Βαρέθηκα να είμαι ένας ακόμη αριθμός στις στατιστικές σας. Ένα νούμερο και όχι μια ψυχή. Να είμαι ένας ακόμα από όλους εκείνους που
ρίχνουν νερό στο μύλο της φαυλότητάς σας.
Σιχάθηκα να παίζω το παιχνίδι σας και να προσφέρω απλόχερα και τ’ άλλο μάγουλο κάθε φορά που ρίχνετε κι ένα καινούργιο χαστούκι στην
αξιοπρέπειά μου.
Μπούχτισα πια να σκύβω φοβισμένος το κεφάλι μου, προσπαθώντας να μαζέψω τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι σας για να
επιβιώσω.
Απαιτώ να ζήσω. Δεν θέλω απλά να επιβιώσω στον κόσμο σας. Σ’ έναν κόσμο που φτιάξατε χωρίς να μ’ ερωτήσετε!
Δεν θέλω πια να προσπαθώ να γίνω αυτό, που όλοι εσείς σχεδιάσατε για μένα.Θέλω ν’ ακολουθώ όποτε γουστάρω μια νότα ή να μπαίνω
στο τοπίο μιας ζωγραφικής. Θέλω να διαβάζω ποίηση και όχι τα μαθηματικά σας.
Σιχαίνομαι να με σέρνετε από τη μύτη, προτιμώ μια ζεϊμπεκιά και μια αγκαλιά ειλικρινή στο τέλος της…
Σας σιχάθηκα πια! Μα πιο πολύ απ’ όλα, σιχάθηκα τον εαυτό μου που τόσα χρόνια σας ανέχτηκε, τιποτένια και πανούργα ανθρωπάκια με τ’
ανοιχτά σας άσπρα πουκάμισα τα πανάκριβα ή τις σφιχτοδεμένες μεταξωτές σας γραβάτες.
Σιχάθηκα τις ιδέες σας,σιχάθηκα τη θρησκεία σας έτσι όπως την προσαρμόσατε στα μέτρα σας,σιχάθηκα τις αξίες σας.
Σιχάθηκα όλα εκείνα που μεγαλώνοντας από μωρό, κάνατε να μοιάζουν σημαντικά όλη μου τη ζωή τώρα.
Σας φοβήθηκα, πίστεψα πως είστε δυνατοί. Μεγάλοι και τρανοί. Αποδειχτήκατε νάνοι, τώρα πια δεν σας φοβάμαι άλλο.
Σφίγγω το χέρι του διπλανού μου, ερωτεύομαι και ορμάω για ν’ αγγίξω το άπειρο. Κυνηγάω πια το όνειρο, τη χίμαιρα, εκείνο που ποτέ μου
δεν θ’ αγγίξω. Όλα εκείνα που κάνατε να πιστέψω, βάζοντας το μυαλό μου στη μηχανή του κιμά σας, πως είναι ανέφικτα.
Διέλυσα το κρεβάτι που μου είχατε στα μέτρα μου ακριβώς φτιάξει τόσα χρόνια τώρα.Το έκανα κομμάτια και τα πέταξα στη θάλασσα που δεν
με άφηνε τόσο καιρό να ταξιδέψω. Προσέξτε όμως πουτάνες, αυτά τα κομμάτια είναι δικά μου, μη τ’ αγγίξετε, θα σας λιώσω με τα ίδια που
έχουν βαρύνει κι από το μούσκιο…
Δεν σας ζήτησα τίποτα, δεν σας χρειάστηκα ποτέ, δεν θα σας χρειαστώ ποτέ. Γιατί βρε ανθρωπάρια με οδηγείτε με μαθηματική ακρίβεια στην
επιβίωση; Ξέρετε πόση είναι η απόσταση αυτών των δυο λέξεων;…
Σας βαρέθηκα λέω…Ξέρω πως πρώτος απ’ όλους φταίω εγώ για την κατάντια μου…Μα τώρα πια μπορώ να δω! Και να σας στείλω πια εκεί
που σας αρμόζει. Στη λήθη και την ανυπαρξία. Στο τίποτα και στο πουθενά.
* Το άρθρο απηχεί στις απόψεις του συντάκτη του.
iPorta.gr