Βιβλίο

Γιατί αξίζει να διαβάσεις το “Δάχτυλα πάνω στο σώμα της”, της Πόλυς Μηλιώρη

Spread the love

    

 POLY_MHLIORH_01.jpg

 

 

 

 

 

 

 

 

 

      Η Πόλυ Μηλιώρη είναι συγγραφέας

 

 

 

 

 

manos_kontoleon_patrakis_cover-660x400.jpg

 

 

«Δάχτυλα πάνω στο σώμα της»* το νέο μυθιστόρημα του Μάνου Κοντολέων

 

 

Με το τελευταίο του βιβλίο  «Δάχτυλα πάνω στο σώμα της», ο  Μάνος Κοντολέων προσφέρει στο αναγνωστικό κοινό ακόμα ένα μυθιστόρημα «ενηλικίωσης». Αυτός μοιάζει να είναι  ο δρόμος που προτιμά – ή που έχει καταλήξει να παίρνει –   ο πολυγραφότατος και πολυβραβευμένος συγγραφέας, προκειμένου να εκφράσει τις πάντα επίκαιρες ανησυχίες και σχολιασμούς του: ο δρόμος που σβήνει την διαχωριστική εκδοτική γραμμή  μεταξύ «|λογοτεχνίας για νέους» και «λογοτεχνίας για ενήλικους αναγνώστες». Τα μυθιστορήματα ενηλικίωσης  δεν είναι άλλο  από απαιτητικά μυθιστορήματα, που προσπαθούν να βρούνε το κοινό τους, όπως και κάθε άλλο λογοτεχνικό αφήγημα, αδιακρίτως ηλικίας* και κρίνονται , όπως όλα τα μυθιστορήματα, από την επιτυχία τους ή όχι, να πείσουν για την αληθινότητά τους. Αυτό που τα ορίζει ως «ενηλικίωσης»  δεν είναι η ηλικία των αναγνωστών, αλλά η ηλικία των πρωταγωνιστών ή πρωταγωνιστριών τους.

 

Τόσο με τα προτελευταία μυθιστορήματά  του «Μέλι κόλλησε στα χείλη» και «Δυο φορές άνοιξη», όσο και με το τωρινό, το «Δάχτυλα πάνω στο σώμα της», ο Κοντολέων  παρακολουθεί την ενηλικίωση  της Μέλλως  της Ανθής και της Λίας,  που πάει να πει: την πορεία από το δοτό,  στο αυθεντικό της ταυτότητας.  Και όπως η ταυτότητα κάθε ανθρώπου προσδιορίζεται κατηγορηματικά από την ανακάλυψη και στη συνέχεια από την παραδοχή της σεξουαλικότητάς του, το «Δάχτυλα στο σώμα της» έρχεται να ψηλαφίσει τη λεσβιακή  επιλογή  της νεαρής πρωταγωνίστριάς του,  στην Ελλάδα του σήμερα.   

 

Ο προβληματισμός  του συγγραφέα γύρω από τη σεξουαλικότητα, ακολουθώντας  τις  πολλές δεκαετίες  της λογοτεχνικής του διαδρομής,  είχε  κορυφωθεί, θα έλεγα, με το δοκιμιακό μυθιστόρημά του «Ερωτική αγωγή» που κυκλοφόρησε  από τις εκδόσεις Πατάκη το 2003. Με εκείνο το βιβλίο, ο Κοντολέων έκλεινε την κατάθεσή  της προσωπικής του οπτικής για τον ερωτισμό, για τον περασμένο αιώνα. Μια οπτική που είχε εκφραστεί λυρικά  τόσο με το «Ερωτικές ιστορίες μιας παιδικής ηλικίας» το 1996 όσο και με το αξεπέραστο κατά την γνώμη μου, μυθιστόρημά του «Ιστορία Ευνούχου» το 2000. Έτσι, με το «Ερωτική αγωγή» καταπιάστηκε να σχολιάσει   τη  στάση ολόκληρου του 20ου αιώνα απέναντι στον ερωτισμό, που τον ονόμαζε «έρωτα»,  αντιπαραθέτοντας τις  βιογραφίες των πρωταγωνιστών του με την κοινωνική εξέλιξη μέσα στον αιώνα. Για τις τολμηρότατες   περιγραφές των ερωτικών πράξεων  χρησιμοποίησε   ως πέπλο αιδούς  αγοραίες μεν αλλά αρχαιότατες λέξεις, και για τις περιγραφές   των διαδεχόμενων κοινωνικών καταστάσεων κατέφυγε   σε δοκιμιακές παραγράφους, όπου οι επιστημονικές και καλλιτεχνικές κατακτήσεις  σηματοδοτούσαν και τις αλλαγές στην ερωτική αγωγή των ανθρώπων.

