Με αυτόν τον χαρακτηρισμό, «ο στιχουργός των φτωχών», είχε χαρακτηρίσει η δημοσιογράφος Στέλλα Βλαχογιάννη σε μια δισκοκριτική της τον Ηλία Κατσούλη. Και είχε απόλυτο δίκιο. Δεν νομίζω ότι κάποιος του ζήτησε στίχους του και δεν κάθισε αμέσως να τους γράψει. Η στιχουργική ήταν γι΄αυτόν ένα πολύ ενδιαφέρον παιχνίδι που του επέτρεπε να μπεί στον ρόλο του άλλου. Καθηγητής φιλόλογος, άνθρωπος χαμηλών τόνων, δεν έγραψε ποτέ στίχους για να βγάλει χρήματα, σε αντίθεση με τους περισσότερους από τους ομότεχνούς του. Αυτό που τον ενδιέφερε, πάνω απ΄όλα, ήταν το αποτέλεσμα, να γραφεί , δηλαδή, ένα καλό τραγούδι. Χαιρόταν σαν μικρό παιδί όταν το άκουγε έτοιμο.
Πρωτογνωριστήκαμε το 1991,όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος «Λέξεις μυστικές» από τον «Σείριο» του Μάνου Χατζιδάκι. Η μουσική ήταν του Τάσου Γκρούς, οι στίχοι του Ηλία Κατσούλη και ερμηνευτής ήταν ο Κωνσταντίνος Χατζημιχάλης. Κάνοντας εκπομπή τότε για το ελληνικό τραγούδι, κάθε δίσκος που κυκλοφορούσε από τον «Σείριο», ήταν αυτονόητο ότι τύχαινε προσεκτικής ακρόασης. Το αποτέλεσμα ήταν να «κολλήσω» τουλάχιστον σε ένα από τα τραγούδια του δίσκου που είχε τίτλο «Χαλκίδα». Ναί, σωστά καταλάβατε, ήταν το τραγούδι που έγινε πολύ μεγάλη επιτυχία αργότερα από την φωνή του Μανώλη Λιδάκη. Το ίδιο βράδυ, λοιπόν, έπαιξα στην εκπομπή την «Χαλκίδα» και κάποια άλλα τραγούδια, παρουσιάζοντας τον δίσκο. Τελειώνοντας την εκπομπή, με πήρε τηλέφωνο ένας ευγενέστατος κύριος που μού είπε ότι είναι ο Ηλίας Κατσούλης και με ευχαρίστησε για τα καλά λόγια που είπα. Φυσικά τα έχασα, δεν είχα συνηθίσει να με παίρνουν τηλέφωνο για να με ευχαριστήσουν δημιουργοί που εκτιμούσα, και αφού είπαμε κάποιες ευγενικές κουβέντες, όπως συνηθίζεται, μού είπε ότι ακούει στο ραδιόφωνο την εκπομπή μου σε τακτική βάση, και πώς είναι πολύ καλή. Εκεί τα έχασα περισσότερο, τον ευχαρίστησε για τα καλά του λόγια και εκεί τελείωσε η πρώτη μας συνομιλία, έστω από τηλεφώνου. Από εκείνο το βράδυ και μετά, ήξερα ότι ανάμεσα στους ακροατές μου ήταν και ο Ηλίας Κατσούλης.
Από έναν κοινό φίλο, τον Γιάννη Νικολάου, έμαθα ότι ήταν φανατικός ακροατής του ραδιοφώνου και άκουγε πολύ, ιδίως τις βραδινές ώρες. Γνωριστήκαμε από κοντά, στην παρουσίαση κάποιου δίσκου, και από τις πρώτες κουβέντες που ανταλλάξαμε, ένοιωθα σαν να μιλούσα σε έναν φίλο, σε έναν άνθρωπο που γνώριζα πολλά χρόνια. Ταπεινός στην συμπεριφορά, δεν είχε καμμία απολύτως σχέση με άλλους δημιουργούς που γνώρισα εκείνη την εποχή. Διαθέτοντας μια ουσιαστική μόρφωση, φιλόλογος βλέπετε, δεν είχε την ανάγκη να αποδείξει τίποτα. Κάποια στιγμή, στα χρόνια της δεκαετίας του ΄90 έπεσε η ιδέα να γίνει ένας καινούργιος δίσκος με ερμηνεύτρια, μια παλιότερη σπουδαία τραγουδίστρια. Την Ρένα Κουμιώτη. Οι περισσότεροι ομότεχνοί του που απευθύνθηκα τότε για να γράψουν καινούργια τραγούδια, δεν το έκαναν, λέγοντας κάτι του τύπου «Έλα μωρέ, πού την θυμήθηκες τώρα;» Ο Ηλίας, αντίθετα, σε δυό μέρες μέσα έγραψε αυτούς τους στίχους και μου τους έστειλε
«Σαν χελιδονάκι μήνα Μάρτη
Άνοιξα του φεγγαριού το χάρτη
Τόπους της αγάπης να φωτίσω
Κι είπα στην καρδιά σου να γυρίσω.
