Ήταν το Χαριστώ που δεν άντεχε να βλέπει τον μικρό Νικολάκη άρρωστο, ολόσπασπρο και καχεκτικό, ένα μικρό σα φτισικό φαντασματάκι που τριγυρνούσε πεινασμένο και εφτακακόμοιρο στα μετόχια των Μενετών.
Έπαιρνε μια στάξη λάδι, μια χούφτα αλεύρι, τα ανακάτευε με νερό και έφτιαχνε, πάντοτε στα κρυφά από τον άντρα της, λίγο τρουφτούϊ.
Έπειτα άφηνε μια πήλινη γαβάθα με το φαϊ στο πίσω παραθύρι του στάβλου. Με τη μύτη, έπιανε τη μυρωδιά και ερχόταν ο μικρός σα ψοφισμένος γάτης από τη πείνα, έπεφτε μέσα και το έτρωγε αμάσητο, ώσπου να λιγδώσει το ολόστεγνο και στενεμένο αδειανό αντέρι του.
Τα παλιά προπολεμικά χρόνια, η πείνα δεν ήταν θεωρία ή κάποια αόριστη φοβία. Ακόμη κι αν πήγαινε καλά το χωράφι και υπολόγιζες να ψωμοχορτάσεις για κάποιες μέρες, η λόρδα του γείτονα πάλι σε κινητοποιούσε, ερχόταν και χτύπαγε με βαριοπούλα μυαλά και σώματα μέχρι που να σπάσουν.
Μα κι αν δεν ήταν το στομάχι, ήταν οι Ιταλοί καραμπινιέροι που αναζητούσαν και άρπαζαν σοδειές και δεν σε ξεχνούσαν, φόρτωναν με άγριες φορολογίες εκείνους που εξακολουθούσαν να ζουν πάνω στα καρπάθικα βράχια.
Έμοιαζε με μια άγρια μουτσούνα εκείνη η εποχή, ήταν το προσωπείο του πιο δύστροπου εφιάλτη, αυτός ήταν ζωντανός και έδενε με μια σκουριασμένη καραβίσια καδένα κάθε ανθρώπινο βήμα, κάθε μικρή σκέψη και μελέτη για το μέλλον.
Τις πιο πολλές φορές ετούτη η έρημη ανάγκη ήταν που τράβηξε τους ανθρώπους πιο μπροστά και έβγαλε γερούς και παθιασμένους Καρπάθιους μαχητές. Οι περισσότεροι από αυτούς ξεπέρασαν με κόπους τις ανείπωτες φουρτούνες, τα έβγαλαν πέρα με αξιοσύνη και διάλεξαν να γίνουν μετανάστες ή έδεσαν τα κορμιά τους πάνω στον τόπο και όργωσαν ακόμη και τα πιο κοφτά βράχια.
Κάποιοι όμως λιγοστοί, δεν πρόλαβαν τις επόμενες ανέμελες γενιές, είχαν τις χειρότερες, τις πιο ανάποδες και σκληρές μοίρες.
Όπως μια τραγική φαμίλια μέσα στις Μενετές, που όσο κι αν κύλησαν τα χρόνια, δεν αφήνουν ούτε τα άλαλα στοιχειά της φύσης, να ξεχάσουμε τον σκληρό τρόπο που ποκάψαν (έσβησαν).
Αυτά τα αδέλφια ήταν τέσσερα. Ο Νίκος, ο Μιχάλης, η Μαριγώ και ο Γιώργης. Όλα τα παιδιά γεννήθηκαν στις αρχές του εικοστού αιώνα. Φτωχά και πεινασμένα όπως όλοι, πάλεψαν, έδιναν το δικό τους δύσκολο αγώνα επιβίωσης.
