* Ο Μάνος Στεφανίδης είναι Ιστορικός Τέχνης
και Αναπληρωτής Καθηγητής
στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Οι εθνικές ψυχώσεις μας: κινητά και φραπέδες. Κυκλοφορούμε κρατώντας ένα πλαστικό κύπελλο και σκαλίζοντας ένα κινητό. Λες και φοβόμαστε να μείνουμε μόνοι με τον εαυτό μας. Ο φραπές γίνεται άλλοθι ευχαρίστησης, σωσίβιο στον πέλαγο της καθημερινότητας που τη μαστίζει η κρίση. Η παρουσία του φραπέ ακόμα και στα περίπολα της αστυνομίας πείθει ότι είναι κάτι περισσότερο από ένα από αφέψημα, μια συνήθεια κοινωνική, μια “πόζα”, όπως θα ‘λεγε ο Richard Ellman, ή ένα habitus κατά Bourdieu (προδιάθεση). Ούτε πάλι πρόκειται για απλή εξάρτηση (όπως φερ’ ειπείν η μανία των νέων με τα κοκα-κολούχα).
Κατά τη γνώμη μου ο φραπές είναι το σύμβολο μιας άρνησης. Ο φορέας του δηλώνει ότι απέχει, ότι διακόπτει, έστω κι αν τίποτε εργάζεται ή οφείλει να εργάζεται. Είναι στάση, κυριολεκτικά, ζωής. Γι αυτό και επιχωριάζει στις δημόσιες υπηρεσίες, όπου ως γνωστόν όταν δεν θάλλει η μίζα, ανθεί η λευκή απεργία. Πίνω φραπέ και μάλιστα κουβαλάω το πλαστικό ποτηράκι παντού, στο δρόμο, το λεωφορείο, στο αμφιθέατρο, στη διαδήλωση (συχνά μετά κομβολογίου!) σημαίνει “είμαι και δεν είμαι εδώ”, “θα ήθελα να ήμουν αλλού”, “ανήκω αλλού”, “εκπροσωπώ την ελάσσονα προσπάθεια, την συνεχή σχόλη, τις αδιάκοπες διακοπές”. Εν τέλει ο φραπές αναδεικνύεται σε αλληγορία της χαράς της ζωής και σε ό, τι απελευθερώνει τον χρήστη από οποιαδήποτε υποχρέωση ή καταναγκασμό. Είναι η σημαία της ιδιότυπης, ιδιόχρηστης ελευθερίας μικροαστικού τύπου που φοριέται και σαν εσάρπα ή κασκόλ. Αυτή η ακηδία, ο γενικός συμψηφισμός και η γενική παραίτηση μας έφεραν ως εδώ. Που μας καθόρισαν οντολογικά μέσα από το “καταναλώνω άρα υπάρχω”, καταργώντας στην πράξη την όποια συλλογικότητα.
Οι πάντες, λοιπόν, πίνουν παντού φραπέ. Στο μετρό πάλι, όχι επειδή απαγορεύεται. Μοιάζει σχεδόν μεταφυσικό. Οι απαγορεύσεις του μετρό είναι ο μόνος θεσμός στον οποίον οι Έλληνες υπακούουν αδιαμαρτύρητα. Πρόκειται απλώς για τον εθνικό μας χατζηαβατισμό, το σύμπλεγμα της κότας που μας κατατρύχει ή το μετρό στο συλλογικό υποσυνείδητο αντιπροσωπεύει την ύψιστη τελειότητα, την άψογη χρήση, το ίδιο το πρόταγμα της νεοτερικής ουτοπίας ενσαρκωμένο; Αλλά για να δούμε τι σημαίνει “καφές” σημειολογικά (για να θυμηθούμε και τον Χικμέτ); Διάλειμμα, ξεκούραση, διακοπές, ανάπαυλα. Άρα όλοι αυτοί με τον φραπέ στο χέρι επί ώρες, ακόμα τα περίπολα της ΕΛΑΣ, είναι σαν να λένε: “Εμείς εργαζόμαστε μεν αλλά κάνουμε και διάλειμμα. Ή, καλύτερα, επιμηκύνουμε το χρόνο διακοπών εντός της εργασίας μας. Είμαστε εδώ και αλλού. Επεκτείνοντας την ιδεολογία και τη μεταφυσική της “διασκέδασης”, παντού…
Έτσι οι φραπεδούχοι χαλαροζόμπι αναδεικνύονται σε ασυμβίβαστους αδειούχους της όποιας καθημερινότητας, τα παιδιά εκείνης της ζωής που είναι βιώσιμη μόνον όταν παραμένει αδρανής. Σαν στεκούμενο νερό. Και τώρα που ακραγγίζουμε χαρακτηριστικά που αφορούν σ’ ολόκληρη την κοινωνία μας. Αυτήν που έχει εθισθεί δραματικά να μην παράγει τίποτε αλλά να επιθυμεί τα πάντα. Η επικράτεια του φραπέ δονείται μοιραία από την ακράτεια της κατανάλωσης και τα χειρότερα δεν έχουν αφιχθεί ακόμη….
