Ο Δημήτρης Ι. Μπρούχος είναι ποιητής, στιχουργός. συγγραφέας και Σύμβουλος Επικοινωνίας
28 Οκτωβρίου. Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, κάποιοι τρέμουν σύγκορμοι ανατριχιάζοντας από περηφάνεια και κάποιοι ειρωνεύονται και χλευάζουν.
Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, η Ελλάδα θυμάται τα χρώματά της, την αποστολή της, τα «πρωτοτόκια», που έλεγε και ο μακαριστός Χριστόδουλος.
Όλα τα μπαλκόνια απ άκρη σ’άκρη της χώρας, με ελεύθερη βούληση των κατοίκων, υψώνουν τη γαλανόλευκη.
Συνήθεια, γραφικότητα, υποχρέωση, καθήκον, σκίρτημα;
Μάλλον τα δύο τελευταία. Καθήκον και σκίρτημα, λέω εγώ. Γιατί πως αλλιώς εξηγείται αυτή η μαζική συσσωμάτωση ενός λαού, γύρω από την ανάμνηση κάποιων ηρωικών στιγμών, που εξακολουθούν να τον κάνουν περήφανο;
Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, ζωντανεύει η φωνή του πρωθυπουργού της δόξης Ιωάννου Μεταξά, που ως δικτάτορας και γερμανόφιλος θα μπορούσε με τη μεγαλύτερη ευκολία να πει «παρακαλώ περάστε, τιμή μας…» στις φασιστικές δυνάμεις, εκείνος στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, που του επέβαλλαν το ήθος του και η μπαρουτοκαπνισμένη στολή του Ελληνα αξιωματικού, που την τίμησε πολλάκις στα πεδία των μαχών και έδωσε τη γενναία απάντηση στον Γκράτσι:
«Λοιπόν, είμαστε σε πόλεμο». Με μια λέξη «ΟΧΙ».
Σ’ αυτό το ΟΧΙ συστρατεύθηκε ο Λαός. Αν αντί για την ιστορική του φράση-απάντηση έλεγε «ορίστε», ο λαός δεν θα ‘παιρνε χαμπάρι, κοιμώμενος με δυό αριστερά τσαρούχια.
Στο ιστορικό του ΟΧΙ οφείλεται το ξέσπασμα δακρύων χαράς, με το χαμόγελο στα χείλη, αυτών που επιτέλους αξιωνόντουσαν της μεγίστης τιμής να αγωνιστούν για τα Ιερά Χώματα της Πατρίδας, που δόξασαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι. Για τα Ιερά και τα Όσια της Φυλής, αγωνιζόμενοι υπέρ βωμών και εστιών, μέχρι της τελικής νίκης…
Από τέτοια συναισθήματα εμφορούμενος, γεννημένος στη Χάλκη, της σκλαβωμένης Δωδεκάνησος και με καταγωγή από τη Μάνη, υπολοχαγός του Ελληνικού Στρατού, απόφοιτος της Σ.Σ.Ε., βρέθηκε στην Πρώτη Γραμμή του Μετώπου, το παλληκαρόπουλο δεμένο θαρρείς στης υποθήκες του Θεμιστοκλή και του Λεωνίδα.
Το όνειρό του, γινόταν επιτέλους πραγματικότητα ή όπως συνηθίζω να λέω , η ώρα της εκπλήρωσης της αποστολής του κάθε ανθρώπου, για κείνον είχε φτάσει, καθώς θα αγωνιζόταν για τα ιδανικά που φώλιαζε μέσα του και τα οποία ξαφνικά γίναν κραυγή, για να ψυχώνουν τα υπόλοιπα παλληκάρια του: «Εμπρός παιδιά, για μια Μεγάλη Ελλάδα, για μια Ελεύθερη Δωδεκάνησο!»…Εκεί, στην Πίνδο στη θέση Τσούκα, όπου έπεσε πολεμώντας για τη Λευτεριά. Δυό πρωτιές θα τον συνοδεύουν πάντα. Πρώτη Νοέμβρη του 40 ο Αρχάγγελος τον ετίμησε κατά πως το θελε ο ίδιος… Και πρώτος πεσών του πολέμου, με ζωγραφισμένο στα χείλη το χαμόγελο και το ψύχωμα, στο βωμό του χρέους.
