Ήτανε λέει σε μια πλατεία, σαν εκείνη τη μεγάλη, στο κέντρο των Τιράνων. Όχι, μάλλον έμοιαζε πιο πολύ με την πιάτσα Γκαριμπάλντι, στο Μεξικό Σίτι. Εκεί που πηγαίνουν οι Μαριάτσι, φορούν στολές, παίζουν και τραγουδούν σε φίλους και ταξιδιώτες τη ξακουστή μουσική τους.
Κάθε φορά που έβλεπε αυτό το όνειρο ήταν φτυστός κάποιος από τους γείτονές του. Κάθε φορά και κάποιος άλλος άνθρωπος.
Σα να φορούσε τη σάρκα ενός κακομούτσουνου, ενός εξαθλιωμένου φτωχού ή ενός ευγενικού αστού που χόρευε λίγο άτσαλα, όμως τόσο ελικρινά και ανέμελα. Κάποια άσχετη στιγμή πεταγόταν ένα αναμμένο σπίρτο και αυτόματα εκείνος άρπαζε φωτιά, έμοιαζε με λαμπάδα.
Το πιο παράδοξο δεν ήταν οι φλόγες, ήταν εκείνος ο κόσμος που στεκόταν παραδίπλα και όσο καιγόταν τον κοιτούσε με λύπη, με μια σχετική συμπάθεια, αλλά δεν έκανε καμμιά κίνηση, έστεκαν βουβοί και ζέσταιναν το κοκκαλάκι τους. Μονάχα όταν άρχιζε να μυρίζει, να βρωμοκοπά μια καρβουνιασμένη σάρκα, τότε οι υπόλοιποι έπιαναν τις μύτες τους και άνοιγαν δρόμο με μεγάλες δρασκελιές.
Δεν μπορούσε να το ερμηνεύσει, έβλεπε το ίδιο όνειρο για πολλά χρόνια και έψαχνε στα σύμβολα κάποια κρυφά μηνύματα.
Μονάχα όταν σου τύχει η στραβή, όταν ανάψεις, τότε πια καταλαβαίνεις ότι οι περισσότεροι που βρίσκονται τριγύρω σου ζεσταίνονται μέσα από τη δική σου φωτιά.
Δεν χρειάζεται να ψάξεις πολύ, μια ανάσα από σένα, δεκάδες περιπτώσεις συνανθρώπων εξακολουθούν να τσουρουφλίζονται, να καταπίνουν αμίλητοι τις στάχτες τους.
Είναι παράξενο, όμως αυτοί έχουν περισσότερο φιλότιμο από πολλούς «τακτοποιημένους» φωνακλάδες.
Όμως με τα όνειρα αϊντε να φτάσεις μέχρι να χαράξει, εκεί και με το πρώτο φως ξυπνούν οι ανάγκες και σκούζουν σα πεινασμένες γάτες.
Το πιο σκληρό, το τρίτο μνημόνιο ζυγώνει και μοιάζει με μια βαριά ταφόπλακα για τα ήδη αποτεφρωμένα κορμιά, όσο για τους υπόλοιπους, εκείνους που μέχρι σήμερα κάτι γλύτωσαν, θα γίνει το αδιάβροχο σπίρτο που θα τους κάνει σιωπηλό παρανάλωμα.
Το δημοψήφισμα μονοπώλησε μια βδομάδα, σκόρπισε μυαλά και ανακάτεψε ανθρώπους. Σχεδόν αμέσως έγινε στάχτη, πήγε εντελώς στράφι, ίσως οι μοναδικές «επιτυχίες» του να ήταν η επίπονη διδασκαλία της κοινωνίας στη χρήση των πιστωτικών και χρεωστικών καρτών αλλά και ένα πότισμα στο διψασμένο «κόκκινο» δέντρο μιας Αριστεράς, που ετοιμάζεται να ξαναζήσει πολύ δύσκολες στιγμές. Πρώτα ξέβαψαν οι κόκκινες γραμμές τους σα να ήταν τραβηγμένες με παιδική νερομπογιά, έμεινε μόνο ο πρωθυπουργός να πείθει, μάλλον να σαγηνεύει και να κάνει μια χαψιά τους πιο ευαίσθητους, τους πιο μαλακούς χαρακτήρες.
Σύντομα όμως θα αρχίσει η αμφιβολία, η δυσπιστία και μόλις εφαρμοστεί το «3ο πρόγραμμα μνημονίου» θα καταλήξουμε σε μια άγρια και σκληρή άρνηση για κάθε τίμια αριστερή θέση. Μέχρι που όποιος τολμά να κουβεντιάζει για την ταξική πάλη ή να θεωρεί αναγκαίους τους συλλογικούς αγώνες, να είναι ένα γραφικό μουσειακό απολίθωμα.
Στην αναμπουμπούλα οι επικριτές κέρδισαν πολύ χρόνο, πρόλαβαν και μαστόρεψαν τα σάπια σωθικά τους με μια λαμπρή πλανεύτρα παρθενοραφή. Και βγαίνουν σήμερα ακόμη πιο αθώοι, πιο αναμάρτητοι από το σιχαμένο, το πουλημένο παρελθόν τους. Είναι έτοιμοι και θα λιθοβολήσουν όποιον τολμήσει να κάνει μια μικρή αριστερή σκέψη δικαιοσύνης για το μέλλον.
Πιο παλιά ήθελε χοντρά κότσια, έπρεπε να τα αλλάξουν όλα, αν ήθελαν να ΜΗΝ αλλάξει το κοινωνικό τους μοντέλο. Ο φόβος βλέπεις φώλιαζε στα μεγάλα σαλόνια.
Σήμερα δεν είναι πια απαραίτητο, αφού όλοι νομίζουμε ότι κατοικούμε σε μεγάλα σαλόνια…