Επίκαιρα και Ανεπίκαιρα

Η ψυχανάλυση του λαϊκισμού, του Γιάννη Καραχισαρίδη

Spread the love

Γιάννης Καραχισαρίδης

Η λέξη. Ο λαϊκισμός είναι μια λέξη που εδραιώθηκε για τα καλά στη ζωή μας. Έγινε επίκαιρη και διαδόθηκε ευρύτατα στα χρόνια της   κρίσης. Απόκτησε αμέσως αρνητικό πρόσημο και χρησιμοποιήθηκε με μεγάλη ευκολία ως αρνητικός χαρακτηρισμός από όλους προς όλους.

Μέσα στη σούπα της γενικολογίας, έχει χάσει το όποιο νόημα είχε κι έτσι μπορεί απρόσκοπτα να εκτοξεύεται προς όποιους ο καθένας θεωρεί πολιτικούς του αντιπάλους. Γιατί η λέξη αυτή είναι απόλυτα συνυφασμένη με το πολιτικό παιχνίδι. Ο λαϊκισμός είναι η μετεξέλιξη της λέξης «δημαγωγία», που παλιότερα χρησιμοποιούνταν για να χαρακτηρίσει ελκυστικές αλλά ψευδείς υποσχέσεις πολιτικών. Τότε οι δημαγωγοί πολιτικοί υπόσχονταν έργα που θα βοηθούσαν την καθημερινή ζωή των πολιτών. Σήμερα οι λαϊκιστές πολιτικοί υπόσχονται κοινωνικές παροχές για να κερδίσουν την εύνοια των ψηφοφόρων. Έτσι φτάσαμε από το «θα χτίσω γεφύρια» στο «σύνταξη στα γρήγορα και για όλους». Τότε το αρνητικό φορτίο το κουβαλούσε η λέξη «δημαγωγός». Σήμερα το ίδιο φορτίο το κουβαλάει η λέξη «λαϊκιστής».

Η ομίχλη της ασάφειας. Ο λαϊκισμός λατρεύει το γενικό και απεχθάνεται το ειδικό. Υπερηφανεύεται για τις πολιτικές λύσεις και  περιφρονείτις τεχνικές εφαρμογές. Απολαμβάνει τη συλλογικότητα και παραβλέπει την αποτελεσματικότητα. Βλέπει παντού οράματα και εργάζεται ελάχιστα για την εφαρμογή του αυτονόητου. Στα σαλόνια όπου η επικαιρότητα είναι λαμπερή, ο λαϊκισμός κάνει πάρτι. Αλλά στα υπόγεια εκεί όπου θα έπρεπε να σφυρηλατούνται οι λύσεις, όλα είναι μπερδεμένα στην ομίχλη της ασάφειας. Για να επικρατήσει αυτή η κατάσταση χρειάστηκε ως πρώτη ύλη η ιδεολογία και η ιδιότυπη αντίληψη που έχουμε για τη παραγωγή των νόμων.

Η ιδεολογία από τη γέννηση της ήταν ο πολιορκητικός κριός για την επιβολή ενός άμωμου πολιτεύματος που θα πρόσφερε απλόχερα τα δώρα του σε όλους τους πολίτες. Έχοντας αποτύχει σ’ αυτό το σκοπό η ιδεολογία ξέμεινε στα χωρικά ύδατα της αστικής δημοκρατίας.

Προσπαθεί να προσαρμοστεί σε έναν κόσμο ξένο. Συνεχίζει να αρθρώνει τα λόγια και τις προτροπές της, που όμως δεν κουμπώνουν στα δεδομένα ενός πολιτεύματος με το οποίο παραδοσιακά βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση. Σιγά-σιγά η ανατρεπτική δράση ξεχάστηκε και απόμεινε μόνο η ρητορεία. Η οποία παραμένει ελκυστική και διεισδυτική. Αλλά όταν έρχονται συγκεκριμένα προβλήματα που ζητούν μια αξιόπιστη λύση, η ιδεολογία σηκώνει τα χέρια ψηλά. Κι όταν η πραγματικότητα ζητάει τη γνώμη μας, εκείνη παρεμβαίνει με την ασάφεια της και απαντάει με θεάρεστες γενικολογίες. Αλλά η πραγματικότητα επιμένει. Είναι πάντα εκεί και μας υποχρεώνει σε πράξεις. Κι εμείς προσποιούμαστε ότι πράττουμε νομοθετώντας. Νομοθετούμε με καταιγιστικό ρυθμό. Θέλουμε η παραμικρή μας ενέργεια στο δημόσιο βίο να ορίζεται από κάποιο νόμο ή κάποια διάταξη. Για να έχουμε τη νομιμότητα στο πλευρό μας, ώστε να είμαστε μόνιμα αθώοι για τα λάθη και τις αστοχίες μας. Κι έτσι να γλιτώνουμε από τον βραχνά της ατομικής πρωτοβουλίας και της ατομικής ευθύνης. Στο τέλος όμως χάσαμε τον μπούσουλα. Βυθιστήκαμε σ’ ένα απέραντο κανονιστικό χάος. Συσσωρεύσαμε τόσα πολλά «πρέπει», που το ένα ακυρώνει το άλλο.