Νομίζω, νομίζω, πως αν νοιώθουμε σε μια γωνιά κάπου στο πετσί μας να μας αγγίζει αυτό που λέμε Πατρίδα, αυτό που λέμε Σημαία, αυτό που λέμε Χρέος, όχι αυτά που πάνω τους ασελγούν όλοι ανεξαιρέτως οι εθνικοί μας κηφήνες (αυτούς, μια μέρα το χρόνο ας τους γράψουμε επιτέλους στ’ αρχίδια μας ή σε ό,τι τελοσπάντων ο καθένας διαθέτει), ας αφήσουμε το μιρμίρισμα, την ομφαλοσκόπηση, τη μιζέρια μας, την εκδρομή μας, τους καφέδες μας και το χαβαλέ μας, μια μέρα ρε του πούστη κι ας ζήσουμε αυτό που συμβολίζει για εμάς τους Έλληνες η παρέλαση: την Περηφάνεια!
Κι ας λένε τα λαμόγια και οι πράκτορες κι οι πουλημένοι ότι είναι φασιστικά τσισίτια.
Αμ εμείς, ρε κουράδες, τους γαμήσαμε τους φασίστες! Δεν τους προσκυνήσαμε!
Αλλοίμονο από κάτι εγγραματο-αγράμματους που… «συνωστίζετε» τους σφαγμένους και τους διωγμένους και τους κυνηγημένους, για να κάνετε τους δήθεν προοδευτικούς!
Κι εσείς, Ροδίτες μάγκες, πρωτοδωδεκανήσιοι, βγείτε στο δρόμο με τα παιδιά σας (ακόμα και με τα σκυλιά σας), περπατήστε παράλληλα στη Νομαρχία, διαβάστε στις πλάκες της Ενσωμάτωσης το όψιμα γραμμένο όνομα του Αρχηγού του Ιερού Λόχου Χριστόδουλου Τσιγάντε, περάστε τη Μητρόπολη, τον Ευαγγελισμό κι εκεί, ανάμεσα στα παρτέρια και στη βόλτα, αποθέστε το βλέμμα ευλαβικά και περήφανα, στη δωρική γραμμή του μαχόμενου παλληκαριού, με έτοιμη στο χέρι για εκτίναξη τη χειροβομβίδα της αφύπνισης κι αφουγκραστείτε το πρόσταγμα: «Εμπρός παιδιά, για μια Μεγάλη Ελλάδα, για μια ελεύθερη Δωδεκάνησο”!
Και διδάξτε επιτέλους στα παιδιά σας που τα αφήσατε ξέμπαρκα στη ροκιά και στη μπάφα και στη χαύνωση, πως αν δεν ανασάνουν συνείδηση και συναγερμό, αν δεν χτυπήσουν βήμα, αν δεν τρίψουν μούρη σκάβοντας το μέσα τους, αν δεν μάθουν πως πίσω από κάθε δικαίωμα κρύβεται ένα χρέος κι ένα καθήκον, τότε τίποτα απ όσα απολαμβάνουν, δεν θα τους ανήκει σε λίγα χρόνια.
Οι Έλληνες, δεν κάνουν εχθρούς, Τους κάνουν εχθρούς κάποιοι, ορεγόμενοι αυτό που ο Θεός τους χάρισε ως βιός.
Περπατήστε, διαβάστε το όνομα στην πλάκα, σηκώστε ψηλά το βλέμμα και χαιρετήστε στη στάση της ειρήνης, στο πρόσωπο αυτού του γενναίου, τον Άγνωστο Έλληνα Στρατιώτη, που δίδαξε στην ανθρωπότητα το ιδανικό της Θυσίας.
Κι όταν περνώντας και ξαναπερνώντας, γίνετε φίλοι με τη φιγούρα του, κι όταν μια αόρατη φωνή σαν τη γοργόνα του Μεγαλέξαντρου σας ρωτήσει ποιο είναι το παλληκάρι, εσείς να της απαντάτε με στεντόρεια φωνή για ν’ ακουστεί παντού: ο Αλέξανδρος Διάκος, ο πρώτος πεσών του έπους.
Με δυο λέξεις : το ψύχωμα και το χρέος.