Ούτε για ένα πανίνο, ένα τόσο δα μικρό κομμάτι ψωμί, δεν περισσεύε, όμως ότι κι αν υπήρχε στη ψωμαθούκα, μοιραζόταν από καρδιά, και αυτό είναι αρκετό για να ζήσουν αντάμα με την ελπίδα για κάποιο ξάνοιγμα, από έναν ουρανό που τότε έφερνε μονάχα καταιγίδες.
Ίσως αν ήταν τυχεροί, αν είχαν ριζικό, να έβλεπαν τα σημάδια, και να κρατούσαν κάποια πισινή, και ίσως έτσι να είχαν αλλάξει βήμα και πορεία. Βλέπεις εκείνη η άγνωστη μαυροφόρα μάντισσα, που περνούσε από τα κάτω χωριά της Καρπάθου και διάβαζε τη μοίρα, πάνω στις γραμμές των χεριών, δεν μίλησε στα 4 αδέλφια.
Όλα τα σπίτια φώναζαν αυτήν τη γυναίκα και τη φιλοξενούσαν, πρώτα τη φίλευαν ότι κι αν έβγαζε το τσουκάλι του σπιτιού. Κι εκείνη, η φωτισμένη που προέβλεπε τα μελλούμενα, φρόντιζε να δείχνει κάτι από το αύριο. Όταν όμως συναντούσε κάτι δυσάρεστο, έκλεινε ερμητικά το στόμα της.
Η τραγική ιστορία ξεκινά να γράφεται με την μοναχοκόρη της οικογένειας, τη Μαριγώ.
Ήταν Οκτώβρη του 1935, όταν η κοπέλα το πήρε απόφαση, φούνταρε από τα κρεμά της Παναγίας των Μενετών και έδωσε τέλος στη ζωή της.
Η Μαριγώ ήταν ερωτευμένη, όμως ο αρραβωνιάρης της άλλαξε γνώμη και έκαμε ένα βήμα πίσω. Την παράτησε με τον καρπό του έρωτα, τρανή απόδειξη, μέσα στη κοιλιά της κι εκείνη δεν άντεξε τα λόγια, της κουβέντες του μικρού τόπου και την απουσία του, ανέβηκε τα σκαλιά της εκκλησία, έδωσε μια και άφησε πίσω τις ντροπές και τα ερωτηματικά να δένουν με άλυτους κόμπους, σαν θηλιές, τις επόμενες γενιές. Έτσι άνοιξε ένας τραγικός χορός κουτσομπολιών και ευθυνών μέσα στο χωριό, στις Μενετές.
Η ιστορία της Μαριγώς γράφτηκε και στις εφημερίδες της εποχής (Δωδεκ. Αυγή 10/1935): “η δυστυχής Μ. Π. ριφθείσα εξ ύψους 20 μέτρων εις τους βράχους, εύρεν οικτρόν θάνατον” και πάγωσε τη μικρή κοινωνία.
Ο Νικολής έφυγε δεύτερος το 1943, ακόμη δεν έχει βρεθεί το δικό του μνήμα, που όπως λένε οι πιο παλιοί έσκαψε μονάχος του. Ακούστηκε πως η αιτία ήταν ένα μουλάρι, όπως ακριβώς έγινε και με το Μιχάλη Φρέσκο, που εκτελέστηκε στην περιοχή του Αγριοπυλά.
Καβγάδισε, λένε, με έναν Γερμανό αξιωματικό και αυτός δεν έχασε καιρό έκαμε ότι γνώριζε καλά. ‘Εβαλε το παιδί να σκάψει το λάκο του και μόλις άνοιξε τη τρύπα, του έδωσε μια και τον ξεπάστρεψε.
Η ιστορία μέχρι και σήμερα δεν είναι ξεκαθαρισμένη, ίσως να υπάρχει άλλος λόγος για το φονικό, όμως το μυστικό έλιωσε μαζί με το κορμί του. Ούτε μάρτυρες, ούτε και διάθεση υπήρχε για ξεθάματα, μόνο ο φόβος του κατακτητή. Έτσι αυτό το παληκάρι, ο Νικολής, που έκανε ακόμη και θελήματα μέσα στο χωριό, και με το χαμόγελο άλεθε το καφέ στα καφενεία, έλεγαν πως ήταν ένα αγνό, ένα καθαρό και τίμιο αντράκι που πήγε τόσο μα τόσο άδικα.