Δημιουργήσαμε μια τέτοια σύγχυση, που ούτε και ο πιο εξειδικευμένος μανδαρίνος δε μπορεί να μας πει με σιγουριά τι ακριβώς ισχύει. Η ιδεολογία που τρεκλίζει και η πολυνομία που μας αθωώνει δημιούργησαν μιαν αδιαπέραστη ομίχλη. Κι εμείς στα τυφλά περιπλανιόμαστε μέσα σ’ αυτήν την ασάφεια. Εκεί όπου φυτρώνουν οι υποσχέσεις και οι αοριστολογίες. Εκεί όπου καλλιεργείται ο λαϊκισμός.

Το διαρκές τραύμα. Ο άνθρωπος είναι κατασκευασμένος από αντιφατική ύλη. Κανείς δεν είναι μόνο καλός ή μόνο κακός. Κανείς δε λέει μόνο ψέματα ή μόνο την αλήθεια. Η εργατικότητα και η τεμπελιά μπορούν να συνυπάρχουν στον ίδιο άνθρωπο. Το θάρρος και η δειλία επίσης. Αρνούμενος αυτή την αντιφατική πολυπλοκότητα ο καθένας μας προσπαθεί να αποδώσει στον εαυτό του και στους άλλους μια «καθαρή» ταυτότητα. Ένα σαφή χαρακτήρα. Ο εκπολιτισμός μπορεί να έχει διευρύνει τους ορίζοντες της σκέψης, αλλά ο διαχωρισμός του «καλού» και του «κακού» συνεχίζει να πρυτανεύει. Κι απ’ αυτόν το διαχωρισμό εκπορεύεται η τρέχουσα αντίληψη για την ηθική και τους κανόνες της. Εκεί στη θαλπωρή αυτών των κανόνων λουφάζει ο άνθρωπος. Προσπαθώντας να διατηρήσει ένα περιβάλλον ασφαλές, οικείο, χωρίς εκπλήξεις και αιφνιδιασμούς. Μόνο που οι κανόνες έχουν μεταλλαχθεί τις τελευταίες δεκαετίες. Στους παραδοσιακούς κανόνες της κοινωνικής ανάδειξης και της επαγγελματικής επιτυχίας αναμίχθηκε κι ένας καινούριος. Η αντίσταση στο «σύστημα». Έτσι μέσα σ’ αυτό το νέο ηθικό περίγραμμα, ξεφύτρωσε ένα αντιφατικό δίδυμο, το οποίο δυσκολευόμαστε να διαχειριστούμε. Γιατί πώς να συμβιβαστεί η υποχρέωση για αντίσταση σε μια αόριστη πλουτοκρατία και εν γένει στα συμφέροντα των ισχυρών, με μια επαγγελματική ανέλιξη μέσα στο ίδιο σύστημα; Αυτός ο διχασμός μάς αναγκάζει να κρυβόμαστε. Να ζούμε μια διπλή ζωή όχι μόνο στον πραγματικό κόσμο, αλλά και στη  φαντασία μας. Κι όσο δε κατανοούμε τον τρόπο με τον οποίο αυτοί οι δύο κόσμοι μπορούν να συνυπάρχουν και να συμβαδίζουν, τόσο ένα  διαρκές εσωτερικό τραύμα θα χαίνει. Ένα τραύμα χωρίς γιατρειά, χωρίς καν μια αξιόπιστη διάγνωση. Και ο λαϊκισμός θα παραμένει το μόνο φάρμακο για την επιβίωση μας. Η συνταγή που μας βοηθάει να νιώθουμε το ίδιο δικαιωμένοι και μέσα στο σύστημα και έξω απ’ αυτό.

Η ευαισθησία ως αντίδοτο. Η γνώση πάντα δημιουργούσε ανασφάλεια στον άνθρωπο. Γιατί υποχρεωτικά φέρνει αλλαγές στη κοσμοαντίληψη του. Κι αυτό διαταράσσει το αίσθημα της σταθερότητας, της ασφάλειας και της σιγουριάς. Αυτή είναι και η αιτία που ο άνθρωπος έχει εξορίσει τη γνώση στον κόσμο της επιστήμης. Και την επιστήμη την αντιλαμβάνεται μόνο σαν ένα σύνολο εξειδικεύσεων που υποβοηθούν την καθημερινότητα του. Έτσι, ξεμπερδεύοντας με τη γνώση, έχουμε μάθει να μηρυκάζουμε ότι ακίνδυνο και τετριμμένο κυκλοφορεί γύρω μας. Μας ικανοποιεί να επιβεβαιώνουμε συνεχώς απόψεις που έχουν επικρατήσει και είναι κοινωνικά αποδεκτές. Κι όταν  οι απόψεις αυτές έχουν και την αύρα της αμφισβήτησης ενός αόριστου κατεστημένου, ακόμα καλύτερα. Δικαιώνεται χωρίς κίνδυνο και η λανθάνουσα ηθική ανάγκη μας για αντίσταση.

