Το τελευταίο βιβλίο της αρθρογράφου “Από ξύλο και Ασήμι” κυκλοφορεί από την Διόπτρα
Τούτη η θλιβερή επέτειος έλαβε χώρα στο Παρίσι στις 24 Αυγούστου 1572, μέρα γιορτής του εν λόγω αγίου, για να επεκταθεί τις επόμενες εβδομάδες σε πολλές άλλες πόλεις.
Ήταν συνέπεια του στρατιωτικού και πολιτικού διαχωρισμού της γαλλικής αριστοκρατίας σε καθολικούς και σε προτεστάντες, αλλά κυρίως η βεντέτα ανάμεσα στις οικογένειες Γκίζ και Σατιγιόν-Μονμορανσί, αντικατοπτρίζοντας τις εντάσεις στην εξωτερική πολιτική της Γαλλίας και της Ισπανίας, εντάσεις που υποδαυλίζονταν από τις εξεγέρσεις των Κάτω Χωρών.
Κύριοι υπαίτιοι των σφαγών κατά την ιστοριογραφική παράδοση ήταν ο βασιλιάς Κάρολος Θ΄και η μητέρα του Αικατερίνη των Μεδίκων, αν και οι ιστορικοί μέχρι τις μέρες μας δεν έχουν τεκμηριώσει την εμπλοκή τους. Ωστόσο, ο εμφύλιος που προκλήθηκε δεν ήταν απλά ένας πόλεμος εναντίον του στέμματος, αλλά εναντίον της ίδιας της ύπαρξης της Γαλλικής μοναρχίας, μία από τις χειρότερες θρησκευτικές σφαγές του 16ου αιώνα, που άφησε στίγμα στο μυαλό όλων των προτεσταντών ότι ο καθολικισμός δεν ήταν παρά μια αιματοβαμμένη θρησκεία.
Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά, όμως.
Η ειρήνη του Σεν Ζερμέν( Αγίου Γερμανικού) στις 8 Αυγούστου 1570 ήταν το τέλος τριών ετών εμφυλίου πολέμου ανάμεσα σε καθολικούς και προτεστάντες, ένα αμφίβολο τέλος από την πλευρά των πιο φανατικών καθολικών, που ενοχλήθηκαν από την παρουσία προτεσταντών στην βασιλική Αυλή, κυρίως του Γκασπάρ Ντε Κολινί, τον επί κεφαλής των προτεσταντών.
Κι εδώ μπερδεύεται η Αικατερίνη των Μεδίκων, η οποία προτείνει να παντρευτεί η κόρη της Μαργαρίτα Βαλουά(βασίλισσα Μαργκό) τον προτεστάντη πρίγκιπα Ερρίκο της Ναβάρρας, πιστεύοντας ότι θα ηρεμήσουν τα πνεύματα. Ο γάμος έγινε μεν στις 18 Αυγούστου του 1572, μετά από πιέσεις της Αικατερίνης στον καρδινάλιο Ντε Μπουρμπόν, αλλά δεν έγινε δεκτός ούτε από τον Πάπα Γρηγόριο ΙΓ΄ούτε από τον βασιλιά της Ισπανίας Φίλιππο Β΄, οι οποίοι έσπευσαν να καταδικάσουν την πολιτική της Αικατερίνης. Αυτό δεν εμπόδισε τις γιορτές και τις παράτες στο Παρίσι, αλλά η παρουσία πολλών προτεσταντών δεν άρεσε στους φανατικούς καθολικούς, οι καπουτσίνοι μοναχοί κήρυτταν ότι αυτός ο γάμος θα έφερνε συμφορές. Μέχρι και η γαλλική Βουλή ήταν αντίθετη, οι Γκίζ δεν φαίνονταν πρόθυμοι να δώσουν την εξουσία στους Μονμορανσί. Ο λαός από την πλευρά του, που πλήρωνε αυξημένους φόρους για τα έξοδα του πολυτελούς γάμου, οργίστηκε.
