* Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας
«Θα θέλαμε να συμμετάσχετε να φωτογραφηθείτε για το περιοδικό μας. Βγάζουμε τεύχος-αφιέρωμα σε έναν φιλανθρωπικό σκοπό!»
Μου λέει τον σκοπό. Το σκέφτομαι για δέκα δευτερόλεπτα, ο σκοπός με συγκινεί, αποδέχομαι την πρόταση. Την ακούω τότε να κομπιάζει ελαφρά.
«Δεν χρειάζεται φυσικά να είστε ολόγυμνος…»
«Τι εννοείτε;»
«Μπορείτε να φοράτε μια πετσέτα γύρω από τη μέση… να είστε τυλιγμένος με ένα σεντόνι…»
«Συγγνώμη, ξέρετε τι δουλειά κάνω;»
«Φυσικά! Έχω διαβάσει και το τελευταίο σας βιβλίο!»
«Πόσων χρονών είμαι ξέρετε;»
«Ο καθένας μας είναι όσο δείχνει. Ή μάλλον όσο νοιώθει…»
«Αφήστε τα αυτά!» ψευτοθυμώνω.
«Μα είναι καλός ο σκοπός…»
«Και εικοσιπέντε όμως να ήμουν, και καθημερινά να σύχναζα στα γυμναστήρια, πώς σας περνάει απ’το μυαλό ότι θα πόζαρα ποτέ γυμνός ή ημίγυμνος;»
«Και γιατί όχι;»
«Διότι κάτι τέτοιο δεν θα’χε καμιά απολύτως σχέση με τη φύση της εργασίας μου. Θα ζητούσατε ποτέ από ένα μοντέλο να σας γράψει ένα διήγημα; Για φιλανθρωπικό σκοπό;»
Η συμπαθής δημοσιογράφος στην άλλη άκρη της γραμμής, αντιλαμβάνεται πως δεν υπάρχει περίπτωση να με τουμπάρει. Ότι χάνει τον χρόνο της.
«Κρίμα! Σας είχα για προοδευτικό άνθρωπο!» λέει και μου το κλείνει.
Το 1976 , η Ελένη Βλάχου, η ιστορική εκδότρια της «Καθημερινής», είχε εγκωμιάσει τον Ζισκάρ Ντ’Εστέν, συγκρίνοντάς τον με τους Έλληνες πολιτικούς. «Ολόκληρος πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας και δεν διστάζει –όταν το κέφι το απαιτεί- να κάτσει στο πιάνο και να παίξει μια μελωδία» έγραφε περίπου. «Ενώ οι δικοί μας; Λες κι έχουν καταπιεί μπαστούνι, αγέλαστοι, αλύγιστοι, μονίμως σοβαροφανείς…»
Η προτροπή της Ελένης Βλάχου εισακούστηκε σε σημείο τέτοιας υπερβολής που η ίδια δεν θα μπορούσε καν να διανοηθεί. Κατά τις τέσσερις δεκαετίες που ακολούθησαν, οι πολιτικοί, οι καλλιτέχνες, τα δημόσια πρόσωπα γενικά, όχι απλώς ξεπέρασαν τα ταμπού μα κυριολεκτικά λύσσαξαν μπροστά στον φακό.
Είδαμε πρωθυπουργούς να μερακλώνουν στο ζεϊμπέκικο ενώ το μισό υπουργικό συμβούλιο, στα γόνατα, βαρούσε παλαμάκια. Αντικρύσαμε νέους – φερέλπιδες δήθεν- πολιτικούς να ποζάρουν σαν ακρόπλωρα, σαν γοργόνες, σκαρφαλωμένοι σε κατάρτια ιστιοπλοϊκών.
Παρακολουθήσαμε υποψήφιους για ύπατα αξιώματα να προβαίνουν σε αυστηρά προσωπικές εξομολογήσεις. Είτε να χαριεντίζονται φάτσα-φόρα με στάρλετ, που τους ζαχάρωναν απλώς και μόνο επειδή ήταν «επώνυμοι». Αποκτήσαμε ένα σωρό άχρηστες γνώσεις για τις «πρώτες» κυρίες, τα «πρώτα» παιδιά, τα «πρώτα» σκυλιά. Για ένα φεγγάρι μάλιστα είχαμε και την «πρώτη» μαϊμού, η οποία ονομαζόταν Αζάνκα.
Το δημιουργικό έργο ή η εργώδης τουλάχιστον δραστηριότητα κάποιου έπαψε να αποτελεί προαπαιτούμενο για να κερδηθεί το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης. Τυχαίοι άνθρωποι, για τυχαίους λόγους, βρίσκονταν κάτω από τους προβολείς. Ο κόσμος, με καταβροχθιστική μανία, πρώτα τους αποθέωνε και στη συνέχεια τους κατακρύμνιζε χαχανίζοντας υστερικά.
Καταλήξαμε μια κοινωνία που οι πολιτικοί της (πρέπει να) μοιάζουν με ηθοποιούς, οι καλλιτέχνες να αγορεύουν σαν πολιτικοί, οι παπάδες να ακκίζονται δημόσια και σύμπας σχεδόν ο πληθυσμός να πιστεύει πως δεν υπάρχει τίποτα το αυστηρά ιδιωτικό, τίποτα που να μην αξίζει να αποκαλυφθεί –δηλαδή να ξεγυμνωθεί- δημόσια για χάρη δήθεν της δημοκρατίας. Ή απλώς για το γούστο της στιγμής.
Και όταν τσακίστηκε η χώρα στα βράχια, σε κανέναν δεν έμενε το απαραίτητο κύρος για να αναλάβει το πηδάλιο της. Όπως ως τότε μπουκωνόμασταν «λάιφ στάιλ» και «γκλάμουρ», έτσι αρχίσαμε να καταναλώνουμε «αγανάκτηση» και «αξιοπρέπεια». Και να φτύνουμε σαν κουκούτσια κυβερνήσεις.
«Ο λαός ψήφισε ταξικά!» αποφάνθηκε μετά την πρόσφατη νίκη του ο Σύριζα. Αλοίμονο! – στην Ελλάδα δεν υπάρχουν, πολλά χρόνια τώρα, κοινωνικές τάξεις με συνοχή και με συνείδηση του εαυτού τους. Ένας ανθρώπινος πολτός υπάρχει που έχει διαπαιδαγωγηθεί για να περνάει, στα εύκολα, καλά. Για να τη βγάζει, στα δύσκολα, καθαρή. Ακόμα και ποζάροντας γυμνός.
Τα Νεα