Κωνσταντίνος Ι. Δεσποτόπουλος
8 Φεβρουαρίου 1913 – 7 Φεβρουαρίου 2016
Επειδή ένα ψυχρό βιογραφικό δεν λέει τίποτε, ειδικά για ανθρώπους που την κατάλληλη στιγμή είχαν το σθένος να πούνε το μεγάλο «Όχι» (σήμερα που ένα σωρό πανεπιστημιακοί, και όχι του δικού του βεληνεκούς, εύκολα και, σε απείρως ευνοϊκότερες συνθήκες, σέρνονται πίσω από τα βολεμένα «ναι» της καρέκλας τους), ιδού μια σκηνή από Το Χαστουκόδεντρο που επιχειρεί να ζωντανέψει το «Όχι» του Δεσποτόπουλου σε άλλους καιρούς.
“…Ο στρατοπεδάρχης Μακρονήσου, συνταγματάρχης Δαούλης, πιο γνωστός με το παρατσούκλι «Γάτος», είχε αναθέσει στον κρατούμενο του Στρατοπέδου Δημοκρατικών Αξιωματικών, τον Κωνσταντίνο Δεσποτόπουλο, υφηγητή Φιλοσοφίας του Δικαίου, να εκφωνήσει τον πανηγυρικό της ημέρας. Φιλόσοφος είναι, σου λέει, κομμουνιστής δεν είναι σου λέει, ας μην υπογράφει δήλωση, αυτό γίνεται από βλακεία του (ακούς, για λόγους ατομικής αξιοπρέπειας, το χαϊβάνι!), εντάξει, δεν μπορεί, θα μας φτιάξει έναν ωραίο λόγο για την περίσταση. Άγια Λαύρα, Κρυφό σχολειό, Κολοκοτρώνης, η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει, αυτά.
Όμως ο πανηγυρικός δεν περιλάμβανε τίποτε από αυτά τα στοιχειώδη υλικά, ούτε λιγάκι ζήτω η πατρίς και το έθνος. Ο Γάτος, όσο προχωρούσε ο λόγος, έβγαζε το πηλίκιο ξανά και ξανά σαν για να στρώσει τα μαλλιά του, ίδρωνε, έριχνε κλεφτές ματιές, μια προς την πολιτική ηγεσία που άκουγε ανόρεχτα, μια προς τον ομιλητή, μια προς τον ουρανό. Κάποια στιγμή ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι του, δεν άντεξε. Δεν έφτανε που η κυβέρνηση δεν τον είχε τιμήσει με την επίσκεψη κάποιου υψηλόβαθμου πολιτικού, ακυρώνοντας έτσι όλη τη μεγαλειώδη προετοιμασία του, τώρα είχε κι αυτόν τον γραμματιζούμενο με τις αμπελοφιλοσοφίες του, που δυσκολευόσουν να εξηγήσεις γιατί είναι αντεθνικές. Χάνοντας εντελώς την ψυχραιμία του, φώναξε ένα στεντόρειο «Σκάσε επιτέλους!» στον ηρωικό Δεσποτόπουλο και αποχώρησε από τη γιορτή αφήνοντας τους πάντες εμβρόντητους. Μπροστά στους εκπροσώπους της κυβέρνησης οι αλφαμίτες δεν τόλμησαν να ορμήσουν στον καθηγητή. Ο τελευταίος, απτόητος, τη στιγμή ακριβώς που ο Γάτος σέρνοντας σκόνη με τα πόδια του περνούσε σαν τιμωρημένος μαθητής κάτω από τη θεόρατη αψίδα η Μακρόνησος σας καλωσορίζει, τέλειωσε τον λόγο του με ένα συγκινημένο Ζήτω η Ελευθερία! που επανέλαβαν ξανά και ξανά Ζήτω η– και ξανά Ζήτω η– με μια παλλόμενη, ουρανομήκη, σχεδόν αγριεμένη κραυγή, χιλιάδες οπλίτες και ιδιώτες μαζί: η Ελευ-θε-ρία! Ξανά και ξανά και ξανά. Οι λεγεώνες των βασανισμένων σταμάτησαν μονάχα όταν τα μεγάφωνα άρχισαν να παίζουν στη διαπασών τα γερασμένα εμβατήρια της βαρβαρότητας”.
(απόσπασμα από το μυθιστόρημα Το Χαστουκόδεντρο, 2012, κεφ. Tormentum, εδάφιο: «Κατασκήνωση», σ. 140-141)