Γι’ αυτό και η πραγματική αναζήτηση της γνώσης ολοένα και σπανίζει. Κι όταν εμφανίζεται κάνει τη δουλειά της στο περιθώριο. Έτσι λοιπόν,  έχοντας εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια να αλλάξουμε απόψεις, στραφήκαμε σε μεγάλες δόσεις ευαισθησίας. Δώσαμε τη πρωτοκαθεδρία στον κόσμο των συναισθημάτων. Η υπερκατανάλωση των οποίων έγινε και το κατάλληλο έδαφος για τον λαϊκισμό. Γιατί ο λαϊκισμός δεν μπορεί να πείσει, δεν μπορεί να υπάρξει καν, αν δεν είναι σε θέση να συγκινήσει. Κι επειδή είναι ανίσχυρος μπροστά στη γνώση,χρησιμοποιεί την ευαισθησία σαν αντίδοτο.

Οι ανεπίδοτες υποσχέσεις. Οι ψυχολόγοι λένε ότι για να αντιμετωπίσεις ένα πρόβλημα, αντί να το πολεμάς, πρέπει πρώτα να αποδεχθείς την ύπαρξη του και να κατανοήσεις το περιεχόμενο του. Οι επιστήμονες πάλι λένε ότι αν δεν διατυπώσεις σωστά ένα πρόβλημα δεν μπορείς να βρεις τη λύση του. Έτσι και με τον λαϊκισμό. Είναι εύκολο να εξαπολύουμε μύδρους εναντίον του. Και να νομίζουμε ότι ξεμπερδέψαμε μαζί του. Αυτή η βεβιασμένη αντιμετώπιση μάς εμποδίζει να αντιληφθούμε τη δύναμη του και τις αρχέγονες ρίζες του. Και το πόσο καλά έχει ενσωματωθεί στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Νομίζουμε ότι λαϊκιστές είναι μόνο εκείνοι που συνειδητά θέλουν να εξαπατήσουν το ακροατήριο τους. Και παραβλέπουμε εκείνους που πιστεύουν ακράδαντα στις ιδέες που διαδίδουν. Έπειτα ο λαϊκισμός βασίζεται στην  υπόσχεση. Σ’ αυτή την αρχετυπική ανάγκη του ανθρώπου. Που τον κάνει να ελπίζει σε ένα πιο βολικό μέλλον. Πώς να τα βάλεις μαζί της;

Όταν ξέρουμε καλά ότι ο άνθρωπος αντέχει να πιστεύει ακόμα κι αν βιώσει συνεχείς ανεπίδοτες υποσχέσεις. Γι’ αυτό και δεν είναι απλό να ξεμπερδέψει κανείς με τον λαϊκισμό απλά αφορίζοντας τον. Ότι είναι συνυφασμένο με το χάος της ψυχολογικής μας συγκρότησης δεν πολεμιέται έτσι απλοϊκά. Το πρόβλημα παραμένει πρόβλημα και δεν παύει να εμφανίζεται άλλοτε πιο συχνά κι άλλοτε πιο σπάνια. Ο λαϊκισμός πάντα θα κάνει βόλτες στην καθημερινότητα μας. Κι εμείς θα είμαστε υποχρεωμένοι να συνυπάρχουμε μαζί του. Κι εκείνος απρόσκοπτα θα μας πείθει, χρησιμοποιώντας συνειδητά ή ασυνείδητα σπαράγματα ιδεολογίας, ασάφειες νομιμότητας, λιγότερη ευθύνη κι εκτεθειμένα συναισθήματα. Και θα σωπαίνει όταν υποχρεώνεται να αντιμετωπίσει το μοναδικό αντίδοτο της κυριαρχίας του. Τη κριτική σκέψη και την αναζήτηση της αληθινής γνώσης. Εκείνης που λάμπει σαν πολύτιμο ορυκτό και ξέρει να αμφισβητεί παγιωμένες και τεμπέλικες «απόψεις».

* Το εκάστοτε άρθρο απηχεί στις απόψεις του συντάκτη του. 

iPorta.gr 

 

 

SHARE
RELATED POSTS
Γάμος ή σύμφωνο συμβίωσης;, του Γιάννη Καραχισαρίδη
Μόνο ερωτήσεις, χωρίς απαντήσεις, του Γιάννη Καραχισαρίδη
Τετράδιο σημειώσεων και μελέτης 22η σελίδα – Ιούνιος 2018, του Γιάννη Καραχισαρίδη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.