O Φώτης Βαρέλης υπήρξε αυτό που λέμε Δάσκαλος. Όχι μόνο, γιατί ήταν καθηγητής φιλόλογος, αλλά γιατί η στάση ζωής του τον κατέταξε στους σπάνιους ανθρώπους της Ελλάδας. Όλοι έτσι τον αποκαλούν, τον γνώριζαν, δεν τον γνώριζαν. Πέθανε στις 18 του Αύγουστου του 2012, υπερπλήρης ημερών και πλήρης προσφοράς στον τόπο του και στην Ελλάδα. Είχε δύο γιούς, ο ένας εξ αυτών ζει, ο Σταύρος, και ζούσε με την Σοφία, την γυναίκα του, και τον Σταύρο. Η Σοφία πέθανε 16 μέρες, πριν από τον μέγα Δάσκαλο.
Δίδασκε για 20 χρόνια αμισθί στην Ακαδημία της Ρόδου. Ήταν από τους πρωτεργάτες της δημιουργίας της Τουριστικής Σχολής Ρόδου, των Νυχτερινών γυμνασίων, των θεατρικών ομάδων. Είχε γράψει ποίημα για τον κύπριο ήρωα Ευαγόρα Παλληκαρίδη, που συμπεριελήφθη στο βιβλίο της ΣΤ’ Δημοτικού που, πριν από το 2006, το Υπουργείο Παιδείας πέταξε εκτός ύλης. Μάλλον δεν έχουμε καιρό για τις μνήμες ηρώων που τίμησαν τον εαυτό τους και τον τόπο τους. Επίσης, μετά την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα, συμμετείχε σε διαγωνισμό και κέρδισε το πρώτο βραβείο για την επιγραφή που θα αναρτώταν σε ένα βράχο της Σύμης. Ο βράχος έγραφε:
«Απόψε κρυφομίλησε η Λευτεριά με μένα.
Πάψετε Δωδεκάνησα νάστε συλλογισμένα».
Μην παραξενευτείτε, αν σας πω, πως κάτω από την επιγραφή έλειπε το όνομα του Φώτη Βαρέλη. Η Ελλάδα που…θάβει τους ανθρώπους της, προτού τους θάψει σκεπάζοντά τους με χώμα.
Αργότερα, χωρίς ποτέ να παραπονεθεί, ο Φώτης Βαρέλης αφοσιώθηκε αποκλειστικά στην συγγραφή. Όταν τον πλησίαζαν δημοσιογράφοι και ρεπόρτες για να τους πει μια κουβέντα, τους απαντούσε σε στωικότητα: «Θα με βρείτε στα βιβλία μου. Μην με τυραννάτε με τα φώτα».
Ήταν σεμνός, αθόρυβος, γαλήνιος. Περπάτησε ισόβια με το κεφάλι ψηλά. Δεν εκμεταλλεύτηκε τίποτα από αυτά που είχε, απείχε παντελώς από την ζωή του η σχέση με την ύλη και το κέρδος. Κουβαλούσε τις απαράβατες αξίες της ζωής: καλοσύνη, αγνότητα, τιμιότητα, απλότητα, αυθορμητισμό. Είχε αγιοσύνη στο βλέμμα και στην ψυχή. Δεν μπορούμε όλοι να είμαστε άγιοι. Δεν μπορούμε όλοι να γίνουμε ήρωες. Μπορούμε, όμως, να είμαστε τίμιοι. Ο ίδιος αθόρυβος, μα τα γραπτά του και οι ομιλίες του έκαναν κρότο. Κάποτε, το 1988 εκφώνησε ένα λόγο με αφορμή την 7η Μαρτίου, ημέρα προσάρτησης της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα. Μεταξύ άλλων, είπε:
«Όσο για το μέλλον τούτα τα δυο, θα ζητήσω 30 δευτερόλεπτα να σας πω. Και θέλω βίντεο να κρατηθούν.