 

Συγγραφέας που δοκιμάζει συνεχώς νέες φόρμες, ο Κοντολέων  ψηλαφεί  τη σεξουαλικότητα του νέου αιώνα σε σύντομα και αφαιρετικά διηγήματα το 2006, με τον τίτλο «Σχεδόν έρωτας», για να  φτάσει το 2013 στο «Μέλι κόλλησε στα χείλη» και το 2014 στο «Δυο φορές Άνοιξη»  σ’  έναν εκφραστικό τρόπο που συνεχίζεται και στο «Δάχτυλα πάνω στο σώμα της»:

 

 

Έναν τρόπο που τον έχει καλά ασκήσει στα μυθιστορήματα για νέους: την γραμμική αφήγηση  της εσωτερικής περιπέτειας  από την παιδική αθωότητα στην εφηβική αμφισβήτηση, και τελικά στην αυτοκατάφαση του αληθινού ενήλικου εαυτού.   

 

Την  αφήγησή του αυτή την κάνει με δημοσιογραφική προσέγγιση, προσέχοντας ιδιαίτερα  το πραγματολογικό περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνουν οι σύγχρονοι νέοι, ανάλογα βέβαια με την κοινωνική και μορφωτική τους καταγωγή.

 

Στο «Δάχτυλα στο σώμα της» το περιβάλλον είναι η πολύβουη Αθήνα, η πανεπιστημιακή Θεσσαλονίκη, οι ανήλιαγες γκαρσονιέρες και τα λουξ μεσοαστικά διαμερίσματα, οι παρόντες και απόντες γονείς, τα τραγούδια των νυχτερινών μπαρ και των περιθωριακών κουτουκιών, οι νεαρές μητέρες και οι εναλλακτικές απαντήσεις στην κάθε είδους κρίση, τα ετερόφυλα και τα ομόφυλα ζευγάρια σε εναλλαγή, οι μισοτελειωμένες φράσεις κλισέ, αλλά κι οι  επιχειρούμενες εξομολογήσεις. Και βέβαια το εύρημα των δαχτύλων, που πότε  αρπαχτικά, πότε βελούδινα,   διασχίζουν και εμβολίζουν το σώμα.

 

 Αλλά, αν  αφηγείται τον κόσμο του τελευταίου του Μυθιστορήματος δημοσιογραφικά – χωρίς δηλαδή να κρίνει, χωρίς να στοχάζεται, χωρίς να υπονοεί – την παρακολούθηση  όμως της εσωτερικής πορείας της ηρωίδας του κατά τον  μυθιστορηματικό χρόνο, την ασκεί σαν σκηνοθέτης και σαν  ψυχολόγος. Παρατηρεί και περιγράφει κάθε κίνηση της Λίας, λες σε slowmotion, ώστε να μη ξεφύγει στιγμή το μάτι του αναγνώστη από πάνω της. Παρακολουθεί και περιγράφει κάθε αίσθησή της  – όραση, ακοή, γεύση, όσφρηση, και κυριότατα αφή – ώστε να συμπεράνουμε τις ανεπαίσθητες αλλαγές της αυτογνωσίας της. Ώστε, εξωτερικοί μάρτυρες, εμείς, να την βοηθήσουμε  να παραδεχτεί τελικά τη λεσβιακή της κλίση και  να την αναγγείλει πρώτα στη μάνα κι ύστερα στο σύζυγο.

 

 Γιατί, όπως πάντα συμβαίνει στα μυθιστορήματα ενηλικίωσης, η κουρτίνα της αλήθειας δεν τραβιέται αιφνίδια και δραματικά. Δεν έρχεται η στιγμή να τα πάρει και να τα σηκώσει όλα, και να δείξει τα πράγματα αλλιώς. Η διεργασία ωρίμασης και παραδοχής γίνεται βαθμιαία, βασανιστικά* και για τους έξω απ’τη ψυχή του πάσχοντα,  γίνεται ανεπαίσθητα.

 

Μα γιατί πάσχουσα η νεαρή Λία Λυγερού; Και ποια είναι αυτή η Λία;

 

Είναι το κοριτσάκι της διπλανής μας πόρτας  – για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση του συρμού* μια απ’ αυτές τις εκφράσεις που χρησιμοποιεί κατά κόρον ο Κοντολέων, προκειμένου να δώσει στο μυθιστόρημά του την αληθοφάνεια της καθημερινότητας. Είναι η μοναχοκόρη δυο αγαπημένων μεσοαστών γονιών, αναθρεμμένη με τις ελευθερίες και τους περιορισμούς της εποχής μας. Τελειώνοντας  το Λύκειο, σπουδάζει  στην Οδοντιατρική Θεσσαλονίκης, φεύγοντας από το πατρικό σπίτι, δίχως δράματα κι εξάρσεις.