Ο άμοιρος ξεχάστηκε στα γρήγορα, ποιός θνητός θα μπορούσε να τα βάλει μοναχός με τους αλέκιαστους Γερμανούς, όταν έγραφαν τους νόμους στην κάνη των όπλων τους;
Δυο αδέλφια από τα τέσσερα είχαν χαθεί σκληρά και αποτρόπαια, ακόμα και τα λόγια στέκονταν πίσω από τη γλώσσα, γίνονταν στεγνό σάλιο, που τελικά κατάπιναν όλοι εκείνοι που μελετούσαν κάτι για το άδικο που έδερνε τη τραγική φαμίλια.
Δυό γιοί κρατούσαν πια το όνομα. Ο Γιώργης στάθηκε πιο τυχερός από όλους. Ταξίδεψε μετανάστης και προτίμησε τα πελώρια στενά της Αμερικής για να κάμει καλιμέντο.
Όσο για το Μιχάλη έγραψε το τελευταίο, το πιο βαρύ κεφάλαιο, στο ατέλειωτο δράμα της οικογένειας. Ήταν λίγα χρόνια παντρεμένος, με τη γυναίκα του και τα τέσσερα μικρά παιδιά τους, ζούσαν στο κοντινό μετόχι των Μενετών, το Λαϊ.
Το νησί μόλις είχε λεφτερωθεί μονάχο και πρώτο από τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα και είχε τους νέους διοικητές της, τους Εγγλέζους. Στην πρώτη επίσημη απογραφή 10/7/1945 καταγράφονται 7.306 ανθρώπινες ψυχές που το κατοικούν. Στην Όλυμπο καταγράφονται 1.462, στα Πηγάδια 934 και ακολουθούν οι Μενετές με 892 και το Απέρι με 802 ανθρώπους, ακόμη και ο Αφιάρτης είχε 177 μόνιμους κατοίκους!
Είχε ξημερώσει κάποια μάλλον καταραμένη Κυριακή του Νοέμβρη. Η γυναίκα του Μιχάλη είχε σηκωθεί, όπως συνήθιζε, από τα μαύρα χαράματα. Από την προηγούμενη μέρα είχε προετοιμαστεί για το άλεσμα του σταριού και θα τραβούσε παρέα με τον φορτωμένο γάαρο γραμμή για το μύλο. Από πολύ νωρίς βρήκε λίγα ξερά πατσούλια, είχε ανάψει τη φωτιά και φρόντισε να βράσει νερό, για να αφήσει κάτι τις για το πρωινό της φαμίλιας πάνω στο χαμηλό τραπέζι.
Ο Μιχάλης σηκώθηκε και έφτιαξε κάτι ζεστό, ίσως μια δυνατή κινομαλά να ταίριαζε στο κρύο και την υγρασία, που δεν άφηνε ούτε τη σκέψη, ούτε και τα δάχτυλα να ξεκοκκαλώσουν, για να ξεκινήσει τις δουλειές μέσα στο χωράφι.
Είχε κι εκείνος κάτι στο νου του, αμέσως μόλις έφυγε η γυναίκα του έφερε μερικά ξεχασμένα Ιταλικά πυρομαχικά, που νωρίτερα είχε “τρυγίσει” από τα γύρω μετόχια των Μενετών.
Έπιασε μια αγκαλιά όλμους και μερικές οβίδες. Δεν ήταν ο μόνος που πάλευε με δάφτα, όλοι γνώριζαν ότι η αξία τους έμοιαζε με τον πιο βαρύ χρυσό, αφού έφτανε λίγο μπαρούτι για να γεμίσει ψάρια το μικρό βαρκάκι. Τα έβαλε σα στρατιωτάκια, στη σειρά, μέσα στο στάβλο. Κάθισε στο σκαμνάκι του και ξεκίνησε με προσοχή τη λεπτοδουλειά του ξεκοιλίασματος.
