Πρόσωπα - Αφιερώματα

Η Αρχόντισσα και ο κυρ-Τάκης, της Τζίνας Δαβιλά

Spread the love

 

 

 

 

 

Τζίνα Δαβιλά

 

Pane Di Capo

 
 
 
 
 
 
 
    
Pane di capo – Πηγές Καλλιθέας

Pane di capo 

Ανάληψη, Στάδιο Διαγόρας, Ασγούρου 

delivery: 224100-3600 

   

 

 

e478f3a09dd5c87550c5388d05d5699e_XL.jpg

 

 

Είχε μια μηχανή τρίκυκλο. Το θυμάστε; Εκείνο που είχε μια ρόδα μπροστά, πορτούλες που άνοιγαν μ’ένα χερούλι που θύμιζε πόρτας και μια καρότσα βαμμένη γαλάζια με μεράκι, με τα κάγκελα σε γαλάζιο – λευκό. Κάποτε άλλαζε το λευκό και το έβαψε κίτρινο. Πάντοτε με τέτοια τέχνη δουλεμένη η μπογιά, που νόμιζες πως είχε βγεί από τον καλύτερο φούρνο βαφής της Αθήνας.

 

Άραζε την μοναδική του μηχανή έξω από το σπίτι μας στην Λούτσα, τη σημερινή Αρτέμιδα. Στο τελείωμα του οικοπέδου, κολλητά στην μάντρα και δίπλα από το τελευταίο δέντρο του κήπου μας. Την ροδιά. Πάντα εκεί, μόνο εκεί. Ποτέ σε άλλο σημείο. Έβγαινε από την μηχανή με κινήσεις δεξιοτεχνικές, μ’ένα τσιγάρο στο στόμα. Ήταν λεπτοκαμωμένος, μάλλον κοντός, με φωνή πολύ βραχνή από το πολύ τσιγάρο. Απ’ό,τι θυμάμαι αυτό τον πέθανε κιόλας. Εκεί κοντά στην αρχή της εφηβείας μου. Είχε προηγουμένως ταλαιπωρηθεί αρκετά. Εγχείρηση όπου είχαν αφαιρεθεί οι φωνητικές χορδές και έβγαινε εκείνο το βραχνό, υπόκωφο ψιθύρισμα από την τρύπα του στέρνου.

 

Ο κυρ-Τάκης, λοιπόν, μας φόρτωνε όλους σχεδόν της γειτονιάς στην καρότσα της μηχανής και μας πήγαινε για μπάνιο κάθε μέρα. Ανεξάρτητα από την προσέλευση των λουομένων, η προσφορά του ήταν δεδομένη. Και αφιλοκερδής. Άλλοτε δέκα άτομα, άλλοτε είκοσι. Ο ένας στριμωγμένος στον άλλο. Και παρέα οι τσάντες θαλάσσης, τα καπέλα, οι πολυθρόνες οι σπαστές για την κυρα-Γεωργία που είχε την μέση της και δεν μπορούσε να ξαπλώσει στην αμμουδιά. Στριμωχνόμουν, θυμάμαι, δίπλα στον παιδικό μου έρωτα. Κάπως έτσι στριμωχνόμασταν όλοι. Άλλος με λόγο, άλλος χωρίς λόγο, λόγω περιορισμένου χώρου.

 

Ξεκινούσαμε, λοιπόν, κατά τις 11 το πρωί και επιστρέφαμε στη μία ή στις δύο το μεσημέρι. Στην επιστροφή ο κυρ-Τάκης εκτελούσε και χρέη διεκπεραιωτή φαγητού. Σταματούσε στον φούρνο για να πάρουμε ψωμί, πιο πέρα στο μανάβικο γαι να πάρει η κάθε επιβάτης ό,τι χρειαζόταν για το σπίτι και στη συνέχεια ρωτούσε: «Τελειώσαμε;» και γραμμή για το σπίτι. Δίπλα του στο κουβούκλιο του τρίκυκλου καθόταν η γυναίκα του, η Ευδοκία. Μουρμούρα και αθόρυβη, εν αντιθέσει με τον κυρ-Τάκη που ήταν γενναιόδωρος, μεγαλόψυχος και διακριτικά θορυβώδης. Μην ρωτάς, πώς γίνεται. Γίνεται. Άμα γεννηθείς αστέρι και μάγκας, γίνεται.

 

 

Μιλούσε πάντα με δυο χαμογελαστές χαμηλόφωνες κουβέντες με εκείνη την βραχνή φωνή και το τσιγάρο στο στόμα. Και άκουγε πάντα δυνατά Τσιτσάνη. Όλο το ρεπερτόριο του Τσιτσάνη.