 

Όλα φαίνονται κανονικά, πάνω στο μέτρο, χωρίς ανταρσίες ιδεολογικές, χωρίς πνευματικές, μήτε και μεταφυσικές  ανησυχίες.  Όμως, απλώς φαίνονται έτσι. Αφού, η μέγιστη αγωνία που κατατρώει νου και ψυχή, μπορεί να μην είναι αυτή των σπουδών και της επαγγελματικής σταδιοδρομίας, όπως σε πολλά από τα βιβλία για νέους που έχει καταθέσει ο συγγραφέας* μπορεί να μην είναι η τάση προς την Τέχνη και το στοχασμό, όπως στο βραβευμένο του μυθιστόρημα «Μάσκα στο φεγγάρι». Μπορεί να μην είναι η απομυθοποίηση των γονιών, όπως με τραγικότητα συμβαίνει στο «Ανίσχυρος Άγγελος»* μπορεί να μην είναι η δυσκολία ένταξης  στη νεολαία της εποχής, όπως στο «Ροκ Ρεφρέν», ούτε η έγνοια της αποκατάστασης  δια του γάμου, που κατάφαγε την πρωταγωνίστρια του «Μέλι κόλλησε στα χείλη», και τινάζεται στον αέρα από εκείνη του «Δυο φορές Άνοιξη»,  στα πρώτα από τα μυθιστορήματα  ενηλικίωσης που ο εκδότης δεν κατέταξε σε ηλικιακή σειρά αναγνωστών.

 

Όμως η Λία, που, όπως είπαμε, έχει όλα τα καλά του κόσμου και καμιά ανησυχία άλλη από το πού τη σπρώχνει  ερωτικά η φύση,  στην πραγματικότητα βιώνει τη μεγαλύτερη  αγωνία. Γιατί ακριβώς πρόκειται για  υπαρξιακή αγωνία.

 

Κι αυτή δεν χτυπά μόνο τους άντρες ή τις γυναίκες, δεν χτυπά μόνο τους έξυπνους και τις έξυπνες, τους καλλιεργημένους  και τις καλλιεργημένες,  τους εύπορους και τις εύπορες, τους φτωχούς  και τις φτωχές. Η υπαρξιακή αγωνία – το ποιά είναι δηλαδή η ταυτότητά μου – που τρέφεται από ορμόνες και μνήμες, από αισθήσεις και συλλογισμούς, από τυχαία ή επιδιωκόμενα περιστατικά* η υπαρξιακή αγωνία είναι η μήτρα κάθε ανθρώπου.  

 

Για να γεννηθούμε  ενήλικοι και ταιριαστοί με το μέσα και τον  γύρω μας κόσμο πρέπει να ζήσουμε τον θάνατο του ετεροπροσδιορισμού. Πρέπει να ξεχάσουμε τα σκληρά  κι άκαμπτα δάχτυλα του πατέρα, να συμφιλιωθούμε με την ιδέα της μάνας που συνουσιάζεται τα Κυριακάτικα μεσημέρια, να αποποιηθούμε τον  ανάρμοστο γάμο, να αγαπήσουμε τον φίλη ή την φίλη με σώμα ή καρδιά ή με τα δυο μαζί.    

      

Ο Μάνος Κοντολέων  είναι άνθρωπος πεισματάρης και μεθοδικός. Έχοντας αφήσει – προς λύπην κάποιων αναγνωστών του, κι εμού συμπεριλαμβανομένης – έχοντας  περιορίσει   τη λυρικότητα και την αφαιρετική γραφή στα παραμύθια του, τα τελευταία χρόνια γράφει   ρεαλιστικά μυθιστορήματα, ριζωμένα στην καθημερινότητα της εποχής μας.

 

Πάντοτε ιδεολογικά ανοιχτός στο διαφορετικό* πάντα πολέμιος της όποιας αδικίας,  στο «Δάχτυλα πάνω στο σώμα της» στρέφει το μεγεθυντικό φακό του συγγραφέα  σε μια καθημερινότητα που  ασφαλώς δεν βιώνεται από   την πλειονότητα των ανθρώπων, ανδρών και γυναικών, της εποχής μας. Αριθμητικά, οι ετεροφυλόφιλοι υπερισχύουν.

 

«Αλλά μόνον αριθμητικά* μόνο στατιστικά», μοιάζει να δηλώνει ο  δημιουργός της Λίας και των άλλων γυναικών που  την  πλαισιώνουν στις ερωτικές της αναζητήσεις. 

 

 Αλλά η στατιστική ουδέποτε ενδιέφερε τη Μυθοπλασία. Όπως δεν ενδιαφέρει την ατομικότητά μας.  Έτσι η Λία είναι έτοιμη πια να πετάξει στην Μασσαλία, για να σμίξει με την αγαπημένη της.

 

«Από τη τσάντα που μοιάζει με μαθητικό σακίδιο, βγάζει το πορτοφόλι της» μας λέει ο Μάνος που την παρακολουθεί σε 410 σελίδες.

 

Έτσι τελειώνει το βιβλίο:

 

«Ψάχνει», μας λέει.

 

«Και  με τα δικά της δάχτυλα κρατά την ταυτότητά της».   

 

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

 

 

Το βιβλίο του Μάνου Κοντολέων κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ.

Περισσότερα για τον συγγραφέα εδώ

ceb4ceaccf87cf84cf85cebbceb1-ceb5cebecf8ecf86cf85cebbcebbcebf-1.jpg

 

 

 

 

     

SHARE
RELATED POSTS
unnamed_1.jpg
Νέες κυκλοφορίες από τις εκδόσεις “Καλέντη”
Μια ιστορία για πεζούς, της Άντας Γανώση
Διαβάζοντας: “Lockdown” – Peter May, του Άγγελου Κουτσούκη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.