.
Ο Γεώργιος Παπανικολάου περιγράφει τις συνθήκες της “πόρνης ρωμιοσύνης” των καιρών του. “Έφυγα από την Ελλάδα με σπασμένα φτερά και νόμιζα πως δεν θα μπορούσα πια ποτέ να πετάξω. Όλοι γύρω μου με θεωρούσαν ως ένα ναυαγισμένο ιδεοπαθή και άρχισα σιγά σιγά να το πιστεύω και εγώ ο ίδιος… Ευτυχώς εδώ βρήκα άλλο κόσμο, άλλους ανθρώπους με πλατύτερες ιδέες με ευγενέστερα αισθήματα με υψηλότερα ιδεώδη και μπόρεσα να μπω πάλιν εις
τον δρόμον μου. Για πρώτην φορά στην ζωήν μου ημπορώ να πω πως είμαι ευχαριστημένος. Έχω γύρω μου ζωήν που κοιτάζει μπροστά εις το μέλλον
και όχι οπίσω εις το παρελθόν. Η Ελλάς είναι ένα παμμέγιστον νεκροταφείον επάνω εις το οποίον είναι στημένα τα πέτρινα αγάλματα των αρχαίων σοφών. Πίσω, πίσω, πίσω. Η έρευνα είναι η ψυχή της προόδου. Ο αμερικανός ή ο ευρωπαίος όταν του πω ότι είμαι επιστήμων και δεν κάνω τίποτε άλλο από το να ερευνώ με θεωρεί όχι μόνον ως χρήσιμον στοιχείο, αλλά ως κάτι ανώτερο από τους κοινούς ανθρώπους. Ο έλλην με θεωρεί απεναντίας ως ένα άχρηστον όν και όχι μόνον άχρηστον αλλά και επικίνδυνον ως ένα είδος φρενοπαθούς, ο οποίος έχει καταληφθεί από μανίαν μέσα εις το νεκροταφείον του (…)“