Πρώτα πήρε το μεγάλο σουβλερό μαχαίρι και ξεκίνησε να ανοίγει τα βλήματα. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που αποφάσιζαν να τα παίξουν όλα με την επικίνδυνη δουλειά των εκρηκτικών. Και ήταν αρκετοί, εκείνοι είχαν χάσει τα χέρια τους μέσα στη θάλασσα από ένα λάθος πάνω στο άναμμα του δυναμίτη, όμως αν συνέβαινε το κακό την ώρα που ξαντέριαζαν τα βλήματα και έπαιρναν το υλικό από τα σωθικά τους, τότε δεν έμενε ούτε ανθρώπινο λέπι.
Όμως οι ανάγκες ήταν τόσο μεγάλες, που έκανε τη λέξη ρίσκο, να είναι σβησμένη, ανύπαρκτη από την καθημερινότητα.
Ο Μιχάλης δεν έχανε καιρό, είχε ήδη ανοίξει σχεδόν όλες τις οβίδες και έκανε διάλειμμα πριν πιάσει τους όλμους.
Τα παιδιά κλωθογύριζαν τριγύρω του, μάλλον έπαιζαν ένα από τα παιγνίδια τους, με τα σιδερένια καπάκια από τις μπόμπες παραδίπλα από τη φωτιά, ενώ εκείνος έκανε υπολογισμούς όσο κοιτούσε το λοφάκι που σχημάτιζε ο δυναμίτης.
-Τόσα θα πάρω, και χρωστάω άλλα τόσα…μωρέ θα τα καταφέρουμε, θα τα βγάλουμε τίμια πέρα…
Μα το κακό διαλέγει την πιο μικρή και ανύποπτη στιγμή για να τα πάρει όλα.
Ο Μιχάλης θα ήταν χαμένος μέσα στις σκοτούρες του μυαλού και δεν πρόλαβε εκείνη την πιο άτιμη ψιλή σπίθα, που ξεπετάχτηκε από το τζάκι και με φόρα έπεσε πάνω στο κοιμισμένο μπαρούτι. Αυτό που ακολούθησε δεν περιγράφεται και όσοι το έζησαν δεν είναι υπερβολή ότι ακόμη και σήμερα το ξαναζούν συχνά στα όνειρα τους.
Οι εκρήξεις ακούστηκαν μέχρι τα Πηγάδια, ενώ στις Μενετές εκείνοι που ήταν στο δρόμο είδαν την οροφή του σταύλου, όλα τα ξύλα και τα χώματα, να ξεπετάζονται ψηλά στον αέρα και να ξεπετάγονται γλώσσες από πύρινες φλόγες, μέχρι τα πρώτα σύννεφα που έφερνε ο καρπάθικος μπονέντης.
Τέτοιες εφιαλτικές στιγμές δεν έχουν ξαναζήσει μέσα στις Μενετές, ίσως και σε ολόκληρη την Κάρπαθο. Οι φλόγες κατάπιναν τα πάντα, και οι υπόλοιπες, άσκαστες οβίδες, έπιασαν κι αυτές το δικό τους φονικό χορό.
Κανένας δεν μπορούσε να ζυγώσει το σπίτι, ενώ οι πιο θαραλλέοι στάθηκαν λίγο μακριά και δεν πίστευαν στα μάτια τους. Έβλεπαν ένα-ένα τα μικρά παιδιά να τρέχουν έξω από το στάβλο ενώ καιγόντουσαν. Όλα είχαν πάρει φωτιά, δεν υπήρχε σάρκα που να μην τη ρουφούσαν οι καφτές πύρινες γλώσσες και κατάπιναν λαίμαργα όλη τη φαμίλια του Μιχάλη.