Στις 22 Αυγούστου έγινε απόπειρα δολοφονίας του ναυάρχου Γκασπάρ Ντε Κολινί. Οι υποψίες έπεσαν στους Γκίζ ( με πιθανή σύμπραξη της Αικατερίνης- αν και δεν έχει αποδειχθεί), επειδή, εκτός του γεγονότος ότι ήταν καθολικοί, αφ’ ενός ο Κολινί είχε δολοφονήσει δέκα χρόνια νωρίτερα τον Φραγκίσκο Γκίζ και αφ’ ετέρου η απόπειρα έγινε σε οίκημα που ανήκε στους Γκίζ.
Ένας άλλος ύποπτος ήταν ο Δούκας της Άλμπα, κυβερνήτης των Κάτω Χωρών, υποστηρικτής του Φιλίππου Β΄της Ισπανίας. Ο Κολινί ήθελε να επέμβη στις Κάτω Χώρες για να τις ελευθερώσει από τους Ισπανούς, επομένως οι Ισπανοί τον έβλεπαν σαν απειλή για την κτήση τους. Αποδείξεις δεν υπήρχαν.
Τρίτη ύποπτη ήταν η ίδια η Αικατερίνη των Μεδίκων, επειδή θεωρούσε ότι ο Κολινί επηρέαζε πολύ τον γιο της Κάρολο Θ΄, χωρίς αποδείξεις πάλι.
Και, βέβαια, δεν μπορεί να αποκλεισθεί η υπόθεση μιας μεμονωμένης ενέργειας χωρίς πολιτική χρειά.
Η απόπειρα, όποιος και να ήταν ο ένοχος, κορύφωσε την κρίση. Οι προτεστάντες διαδήλωναν ζητώντας εκδίκηση, με τον Κάρολο να διαβεβαιώνει τον επιζήσαντα Κολινί και τους προτεστάντες ότι η δικαιοσύνη θα θριαμβεύσει, ενώ οι Γκίζ τον απείλησαν ότι θα αποχωρήσουν από το Παρίσι και θα τον εγκαταλείψουν.
Ο Κάρολος συνεδρίασε με τους συμβούλους του το βράδυ της 23ης Αυγούστου και αποφασίστηκε η εξολόθρευση των προτεσταντών ηγετών, εκτός του Ερρίκου της Ναβάρρας και τον πρίγκιπα του Κοντέ. Οι δημοτικές αρχές του Παρισιού διατάχθηκαν να κλείσουν τις πύλες της πόλης και να εξοπλίσουν τους κατοίκους, σε μια προσπάθεια αποτροπής εξέγερσης.
Και το δράμα κορυφώθηκε, χωρίς να έχει καθοριστεί ακόμη και σήμερα η ακριβής σειρά των γεγονότων. Κάμπάνες ήχησαν πριν την αυγή. Οι προτεστάντες κυνηγήθηκαν από το παλάτι και σφαγιάστηκαν άγρια στους δρόμους. Ο Κολινί δολοφονήθηκε στο κρεβάτι του και το πτώμα του ρίχτηκε στο δρόμο, για να ευνουχιστεί, να ριχτεί στον Σηκουάνα και να κρεμαστεί μετά από μέρες. Τα πτώματα των νεκρών προτεσταντών στοιβάζονταν στην αυλή του παλατιού επί μέρες, χωρίς ο Κάρολος να μπορεί να σταματήσει τις ακρότητες, που όσο περνούσαν οι μέρες γίνονταν όλο και πιο αποκρουστικές. Ο Ερρίκος της Ναβάρρας συνελήφθη και αποφάσισε να γίνει καθολικός για να σώσει τη ζωή του.
Στις 26 Αυγούστου ο Κάρολος έδωσε την επίσημη εκδοχή των σφαγών: είχαν διαταχθεί, προκειμένου να αποφευχθεί μια συνωμοσία των προτεσταντών εναντίον της βασιλικής οικογένειας.
Οι σφαγές πυροδότησαν έναν ακόμη θρησκευτικό πόλεμο στη Γαλλία και προκάλεσαν ένα τεράστιο κύμα προσφύγων, κυρίως στην Γενεύη, η οποία ονομάστηκε «η πόλη των προσφύγων», με αποτέλεσμα τον διπλασιασμό του πληθυσμού της.