σας απασχολήσουν στις επιχειρήσεις τους. Αργά ή γρήγορα. Και με τους ίδιους όρους, που εσείς ως αφέντες τους αντιμετωπίσατε.

Οι Έλληνες που δούλεψαν πραγματικά, οι Έλληνες της ξενιτειάς και του μόχθου, που δε λογάριασαν ποτέ ωράρια, οι «ξένοι σε ξένο τόπο» ανάστησαν την ηρωική Ομογένεια απανταχού της γης. Ποιά είναι λοιπόν η διαφορά τους, με τους έλληνες της ημεδαπής;

Ότι τελικά ο κάθε ξένος στον κάθε γι αυτόν ξένο τόπο, εκμεταλλεύεται, προσαρμόζεται και αναδεικνύεται από το σύστημά του. Οι αλλοδαποί κι οι αλλοδαπές που αναμείχθηκαν με ντόπιους και κάναν δουλειές κι άνοιξαν σπιτικά και γέννησαν τα νέα ελληνόπουλα και βγάλαν φύτρα, φρόντισαν για το χάλι τους . Εκμεταλλεύτηκαν τη δύναμη και τις αδυναμίες του όποιου συστήματος. ΑΥΤΟΙ, είναι η Ελλάδα του αύριο.

Έτσι τη θέλησαν οι άχρηστοι, τελικά οι ξύπνιοι, που απομύζησαν από τον Έλληνα όλη τη δημιουργική του ενέργεια, βάζοντάς τον να χτίζει ουρανοξύστες χωρίς θεμέλια.

Βάζοντάς τον να «παίζει» αντί να επενδύει στο χρηματιστήριο, αφού του διασφάλισαν ότι μπορεί να το κάνει κι αν ακόμα δεν έχει τη δυνατότητα.

Εξασφαλίζοντάς του απλόχερα καταναλωτικά και πάσης άλλης φύσεως δάνεια, για να φτάσουμε εδώ που φτάσαμε.

Νομίζοντας ότι αυτά που είχαμε στην τσέπη μας, ήταν και δικά μας.

Για να κάνουμε μια ζωή που δεν μας άξιζε, γιατί δεν τη δικαιούμασταν, επειδή ΔΕΝ ΕΙΧΑΜΕ ΔΟΥΛΕΨΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΤΗΝ ΕΧΟΥΜΕ.

Και καλείται τώρα ο νέο-έλληνας ,ω ς κατά Χριστόν σαλός, να διαχειριστεί τη νέα του υπόσταση: του νεο-βλάκα, του εξελιγμένου σε νέο-πτωχο πάλαι ποτέ νέο-πλουτου, του νεο-άνεργου, του νεο-χρεωκοπημένου, του νεο-άστεγου.

Του όμως πεισματικά εμμένοντος και επιμένοντος ά-μυαλου, προσκολλημένου στο γνωστό κομματικό χασαπιό. Κοπρόσκυλο δηλαδή. Με τους αρχιχασάπηδες, αντί για κόκκαλο, να του δίνουν υποσχέσεις ΑΚΟΜΑ… Και να τον σπρώχνουν από πόρτα σε πόρτα να ψάχνει δουλειά, στις επιχειρήσεις αυτών που μέχρι χθες είχε για δούλους. Για το αντίστοιχο τίποτα.

Να νοιώθει ξένος στον τόπο του.

Έτσι τά ‘ φερε η τύχη, θα πει κάποιος.

Έλα, μεγάλε, ΣΥΝΕΛΘΕ…

ΤΥΧΗ, ΕΙΝΑΙ Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΜΑΣ…

 

 

Ο Δημήτρης Μπρούχος είναι ποιητής και στιχουργός. 

SHARE
RELATED POSTS
Το τούμπο, του Βαγγέλη Παυλίδη
Αιθιοπία: κορίτσι 12 χρόνων, της Τζίνας Δαβιλά
Ετσι μού’ρχεται να το πετάξω το ρημάδι το iPhone!, του Στάθη Παναγιωτόπουλου

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.