Ανοιχτή πόρτα

Εορταστικό, του Χρήστου Χωμενίδη

11049464_10153794481499523_4185608025578033362_n.jpg
Spread the love

11049464_10153794481499523_4185608025578033362_n.jpg

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 * Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας  

 

 

  

 

 

 dora_kounaki_jelews.jpg

 

Theodora Kounakis

Kounakis Jewels and watches 

Pindarou & Vizantiou 26-28,
Rhodes

Κόσμημα Υψηλής Αισθητικής και Ποιότητας

www.kounakis.gr   

 

 

 

christmas-table-3014959_960_720.jpg

 

 

Υπάρχει μια κατηγορία εκδηλώσεων που οργανώνονται τις γιορτινές ετούτες μέρες και καταχρηστικά αποκαλούνται πάρτυ. Σκοπό τους δεν έχουν τη διασκέδαση των παρεβρισκόμενων, τη δημιουργία εγκάρδιας εύθυμης ατμόσφαιρας, τον χορό, το φλερτ. Αλλά το κοινωνικό και επαγγελματικό νταραβέρι. Κανείς δεν πηγαίνει εκεί για να γλεντήσει.

Ελάχιστοι όμως από τους προσκεκλημένους λείπουν – η απουσία κινδυνεύει να παρεξηγηθεί.

Πρόκειται, στην ουσία, για συναθροίσεις συνεργατών και ανταγωνιστών πάνω από μπουφέδες με ποτά και μεζεδάκια. Ενώ ένας βαριεστημένος ντιτζέι εναλλάσσει τον Φρανκ Σινάτρα με τη Μαντόνα (παρωχημένη όσο και ασφαλής ηχητική επένδυση – κορνίζα που κανένας δεν της δίνει σημασία), πολιτικοί μαλαγανιάζουν δημοσιογράφους, στελέχη επιχειρήσεων ρίχνουν αγκίστρια για να μεταπηδήσουν σε άλλη εταιρεία με υψηλότερες αποδοχές, υπάλληλοι γλείφουν τα αφεντικά τους.

 

Πίσω από την κολώνα, δυό ισχυροί παράγοντες του χώρου συζητούν στα μουλωχτά κάποιο καινούργιο ντιλ. Στο τετ-α-τετ τους αποπειράται να προστεθεί ένας τρίτος, υποδεέστερος, ακαριαία αμφότεροι σιωπούν καταδεικνύοντάς του την αδιακρισία του.

 

Στη βεράντα, η οποία θερμαίνεται με σόμπες, πέντε στολισμένες κυρίες πλήττουν συζητώντας για παραστάσεις και για ταινίες, για γυμναστήρια και για προϊόντα ομορφιάς. Χάνουν τον χρόνο τους, τον θυσιάζουν πιό σωστά στο βωμό των γάμων τους.

 

Έτσι κι αλλιώς, δεν θα ξημερωθούν εκεί – λίγο μετά τα μεσάνυχτα το “πάρτυ” θα βαρέσει διάλυση. Θα πάρουν τότε αγκαζέ τούς συζύγους και θα επιστρέψουν στα σπίτια τους. Θα φιλήσουν τα παιδιά που κοιμούνται, θα ξεβαφτούν, θα ξαπλώσουν και θα δουν στο λαπ-τοπ δυό επεισόδια απ’την καινούργια αμερικάνικη σειρά. Οι άντρες τους στο πλευρό τους θα στριφογυρνούν και θα ροχαλίζουν. Τα εδέσματα του κέιτερινγκ προξενούν ήπια δυσπεψία.

 

Με τη συγγραφική μου ιδιότητα ως άλλοθι -πώς να απαθανατίσεις στις σελίδες σου την κοινωνία, αν δεν αναμειχθείς μαζί της;- φόρεσα χιονάτο πουκάμισο, κοστούμι από ράφτη και γραββάτα υφασμένη στον αργαλειό, κατέβασα κι ένα ποτήρι κρασί για να στανιάρω και κάλεσα ταξί. Στον καθρέφτη του ασανσέρ παρατήρησα τη φάτσα μου. “Χλευάζεις τους πιτσιρικάδες που αφήνουν γένια” μονολόγησα “ο αληθινός λόγος που ξυρίζεσαι καθημερινά είναι πως οι δικές σου τρίχες θα έβγαιναν όλες άσπρες!”

 

Το ‘”πάρτυ” γινόταν σε έναν πολυχώρο στην οδό Πειραιώς. Εκεί που -έως τη δεκαετία του 1980- ο αέρας ήταν πνιγηρός από τα φουγάρα των μηχανουργείων μα από τα 90’ς σημειώθηκε αναβάθμιση και καλλιτεχνοποίηση. Φύτρωσαν κλαμπ και μπουζουξίδικα πολυτελείας, στεγάστηκαν πρωτοποριακά θέατρα σε παλιές αποθήκες, οι πιό προχωρημένοι Αθηναίοι αποπειράθηκαν να ζήσουν το νεοϋορκέζικο όνειρό τους, εγκαθιστάμενοι σε λοφτ με ασοβάντιστους τοίχους και με εξαιρετική θέα στην Ακρόπολη. Ποιός ξέρει σε τί ύψη θα είχαν φτάσει οι τιμές των ακινήτων αν δεν ερχόταν η κρίση… Θάλλει πάντως στις μέρες μας στην περιοχή η πορνεία – τα παραδοσιακά μπουρδέλα, με τα σαρακοφαγωμένα παντζούρια, έχουν δώσει τη θέση τους σε “Studio”, με πινακίδες από κόκκινο νέον.

 

Ούτε πολλά πρεζόνια βλέπεις πλέον πέριξ της Ομόνοιας. “Τα έχουν μεταφέρει στο Πεδίον του Άρεως” με ενημέρωσε ο ταξιτζής. “Μού σφίγγουν κάθε βράδυ την καρδιά” του είπα. “Κάθονται στα σκαλιά του ερειπωμένου Green Park, τρυπιούνται γύρω από φωτιές, απορώ πως οι πρωινοί διαβάτες της Μαυρομματαίων δεν σκοντάφτουν πάνω σε πτώματα.” “Ακόμα…” έκανε.

 

Φρέναρε μπροστά στον πολυχώρο. “Τι γίνεται εκεί μέσα;” με ρώτησε, αντικρίζοντας τις λιμουζίνες και τους νταγλαράδες της προσωπικής ασφάλειας με τα ακουστικά στα αυτιά. “Επιστρέψαμε στην εποχή της αστακομακαρονάδας;” “Ορισμένοι δεν τη στερήθηκαν ποτέ. Από το 2015, έχουν προστεθεί και καινούργιοι, εκείνοι που έστρωσαν τον δρόμο τους προς την εξουσία με αντιμνημονιακά βάγια και επαναστατικά θούρια. Οι πάλαι ποτέ σύντροφοι και συντρόφισσες, που σουλουπώθηκαν κι έμαθαν ότι εκτός απ’το ρακόμελο υπάρχει και το μαλτ ουίσκι…” “Όλοι οι σκύλοι μια γενιά” σχολίασε ο ταξιτζής, όχι με κοινωνικό μίσος αλλά με τη θυμόσοφη διάθεση του ανθρώπου που άμα δεν δουλέψει δεν θα φάει. Που δεν περιμένει να τον βολέψει κανείς, ποτέ, πουθενά.

 

Βγαίνοντας από το ταξί, η πόρτα μου άγγιξε -άγγιξε απλώς- τη λαμαρίνα ενός μαύρου τζιπ με φιμέ τζάμια. Αυτοστιγμεί ένας τύπος πετάχτηκε μπροστά μου και άρχισε να μού ζητάει -σε έξαλλη κατάσταση- τα ρέστα. Δεν έμοιαζε πάνω από τριάντα, ήταν ψηλός, καλοφτιαγμένος, με ωραία μακριά μαλλιά. Κόλλησε το πρόσωπο του στο αυτοκίνητο και το εξέτασε εξονυχιστικά, έψαξε με το δάχτυλο για την ελάχιστη εκδορά πάνω στο απαστράπτον μέταλλο. “Τι μού’κανες, τι μου’κανες!” Την οργή του είχε διαδεχθεί ένα παιδικό παράπονο – ο τρόμος ακριβέστερα του μπόμπιρα που κινδυνεύει να τις φάει απ’τους γονείς του άδικα, για μια ζημιά για την οποία δεν φταίει. “Τι μου’κανες…”

 

“Τίποτα δεν σου έκανα!” τού φώναξα, μπας και τον συνεφέρω. “Μα και να σου την είχα γδάρει την τζιπάρα σου, σιγά τα αβγά! Σοβαρά τώρα; Αντί να καμαρώνεις και να χαίρεσαι τα νιάτα και την ομορφιά σου, τρέμεις μπας και δεν είναι το αμάξι σου απολύτως του κουτιού; Ποιός φίλος σου, ποιό κορίτσι θα το προσέξει ποτέ; Έχεις ανάγκη εσύ από τέτοια προίκα; Εσύ στύβεις την πέτρα! Έτσι τουλάχιστον θα έπρεπε να κάνεις…”

 

Είχα γίνει πυρ και μανία, τού έκανα κήρυγμα κανονικό. Πώς μπορούσε -αγανακτούσα- να είναι τόσο νέος και τόσο ξενέρωτος, εξαρτημένος από τα σύμβολα και τα τρόπαια μιάς δήθεν καλής κοινωνίας, τροχιοδρομημένος ήδη προς τη χλιδάτη πλήξη των επιτυχημένων μεσηλίκων; Στα πενήντα του, πού θα’χει καταντήσει; Να σήπεται στο κατάστρωμα ενός σκάφους; Να χρυσοχαρτζιλικώνει τα παιδιά του για να μην τον ενοχλούν; Να παραγγέλνει όποτε μπορεί βίζιτες πολυτελείας;

 

Η αντεπίθεσή μου τον αιφνιδίασε. Αν τού είχα πουλήσει τσαμπουκά, θα ήξερε πώς να με βάλει στη θέση μου. Τώρα όμως τι; Θα έπιανε βραδιάτικα, στο πεζοδρόμιο, συζήτηση για υπαρξιακά θέματα; Χαμήλωσε κάπως το κεφάλι. Φαντάστηκα ότι τα λόγια μου τον είχαν βρει στην καρδιά.

 

“Δεν είναι δικό μου το τζιπ” μου είπε. “Εγώ παρκαδόρος είμαι”.

 

Κάποιες φορές μία μονάχα φράση αρκεί για να σού ανοίξει τα μάτια. Για να σου αποκαλύψει την πλήρη εικόνα μιάς ολόκληρης εποχής. “Ένας απλός παρκαδόρος είμαι…” επανέλαβε. Και ήταν σαν να μιλάει με το στόμα του η Ελλάδα, παραμονές του 2018.-

 

 

SHARE
RELATED POSTS
Η αισθητική θα σώσει τον κόσμο, του Αλέξανδρου Μπέμπη
Ο Εθνικός μας Ήχος…, του Νότη Μαυρουδή
Ατσαλάκωτα τσαλακωμένοι και σινιέ ξεφτίλα, του Αλέξανδρου Μπέμπη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.