Όσο για τη μυρωδιά της καμμένης σάρκας, αυτή έχει απομείνει βαθιά μέσα στα ρουθούνια όλων εκείνων, που έζησαν την πιο μαύρη μέρα. Δεν υπήρχαν πια πρόσωπα, είχαν καεί όλα τα χαρακτηριστικά από τα κορμιά τους και ο πόνος έβγαζε πνιχτούς άναρθρους ήχους, μόνο φωνήεντα δίχως σύμφωνα, όμως όλο το χωριό ένιωθε την αβάσταχτη δυστυχία στη ψυχή του.
Πιο τραγική στιγμή εκείνη της εννιάχρονης πρωτοκόρης του Μιχάλη, ενώ βγήκε με ελάχιστα εγκαύματα, σχεδόν αμέσως έδωσε μια και χώθηκε ξανά στις φλόγες. Είχε θυμηθεί το πιο μικρό παιδί, το ξεχασμένο μωρό που και εκείνο θα καιγόταν στη κούνια του και είχε ελπίδα πως ίσως να το προλάβαινε.
Ετούτη η αυτοθυσία της δεν μπορεί να έχει κάτι παρόμοιο. Το θάρρος δεν γνωρίζει ηλικία και φυσικά ούτε κρύβεται πίσω από ανθρώπινο φύλο.
Ένα λεπτό αργότερα, πετάχτηκαν έξω τα δυό παιδιά που έμοιαζαν σαν λιωμένες λαμπάδες.
Η μικρή κρατούσα στην αγκαλιά της το μωρό, και από μακριά έμοιαζε να κρατά μια μάζα φωτιάς.
Η καρβουνιασμένη φαμίλια δεν άντεξε ούτε μια βδομάδα.
Ένας-ένας ψυχοραγούσαν, μέχρι που όλοι έσβησαν. Ο θάνατος φίλησε πρώτα το μωρό και έπειτα οι υπόλοιποι χόρεψαν ένας-ένας μαζί του. Όλο το χωριό παραφυλούσε ανήμπορο και φοβισμένο στα παραθύρια, άκουγε τις κραυγές τους, μύριζαν τις καμένες σάρκες τους και έκλαιγε με λυγμούς, αφού δεν μπορούσε να κάμει κάτι για να τους βοηθήσει. Αν μιλούσαν τα σπίτια, οι καρπάθικοι σοφάδες και οι πετρόκτιστοι τοίχοι σίγουρα θα θυμούνται τον απερίγραπτο ανθρώπινο πόνο εκείνων των ημερών.
Από τότε γλύστρισαν και χάθηκαν πολλά χρόνια, πέρασαν πολλοί άνθρωποι που έφυγαν αθόρυβα, ωστόσο η ιστορία των τριών αδελφών, της Μαριγώς, του Νίκου και του Μιχάλη, δεν έχει ξεχαστεί αν και δεν είναι από εκείνες τις πρώτες που θέλουν να θυμούνται και να λένε στις καλοκαιρινές απογεματινές αποσπερίες. Κι αν τύχει μια κουβέντα να βρεθεί γύρω από τα τρια δύστυχα αδέλφια, τα μάτια γεμίζουν δάκρυα και ο αέρας φέρνει μια παράξενη μυρωδιά καμμένης σάρκας.
Καμμιά ιστορία δεν ξεχνιέται, μπορεί να ξαποσταίνει σε μια άκρη σιωπηλή και με μισόκλειστα από πόνο ματάκια. Όμως φτάνει μια στιγμή για να πάρουν φωτιά λεπτομέρειες και να κινητοποιηθούν οι νευρώνες των αναμνήσεων και έπειτα να μπαινοβγαίνουν στα όνειρα γνωστών και αγνώστων φίλων.
Μια αυτοκτονία, ένας φόνος και μια φωτιά που ήρθε και έκαψε τα πάντα. Τρια αδέλφια με τη πιο τραγική μαύρη μοίρα.