Ένα έργο ατελές, που διεκόπη πάνω στον μεγάλο ενθουσιασμό, αλλά μίας δυναμικής ξεχωριστής και μίας μεγαλοπρέπειας του ασυμβίβαστου. Στην πράξη αγνοημένος από τους συγχρόνους του, ο Büchner δεν θα φανταζόταν ποτέ ότι ένα λογοτεχνικό βραβείο από τα πιο διαπρεπή θα έφερε κάποτε το όνομά του. Απονέμεται κάθε χρόνο σε έναν συγγραφέα ισχυρής θεληματικότητας, από την Γερμανική Ακαδημία της Γλώσσας και της Λογοτεχνίας στο Darmstadt, στην Hesse, την γενέτειρά του. Οι λόγοι των βραβευμένων μνημονεύουν την σημασία που είχε η σκέψη του Büchner στην σύλληψη του κόσμου: κατ’ αυτόν τον τρόπο συντίθεται ένα μωσαϊκό που αντανακλά τις ποικίλες προσεγγίσεις που προσκαλεί η ανάγνωση ενός έργου του οποίου ο αντίκτυπος δεν ξεθωριάζει.
Υπάρχει στον Büchner ένας επαναστάτης και ένας ποιητής, αλλά επιπλέον ένας λόγιος, ένας φιλόσοφος και ένας άνθρωπος έγκλειστος μέσα στην μοναχικότητά του και τις εσωτερικές συγκρούσεις του. Υπάρχει μέσα του ένας συγγραφέας που αναζητεί την εξάρθρωση των στερεοτύπων του γλωσσικού ύφους, της σκέψης, του πολιτικού και κοινωνικού βίου. Γνωρίζει ότι η γλώσσα οφείλει να συνεχίσει να διαβιοί. Να ζήσει και να επιτρέψει και στους άλλους να ζήσουν.
Γιος φαρμακοποιού, αναλαμβάνει σπουδές ιατρικής στο Στρασβούργο από τον Νοέμβριο του 1831. Η γαλλική γλώσσα τού είναι οικεία: θα σχεδιάσει τo υπόμνημά του πάνω στο νευρικό σύστημα της τρίγλης (μπαρμπουνιού) χρησιμοποιώντας την Γαλλική σχεδόν άψογα. Η ποιότητα αυτής της εργασίας τού επέτρεψε να προαχθεί στο αξίωμα του διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Ζυρίχης όπου θα αποκτήσει το 1836 μία θέση λέκτορα. Πέραν τούτου, η Γαλλία κατέχει μία κεντρική θέση στις λογοτεχνικές του ανησυχίες: αναγιγνώσκει Lamartine, Musset, Saint-Simon, Lamennais και Victor Hugo του οποίου θα μεταφράσει το 183 τα Lucrèce Borgia και Marie Tudor.
Από αυτά τα χρόνια του σχολείου, δείχνει ενδιαφέρον για την Γαλλική Επανάσταση, αργότερα εντρυφεί στο Le Nouveau Paris του Louis-Sébastien Mercier και στα έργα των Thiers και Mignet για την Ιστορία της Επανάστασης που είχε ως αποτέλεσμα την σύνθεση στις αρχές του 183 του πρώτου του μεγαλόπνοου δράματος, La Mort de Danton, έχοντας συνείδηση της εύθραυστης φύσης του ανθρώπου, αποβάλλοντας την τυραννική αδιαλλαξία της ηθικής. Η αδυναμία του Danton, το μεγαλείο του Danton, είναι ότι αναγνώριζε την ματαιότητα όχι της δράσης αλλά κάθε ανησυχίας της ψυχής.
Μαχητικός. Επαναστάτης. Αγωνιστής. Αντικομφορμιστής, θα παραμείνει μέχρι το τέλος της ζωής του. Δεν θα ευαρεστεί ποτέ στην ύφανση δικτύων, δεν θα μάθει ποτέ να ερωτοτροπεί, να γοητεύει, να ασκεί την τέχνη της απάρνησης. Όχι, δεν τού έρχεται η ιδέα να «υποκύψει μπροστά στα ευνουχισμένα άλογα αγώνων και τους γελοίους της ιστορίας». Ως εκ τούτου παραιτείται από κάθε άμεση πολιτική δραστηριότητα και δεν βαυκαλίζεται με ψευδαισθήσεις: είναι τραγικά μόνος, η υγεία του είναι ασταθής, τα χρήματά του λίγα. Όπως ο «δικός του» Danton, είναι εξοικειωμένος με ένα συναίσθημα κόπωσης και εξασθένισης. Το θέαμα των ανθρώπων και του κόσμου τού εμπνέει έναν γήϊνο πεσσιμισμό. «Ποιός είναι αυτός που μάς ψεύδεται, φονεύει, λεηλατεί;», διερωτάται.
Διαβάζει Descartes και Spinoza και εργάζεται πάνω στο λογοτεχνικό του έργο, πυρετωδώς. Είναι αυτό το έργο του που θα εκφράσει τις αμφιβολίες του, τους ευσεβείς πόθους του, τις εμμονές του. Σε λιγότερο από ένα χρόνο, γράφει ένα μυθιστόρημα, μία κωμωδία, και ένα αποσπασματικό δράμα, τον Woyzeck. Κατατρυχόμενος από τις αγωνίες του όσο ήταν εξόριστος στην Ζυρίχη όπου κατέθεσε μία αίτηση ασύλου, συν ότι τον παρενοχλούσαν ίσως επιπλέον σκοτεινές προαισθήσεις, υποβάλλει τον εαυτό του σε εξοντωτικές προσπάθειες. Θα λέγαμε ότι θέλει να αυτοκτονήσει εργαζόμενος. Ωστόσο, δεν είναι η εργασία, είναι η ασθένεια που θα γίνει η αιτία: ο τύφος θα τον καταβάλει μέσα σε λίγες ημέρες. Πεθαίνει την 19η Φεβρουαρίου του 1837.
Θεσσαλονίκη, 23.06.2016
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr