Και τι έχει απομείνει άραγε; ρωτάνε κάθε μέρα. Αφού όλα έσβησαν , έμειναν κάπου εκεί στο βάθος, μερικά ξεραμένα δέντρα, να θυμίζουν ότι κάποτε υπήρξαν. Έδιναν πνοή και χαρά, και τώρα πια αναπολούν αναμνήσεις σε ό,τι κάποτε υπήρξε ζωντανό. Ή θα σβήσουν κι αυτές, κι ‘ όλα θα χαθούν; Τι ν’ αφήσεις πίσω σου, και πώς να βρεις τον τρόπο να ξαναβρεθείς και να σταθείς ξανά. Όταν ακόμα υπάρχεις, ανάμεσα στον πόνο και στον θυμό, πού να ρίξεις ευθύνη και ποιος να αποδώσει δικαιοσύνη . Αφού όλα έσβησαν, μόνο στάχτη έμεινε και έβαψε μαύρη την καρδιά. Όσο μάταια κι ‘ αν είναι όλα πλέον. Σιγά σιγά θα κανείς ένα βήμα πάλι, για να πας παρακάτω. Γιατί όσο ο ουρανός ξημερώνει. Κι ‘ λαμπερός ήλιος γυρίζει την μια από δω, και την άλλη από ‘ κει. Τίποτα δεν μένει πότε ίδιο. Ακόμα και μέσα από τις στάχτες.