«Είμαι εθελόντρια γιατί δεν μπορώ να βλέπω ανθρώπους βρεγμένους κι εγώ να κάθομαι με σταυρωμένα τα χέρια. Το σπίτι μας είναι πάνω
στη θάλασσα και κάθε μέρα φτάνουν πρόσφυγες. Πρόσφατα έφτασε μια βάρκα με 45 άτομα και με πολλά μωρά. Μπήκα κι εγώ μέσα στη
θάλασσα, έπιανα τα μωρά και τα έβαζα μέσα στο σπίτι μας. Είχαμε ανάψει τη σόμπα και τους δίναμε γάλα. Τους έβαλα καλτσάκια και τους
έδωσα πάνες.
Τις προάλλες έβγαλα έναν αχινό από το πόδι ενός μεγάλου, είχαν φτάσει με τη βάρκα τους πίσω από το σπίτι μας στα βράχια και βγαίνοντας
στην ακτή πάτησε τον αχινό. Δεν ξέρουν αυτοί οι άνθρωποι από θάλασσα.
Η δασκάλα μού λέει μπράβο που βοηθάω αλλά θα πρέπει να κοιτάζω και τα μαθήματά μου. Τ’ άλλα παιδιά στο σχολείο με κοροϊδεύουν. Μου
λένε ότι θα κολλήσω αρρώστιες. Αυτό που με θυμώνει είναι που αρκετοί μεγάλοι έρχονται μόνο και μόνο για να κλέψουν τις μηχανές από
τις βάρκες και αφήνουν τους ανθρώπους αβοήθητους.
Είμαστε όλοι κι όλοι πέντε άνθρωποι που βοηθάμε εδώ πέρα. Στο σχολείο κάνουμε ιστορία και θρησκευτικά και μας λένε να αγαπάμε και να
βοηθάμε τον διπλανό μας. Εδώ όμως δεν έρχεται να βοηθήσει κανείς».
Ερμιόνη Κουίμανη, 8 χρονών
Μαθήτρια, Χίος