 

Εκείνο το τρίκυκλο ήταν ένα κινητό τζουκ-μποξ. Έπαιζε ασταμάτητα. Και δυνατά, τόσο, όσο να μην σε ενοχλεί για να τον παρομοιάσεις με παλιατζή, όταν σουλατσάριζε το μοναδικό καλλιτέχνημα στους δρόμους της Λούτσας. Έκλεινε μόνο την νύχτα. Και ένοιωθα από μικρή πως κάτι έλειπε από το τραγούδι των τριζονιών και την μυρωδιά απ΄το αγιόκλημα. Έλειπε η μουσική.

Από αυτόν γνώρισα όλα τα τραγούδια του Τσιτσάνη. Όλα. Από τις εκτελέσεις της Γεωργακοπούλου και της Νίνου μέχρι της Σωτηρίας Μπέλλου και του ίδιου. Και σήμερα τον θυμήθηκα γιατί κάπου άκουσα την «Αρχόντισσα» και τον νοστάλγησα. Και για ένα άλλο λόγο λόγο. Ήταν Δημήτρης. Εξ ού και το Τάκης. Που και αυτό δεν ήταν τόσο αντιπροσωπευτικό για αυτόν. Αν έπρεπε να τον χαρακτηρίσω, θα τον έλεγα «μάγκα αρχοντορεμπέτη».

 

Πρωτίστως για την ψυχή που κουβαλούσε και την μουσική του επιλογή, που στα παιδικά μου ακούσματα άνοιξαν δρόμο. Σπάνιος.

Δεν ξανασυνάντησα άλλον τέτοιον από τότε. Πάντα ο κυρ-Τάκης θα είναι όαση στη ζωή μου. Κυρίως στα ζόρια μου. Τι κι αν ήμουν πιτσιρίκα και δεν του το’πα. Του χρωστώ όλους τους Τσιτσάνηδες που ΄χω τραγουδήσει, όλα τα δάκρυα που ξέφυγαν χωρίς να το θέλω από τα μάτια, όλους τους αναστεναγμούς που βγαίνουν βιαίως χωρίς να τους ελέγξω. Και του χρωστώ και την αγάπη μου για αυτή την μουσική που με ακολουθεί από τα παιδικά μου χρόνια. Αυτό δεν είμαστε; Η παιδική μας ηλικία. Με μυρωδιά από αγιόκλημα και ήχους από Τσιτσάνη.

 

 

[iframe width=”420″ height=”315″ src=”//www.youtube.com/embed/WeccEUJFWJs” frameborder=”0″ allowfullscreen ]
SHARE
RELATED POSTS
Κώστας Λαχάς: όταν οι φίλοι λιγοστεύουν…, του Δημήτρη Ι.Μπρούχου
Σταύρος Τσακυράκης: Δυσαναπλήρωτος, του Πάσχου Μανδραβέλη
«Κάααατινα, σάααλαμακι…», της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή
3 Σχόλια
  • Χρήστος Μαγγούτας
    5 Νοεμβρίου 2014 at 16:12

    Πήγε η ψυχή μου στην Κούλουρη όταν διάβασα:
    “Καλώς ήρθες στο τρίκυκλο των αναμνήσεων Χρήστο μου. Είσαι ο επόμενος μετά τον ….” ΛΑΜΠΡΑΚΗ !!!
    Ευτυχώς είδα το “Μακρή” .
    Ρε αυτοί οι παιδικοί τρόμοι !!!

  • Τζίνα Δαβιλά
    28 Οκτωβρίου 2014 at 08:47

    @ Χρήστος Μαγγούτας: καλώς ήρθες στο τρίκυκλο των αναμνήσεων Χρήστο μου. Είσαι ο επόμενος μετά τον Μακρή

  • Χρήστος Μαγγούτας
    27 Οκτωβρίου 2014 at 10:08

    Τζίνα μου μείωσες μια ιδεοληψία που είχα: όταν άκουγα τρίκυκλο το μυαλό μου πηγαινε πάντα στο Γκουτζαμάνη και τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη. Στη συνέχεια σε κάποια γελοιογρφαφία του νεαρού τότε Μητρόπουλου: Ενα τρίκυκλο με την πινακίδα “ΕΚΤΕΛΟΥΝΤΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΑΙ ΚΑΙ ΒΟΥΛΕΥΤΑΙ”.
    Μήπως χωράω κι εγώ στο τρίκυκλό σου να νιώσω καλύτερα;

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.