Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Έρχομαι από τη φρίκη του πολέμου, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

 

* Ο Δημήτρης Κατσούλας είναι αναγνώστης της Πόρτας

 

“Έφτασα στην Ελλάδα, χωρίς να έχω στο μυαλό μου τι θα κάνω. Δεν ξέρω τι να περιμένω, πού να πάω,αν αύριο φωτίσει νέα μέρα. Είμαι χαμένη”

 

Βράδυ Τετάρτης, γύρω στις 9 η ώρα, 1 του Απρίλη-κι έπειτα από κάτι δυσάρεστα μαντάτα που έφτασαν στο κινητό-μπαίνω στο ταξί με προορισμό το Χαϊδάρι.

 

“-Να σταματήσουμε να την πάρουμε; τί λές; σε πειράζει; Είναι σαν να έχει χάσει τον προσανατολισμό της”

 

“-Και δεν σταματάς,δεν έχω πρόβλημα”

 

Μπαίνει πίσω δεξιά, φοβισμένο πρόσωπο, λες και κάποιος την κυνηγούσε και έτρεξε να κρυφτεί.

 

Μετά από ένα-δυό λεπτά: “δεν θυμάμαι αν σας είπα καλησπέρα, με λένε Κεμπίρ, έρχομαι από την Συρία, είμαι χριστιανή, δεν έχω χρήματα να σας πληρώσω, πηγαίνω Αθήνα σε μια πατριώτισσά μου στο Μεταξουργείο. Είμαστε και οι δυο από το Χαμπάτ..”

Ένα ακόμη θύμα του πολέμου της αιματοκυλισμένης Συρίας. Εκεί που τα συμφέροντα και ο εμφύλιος είναι πλέον ανεξέλεγκτα.

Ήρθε με βάρκα από την Συρία με άλλα 18 άτομα. Πάνω από 8-10 φορές κινδύνεψαν να πνιγούν.  Να γεμίζει η βάρκα νερά, να τα πετούν έξω με κάτι πλαστικά μπρίκια, να έχουν ν’ αντιμετωπίσουν τα θεριά της θάλασσας,το σκοτάδι, την πείνα και τη δίψα όπου έφτασαν τελικά -χιλιόμετρα έξω από το Λασήθι-στη θέση ”Χιόνα”

Η πατρίδα της καταστράφηκε, το σπίτι της σκόνη ενός πυροβόλου, τα δυό της παιδιά, ο άντρας της και ο πεθερός θάφτηκαν στα χαλάσματα.

Η Κεμπίρ γλύτωσε γιατί είχε βγει να μαζέψει μέ ένα μπιντόνι νερό. Σπουδαγμένη και με πτυχίο του Allepo University παρακαλώ. Έμεινε να κοιτάζει τον ουρανό, το τίποτα. Όλα της τα όνειρα σε μιά καφετιά βαλίτσα κλειδωμένα και ”ας πάω Ελλάδα, στην ξαδέρφη που μένει εδώ πάνω από 11 χρόνια”.

 

Δεν ξέρει τί θα αντιμετωπίσει εδώ, δεν την νοιάζει εξ άλλου. Προσεύχεται να καθαρίσει το κεφάλι της, να ξαλαφρώσει από τον ήχο των ρουκετών, να φύγει η σκόνη από τα μάτια της που την τσούζουν ακατάπαυστα, να διαγράψει – όσο θα μπορέσει – από τη μνήμη της τα γουρλωτά μάτια των σκοτωμένων στις πλατείες.

 

Αισθάνεται ”ευτυχής” που γλύτωσε από τα χημικά. Θέλει, λέει, να γυρίσει πάλι στην όμορφη πατρίδα της, αλλά να έχει τελειώσει ο πόλεμος.

 

Θέλει να ψάξει από την αρχή για τον αδερφό της, την γειτονιά της, την άλλη της ξαδέρφη, την Ζαρμίν που έμεινε πίσω, αλλά νά’ χουν ηρεμήσει τα πράγματα.

 

-Κεμπίρ φτάσαμε Μεταξουργείο.

 

Δεν θέλησε να δώσει κανένα άλλο στοιχείο επικοινωνίας, λέγοντας μόνο: ”να μιλήσω ήθελα”.

 

Χάθηκε μέσα στο σκοτάδι και στα στενοσόκακα της περιοχής.

 

-Συνεχίζουμε για Χαϊδάρι, φίλε. Μη μου μιλήσεις, όμως, σε παρακαλώ, μέχρι να στρίψουμε δεξιά στο φανάρι και να μπούμε στην Παπανδρέου…

SHARE
RELATED POSTS
«Πυρετός το Σαββατόβραδο», του Κωνσταντίνου Μεϊντάνη
Από μια Ελληνίδα της Διασποράς ή αλλιώς για τα “ξενάκια” μας, της Άννας Κοντοπίδη
Μισή ζωή μας ανήκει, του Δημήτρη Κατσούλα

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.