ΥΓ. 1 Τουλάχιστον οι δημοκράτες του φραπέ είναι επιτηδευμένα χαρούμενοι. Ενώ όλοι οι άλλοι, οι σύνευνοι της καθημερινότητας μας είναι μουτρωμένοι, κατηφείς, επιθετικοί, αγενείς. Κι αυτή η συμπεριφορά δεν είναι προϊόν της κρίσης. Αντιθέτως, προέρχεται από την εποχή της ατομιστικής ευμάρειας. Τότε που εκδηλωνόταν ο χειρότερος ρατσισμός των Ελλήνων: Εναντίον σε Έλληνες. Το “εγώ” μας über alles!
ΥΓ.2 Ακούω τον Γιωργάκη και τους ομοίους του να διατυμπανίζουν συχνά και με στόμφο ότι δεν χρωστούν τίποτε σε κανένα και τρελαίνομαι. Γιατί εγώ χρωστάω παντού: στον μπακάλη, στο μανάβη, στον φούρναρη, στις τράπεζες, στη πεθερά μου. Ομοίως όπως χρωστάει κι όλη η χώρα. Και μάλιστα χρωστάει παντού. Φαίνεται πως από την εποχή των χοντροζόμπι Κωστάκη ή Πάγκαλου περάσαμε στην εποχή των λεβεντοζόμπι. Δηλαδή στην βασιλεία της απόλυτης αμνησίας όπου ο καθένας μπορεί να λέει απολύτως ό, τι γουστάρει. Κι έπειτα να παραγγέλνει κι ένα φραπέ…
ΥΓ.3 Καταπληκτικός ο Βενιζέλος! Τα κατάφερε έτσι ώστε και όταν ακόμη λέει κάτι σωστό, να μην τον παίρνει κανείς στα σοβαρά. Και να τον χλευάζει κι από πάνω η χρυσαυγίτικη γλίτσα. Ασφαλώς επειδή όσοι χρόνια τώρα ράβουν και κόβουν το Σύνταγμα στα μέτρα τους σαν να ήταν κουρελόχαρτο, δεν έχουν πια κανένα κύρος ώστε να παρουσιάζονται ως σωτήρες των θεσμών και της Δημοκρατίας. Το μόνο που καταφέρνουν είναι να διαφημίζουν έτι περαιτέρω στα μάτια ενός κανιβαλικού συρφετού τον εγχώριο φασισμό. Οι σοβαροφανείς πόζες του προέδρου ενός καταμαδημένου Πασόκ μόνο θυμηδία, πλέον, προκαλούν. Το ‘χουμε ξαναπεί: Μπορεί κάποιοι να μην έχουν συνείδηση Ιστορίας αλλά η Ιστορία δεν ξεχνάει ποτέ τα υποκείμενα της όσο ασυνείδητα κι αν είναι, τα τελευταία…
ΥΓ. 4 Αυτόν τον τρόμο Ιστορίας οφείλει να επιδείξει σήμερα η Αριστερά και να μην εξαντλεί την δυναμική της σε τακτικισμούς και λαϊκιστικές εξαπλουστεύσεις. Η πολιτική της είναι δύσκολη, επώδυνη αλλά ορθή. Αυτή τη πολιτική οφείλει να μεταλαμπαδεύσει μεθοδικά και πέραν των παραδοσιακών ψηφοφόρων της. Σ’ ένα κοινό κατά βάθος συντηρητικό που την υποστηρίζει σήμερα περιστασιακά, κακομαθημένο από την πελατειακή νοοτροπία που καλλιεργούσε ξεδιάντροπα και επί δεκαετίες ο δικομματισμός. Κι εδώ αρχίζουν τα δύσκολα: Εφόσον δεν έγιναν αιφνιδίως όλοι σοσιαλιστές! Ιδού λοιπόν το πρόβλημα: Αριστερά σημαίνει ανατροπή κι ευαισθησία κι όχι διατήρηση των συμφερόντων ορισμένων συντεχνιών. Και κυρίως δεν σημαίνει κολακεία όλων εκείνων που έμαθαν να είναι αντιπαραγωγικοί, βολεμένοι, θεσιθήρες, αργόμισθοι, εραστές της ήσσονος προσπάθειας, “ιδεολόγοι” της καρέκλας και της ευκολίας. Δημοκράτες του φραπέ…
Y.Γ. 5 Η αστυνομία όταν δεν πίνει φραπέ, δέρνει. Αυτό το ξέρουν καλά θεσμοί όπως η “Διεθνής Αμνηστία” . Εμείς οι ιθαγενείς το μαθαίνουμε όταν στραβώσει κάτι και η εισαγγελία διατάξει τη δημοσιοποίηση φωτογραφιών των συλληφθέντων. Τότε κανένα μακιγιάζ ή photoshop δε μπορεί να κρύψει την οδυνηρή, για το νομικό και πολιτικό μας πολιτισμό, πραγματικότητα .
Και βέβαια επ’ ουδενί νομιμοποιούμε την τρομοκρατία ή οποιαδήποτε μορφή βίας. Όμως αυτή η γενιά των εικοσάρηδων δεν έχει να περιμένει τίποτα και από κανένα. Και γι αυτό το τεράστιο έγκλημα κανείς, φευ, από την πολιτική ή την πνευματική ηγεσία δε θα λογοδοτήσει.