Το ένα είναι: Προσέξετε την ελευθερία μας. Είναι η πρώτη ύλη της ευδαιμονίας του ανθρώπου και ζητάει: Αυτογνωσία, αυτοπειθαρχία, σεβασμό και τιμιότητα στην εργασία μας,. Ζητάει αγάπη, ανθρωπιά και δικαιοσύνη.
Το δεύτερο είναι: Προσέξετε τη γλώσσα μας γιατί:
Τίποτε άλλο, πιο ακριβό από τη γλώσσα, δεν κληρονομήσαμε από τους πατεράδες μας. Και τίποτε άλλο, πιο ακριβό από τη γλώσσα, δεν πρόκειται να δώσουμε κληρονομιά στα παιδιά μας. Σ’ όλη της την πορεία. Από τις πρώτες της πηγές μέχρι σήμερα. Μέχρι το κάθε σήμερα. Όχι κομμένη από κάποιο σημείο και ύστερα γιατί θα ξεραθεί.
Από κει αντλούμε την ιστορία μας, από κει αντλούμε τις δυνάμεις του έθνους μας, τις δυνάμεις μας».
Σήμερα, αναζητούμε την χαμένη μας ελευθερία. Βέβαια, ψάχνουμε να βρούμε τον εχθρό έξω από εμάς. Έλα, όμως, που ο εχθρός είναι εντός των τειχών. Μέσα στην Ελλάδα, για να μην πω μέσα στον ίδιο μας τον εαυτό. Και αν μας φαίνεται ή μας κολακεύει να πιστεύουμε πως οι εχθροί είναι οι άλλοι, ας παραδεχτούμε, έστω και αργά, πως στους εχθρούς, που μας κουμαντάρουν τις ζωές, εμείς δώσαμε το δικαίωμα να το κάνουν, καταθέτοντας, μάλιστα, και την εξουσιοδότηση. Δεν μπορώ να φανταστώ τίποτα πιο τραγικό από τα να με διαφεντεύει άλλος, εκτός από εμένα την ίδια. Και για τελειώσω και το παρόν κείμενο, ελάχιστο φόρο τιμής στην στάση ζωής του σπουδαίου Φώτη Βαρέλη, που ευελπιστώ να γλυκάνει την ψυχούλα σας, να σας δώσει ελπίδα και καθαρό μυαλό για δραστικές και αποδοτικές αποφάσεις, παραθέτω μια δική του σκέψη και αντιγράφω και ένα ποίημά του, σκύβοντας από βαθύ σεβασμό και περίσκεψη το κεφάλι με κλειστά τα μάτια: «Ευτυχώς, υπάρχει ο θάνατος»*.
Ποίημα του Φώτη Βαρέλη
«Στο πεζοδρόμιο»
Αυτοί πού ρχονται απ’ αντίκρυ τους ξέρω.
Θα πούμ’ ένα ζεστό “καλημέρα” και θ’ αντιπεράσουμε.
Σε λίγα μέτρα θα γυρίσουν να δουν τα νώτα μου
Όπως θα κάμω κι εγώ για τα δικά τους.
Ωστόσο ούτε εγώ ξέρω ακριβώς αν με σχολιάζουν
Ούτ’ εκείνοι πιστεύω να υποψιάζονται
Ότι, αν πρόφτενα πριν με δούνε, θα ‘παιρνα την άλλη οδό.
Πέρασε ξαφνικά μια σκέψη απ’ το μυαλό μου
Μια ευχή. “Να μη βρεθεί ποτέ το εργαλείο εκείνο
Που θά πιανε τις σκέψεις των ανθρώπων”
Το μόνο που μας έμεινε δικό μας.
Να γυρνάμε βαθιά μας κι εκεί να κρυβόμαστε.
Φαντασθήκατε ποτέ την οδύνη
Να καταπατιόταν η ψυχή μας!
Να γδύνεται κι αυτή σε κοινή θέα
Όπως γδύνεται σήμερα το σώμα μας;
Υγ: …ας μου επιτραπεί να συμπληρώσω την πικρή αλήθεια της τελευταίας πρότασης του κειμένου. Πριν από τον θάνατο, υπάρχει η ζωή. Σε μας απομένει, αν θα της δώσουμε αξία ή όχι.