Κόρη του γυαλού με λέν οι φίλοι
Βρήκα το θαλασσινό τριφύλλι
Και γλυκά τραγούδια που τις νύχτες
Σταματούν του ρολογιού τους δείκτες.
Βρέ ντουνιά πικρέ τα περιστέρια
Βρίσκουν τα παλιά τους τα λημέρια
Κι αν τα κυνηγάς ξαναγυρίζουν
Στης καρδιάς τα μέρη φτερουγίζουν.»
Όπως καταλαβαίνετε, πολύ απλά πήρε τίτλους από τραγούδια της Ρένας Κουμιώτη και έκανε ένα καινούργιο. Ο δίσκος, για ανεξάρτητους λόγους, δεν έγινε ποτέ, και το χαρτί με τους στίχους, γραμμένους με τα καλλιγραφικά γράμματα του Ηλία και ημερομηνία 21.7.94, έμεινε κλεισμένο στο συρτάρι μου, μέχρι σήμερα.
Εν τω μεταξύ, τα τραγούδια που έγραφε γίνονταν επιτυχίες. Ο Μανώλης Λιδάκης τραγούδησε την «Χαλκίδα» , κάνοντάς την επιτυχία, ο Παντελής Θαλασσινός μελοποίησε «Τα Σμυρνέικα τραγούδια» και πολλά άλλα, η Χάρις Αλεξίου «Δεν την αντέχεις εύκολα την άνοιξη», ο Γιώργος Νταλάρας, η Βούλα Σαββίδη, η Αναστασία Μουτσάτσου, ο Γεράσιμος Ανδρεάτος, η Γλυκερία, η Μελίνα Κανά, ο Γιώργος Μαργαρίτης, ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, ο Διονύσης Τσακνής, ο Βασίλης Σκουλάς, η Αρετή Κετιμέ, η Πίτσα Παπαδοπούλου, η Δήμητρα Παπίου, ο Γιάννης Νικολάου, ο Αντώνης Καλογιάννης, η Μαρία Φαραντούρη, η Δήμητρα Γαλάνη, ο Γιάννης Πουλόπουλος και… και …και…
Εν τω μεταξύ πήρε σύνταξη πιά, και τον συναντούσε κανείς πολύ συχνά σε διάφορα κεντρικά καφέ με παρέα ή μόνο με το αιώνιο τσιγάρο του στο χέρι. Νοσταλγούσε συχνά το σχολείο και τους μαθητές του, που του έλλειπαν πολύ, αλλά είχε πιά χρόνο για να αφοσιωθεί πλήρως στην στιχουργική του.
Κάποια στιγμή, χρειάστηκε να γράψει ένα βιογραφικό σημείωμα και έγραψε τα εξής:
«Γενέθλιος τόπος ένα ωραίο παραλιακό χωριό της Κορινθίας-Λουτρό-.Μπορεί και Σμύρνη, Πόλη, Αλεξάνδρεια, Οδησσός, σε προηγούμενες ζωές-αλλοιώς δεν εξηγείται η λατρεία που τους έχει. Έτος γεννήσεως, δεν συνηθίζεται τελευταία στα βιογραφικά, αλλά εύκολα υπολογίζει κανείς από τα συμφραζόμενα. Σπουδες. Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρομία. Τυχερός που υπηρέτησε δύο αγάπες. Το σχολείο ως καθηγητής από το 1967 έως το 2001 και το τραγούδι ως στιχουργός από το 1984. Στο χώρο αυτό βρέθηκε συμπτωματικά και χωρίς να το καταλάβει μετράει περισσότερα από 350 τραγούδια στη δισκογραφία, αλλά χωρίς τη γνωριμία του με τον Παντελή Θαλασσινό κανείς δεν θα του ζητούσε τώρα βιογραφικό. Αγάπες. τα βιβλία, η μουσική, το ποδόσφαιρο (ΑΕΚ και όλες οι προσφυγικές ομάδες) οι φίλοι (πολλοί και εκλεκτοί), και –δυστυχώς-το τσιγάρο. Πλήρης εξάρτηση. […] Έχω γράψει 280 τραγούδια, ίσως και παραπάνω. Ούτε κι εγώ το πιστεύω πως είναι τόσα. Μου φαίνεται σαν να αφορά κάποιον άλλο αυτό τα πράγμα, όχι εμένα. Τον πρώτο καιρό μου φαινόταν απίστευτο, γιατί ήταν ένα όνειρό μου να γράψω τραγούδια. Η συγκίνησή μου, όμως, ήταν μεγάλη, όταν άκουσα για πρώτη φορά στο «Θέατρο Βράχων» τον Λιδάκη να τραγουδάει την «Χαλκίδα», και είδα την ανταπόκριση του κόσμου ή όταν μετά την συναυλία στο θέατρο «Πόρτα» έβγαινε ο κόσμος τραγουδώντας «η ψυχή μου θα σαλπάρει, στα νερά τα σκοτεινά». Είναι ωραίο να ακούς λόγια που έχεις σκεφτεί, που έχεις γράψει, να τα τραγουδάνε άλλοι άνθρωποι. Είναι πολύ όμορφο να μοιράζεσαι το αίσθημά σου να ακούς έναν κόσμο να λέει και να συγκινείται με κάτι που σε έχει συγκινήσει. Δεν το λέω από ματαιοδοξία. Δεν είμαι ματαιόδοξος, ούτε έχω καμμία επιθυμία μεταθανάτιας υστεροφημίας. Το θέμα είναι να τα ακούς όσο ζείς και να τα χαίρεσαι”.
Αυτός ήταν ο Ηλίας Κατσούλης με δικά του λόγια. Τελευταία του δουλειά το εκπληκτικό “Carte Postale”, σε μουσική του Νότη Μαυρουδή. Βρεθήκαμε τυχαία όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος με την υπόσχεση να τον παρουσιάσουμε μαζί στο ραδιόφωνο. Δεν το κάναμε. Η δουλειά που τρέχει πολλές φορές σε παίρνει από κάτω. Δεν προλάβαμε. Ήρθε η αρρώστια. Ο Ηλίας Κατσούλης έφυγε σε ηλικία 68 ετών στις 21 Αυγούστου 2008. Ενας αιώνιος έφηβος, που δεν πρόλαβε να γράψει τα πιο καλά του στιχάκια. Καί ένας άνθρωπος σπάνιος. Που δεν κράτησε ποτέ κακία σε κανέναν. Αν υπάρχει Παράδεισος, εκεί θα είναι και θα μας κοιτάει από ψηλά χαμογελώντας, με το αιώνιο τσιγάρο του στα χείλη.
Γειά σου Ηλία. Καί να είσαι σίγουρος ότι οι στίχοι σου που έγιναν τραγούδια, θα τραγουδιούνται πάντα όσο θα υπάρχουν Έλληνες. Δεν έκανες τις μεγάλες τομές στην ελληνική στιχουργία, αλλά έγραψες έντιμα και αληθινά. Το συναίσθημά σου ήταν πάνω από όλα. Και στην τελική, αυτό μετράει. Όλοι όσοι σε γνωρίσαμε θα σε θυμόμαστε πάντα.
Υ.Γ. Στο video clip «των Σμυρνέικων τραγουδιών», τραγουδά, βέβαια ο Παντελής Θαλασσινός, αλλά στον ρόλο του παππού που κάθεται στο παγκάκι και θυμάται είναι ο Ηλίας Κατσούλης. Κάπως έτσι θα τον θυμόμαστε.
Ο Άγγελος Κουτσούκης είναι ραδιοφωνικός παραγωγός και δημοσιογράφος.