Εχει φτιάξει έναν κουβά πράσινο τσάι και το κοιτάζει, την κοιτάζει, κοιτάζονται έντονα!
“Τί θα γίνει φιλενάδα, πότε θα βάλεις καμιά σκούπα;”
“Γιατί ρε φίλε, έχεις χάσει τίποτις ψίχουλα; “
” Όχι μωρέ, αλλά τώρα που θα αρχίσεις τις βουτιές με τα ψωμιά σου τα σουσαμένια στην κούπα μου βλέπω την κουζίνα beach bar…”
Πολύ της κολλάει τελευταία και θα ‘χουνε κακά ξεμπερδέματα.
Σηκώνεται από την καρέκλα της αφήνοντας επιδεικτικά την κούπα με το πράσινο τσάι στον πάγκο, αυτόν που του έβαλε μόνη της ροδάκια ένα βράδυ που λυπήθηκε να τον βλέπει, τον έρμο, ριζωμένο καταμεσίς του δωματίου-καρδιά του σπιτιού.
Τον λυπήθηκε πραγματικά που θα περνούσε όλη του την ζωή ως «βοηθητικό έπιπλο», ακούνητο και ταγμένο στην κουζίνα που το γέννησε. Στην μαμά κουζίνα.
Λυπήθηκε που δεν είχε τον σεβασμό που άλλα έπιπλα είχαν από γεννησιμιού τους. Όπως η καλή τραπεζαρία από ξύλο καρυδιάς με τα μικρά μπρούτζινα ροδάκια στα περίτεχνα πόδια της, όπως ο καναπές γωνία που όλοι αγαπούσαν και παίνευαν με την πρώτη ευκαιρία για το πόσο άνετος και όμορφος ήταν, όπως το πιάνο που στεκόταν περήφανο και επιβλητικό κι ας ήταν ξεκούρντιστο από χρόνια.
Έτσι, χωρίς να ενημερώσει κανέναν στο σπίτι (ίσως γιατί ήταν σίγουρη πως θα άρχιζε μια σειρά γκρινιαροαντιρήσεων και εκλογίκευσης), αγόρασε ροδάκια μεγάλα, από αυτά τα εργοστασιακά με το φρένο, μην τυχόν και τον πιάσει τάση φυγής τον πάγκο και τον χάσει εντελώς από την χαρά του και τον …χειρούργησε .
Ψήλωσε αυτός περί τους 10 πόντους (πράγμα που και για άνθρωπο και για παλτό και για χαλί είναι σημαντικό, πόσω μάλλον για πάγκο κουζίνας!) και έγινε κάτι άλλο από ένα αόρατο «βοηθητικό έπιπλο». Αναγεννήθηκε και βαφτίστηκε «χρηστικό έπιπλο» και όλοι τώρα πια, τί παράξενο, ήταν το πρώτο που πρόσεχαν με το που έμπαιναν στο δωμάτιο-καρδιά του σπιτιού!
Και τί ήταν; Τέσσερα ροδάκια και δεκαέξι ξυλόβιδες…Μόνο.
Βγαίνει από την κουζίνα αφήνοντας σουσαμάκια παντού. Σε περίπτωση που κάποιος την ψάχνει μέσα στο σπίτι μπορεί εύκολα να την εντοπίσει ακολουθώντας το σουσαμένιο μονοπάτι που αφήνει πίσω της. Ας ελπίσουμε όχι τα μυρμήγκια τέτοια εποχή.
΄Εχει χάσει εδώ και ένα τέταρτο το στυλό που λίγο πριν κρατούσε στα χέρια της και έγραφε στο άναρχο σημειωματάριό της τις δουλειές της ημέρας. ΄Εγραφε και έσβηνε λίστες και ανάμεσα έφτιαχνε μάτια, ρόμβους και τρισδιάστατα μονογράμματα.1. Σουπερμάρκετ, βελάκι, α, β, γ, δ, υπογράμμιση, καθαριστήριο, φίλτρα για το ατμοσίδερο, να τηλεφωνήσει για χρόνια πολλά, ραντεβού για τα μαλλιά…
Μα πού πήγε το άτιμο; «Αφού τώρα το κρατούσα και έγραφα!»
Κάπως έτσι δεν ξεκίνησε και μιά μακρινή θειά της που έψαχνε τα μανταλάκια και τα έβρισκε μετά από μέρες στην κατάψυξη μαζί με τα γυαλιά της πρεσβυωπίας που ορκιζόταν πως τα φορούσε;
Ωχ, μάνα μου!
«Πάει, το χάνω λίγο λίγο, το λιγοστό που μου απέμεινε δηλαδή…»
Περνώντας από το σαλόνι κοιτάζει το είδωλό της στον απέναντι καθρέφτη, αυτόν του μπουφέ που τον ξεκρέμασε από την θέση του ένα πρωί στα καλά του καθουμένου και τον ακούμπησε όρθιο στον τοίχο. Έτσι…για την επανάσταση του πράγματος. Μιλάμε για πράξη αντίστασης, όχι αστεία.
Έτσι την ένιωθε την επανάσταση αυτή. Εντός της οικίας και χωρίς αντισεισμική προστασία. Να στρώνει φλοκάτες στην είσοδο και όλοι να σκοντάφτουν μπαίνοντας, να τοποθετεί κουρτίνες με μηχανισμούς που μόνο εκείνη και ο Άινστάιν μπορούν να χειριστούν…στους υπόλοιπους πέφτει στο κεφάλι ολόκληρο το κουρτινόξυλο από το τράβηγμα, να ξεκρεμάει τα κάδρα και να τα ακουμπά ανέμελα όπου βρει, ακόμα και στο πάτωμα… Τέτοια. Τέτοια τρελά που τα λέει κι η μαμά της, αλλά «σπίτι σου είσαι…κάρφωσέ τον και από το ταβάνι…» Τον καθρέφτη θα εννοεί. Υπερβολές.
Ποτέ της δεν είχε καμία τέτοια πρόθεση, να κρεμάει καθρέφτες στο ταβάνι δηλαδή…Αθώα μαμά!
Λίγη άπλα ήθελε μόνο. Να μην σκοντάφτει πάνω σε άπειρα τραπεζάκια στολισμένα σαν την Χουρέμ σουλτάν… Αυτό μόνο.
Να μην την τρελάνει κι άλλο και την καημένη. Αρκετά την στεναχωρεί που δεν στρώνει ποτέ-ή σχεδόν ποτέ- κάποια από τα δεκάδες σεμεδάκια της προίκας που μάζευε χρόνια σε συρτάρια και ντουλάπες για κείνη.
Μεταξύ μας, μερικά είναι πραγματικά αριστουργήματα, ειδικά όταν τα φαντάζεται σαν εσάρπες και ρομαντικά αέρινα μεταξωτά μαντήλια…Ή αυτά τα κοφτά κουρτινάκια αν τα ενώσεις μπορεί και να κάνουν μιά καταπληκτική πουκαμίσα! Φέτος ήρθαν στην μόδα κάτι παραδοσιακά, σαν τα σκουτιά του τσομπάνη, με φουντάκια, κεντήδια στα μανίκια, κρόσσια!
Να, αν είχε τώρα στα χέρια της το στυλό θα σημείωνε αυτό το τελευταίο να προσέξει να μην το αναφέρει ποτέ στη μαμά της.
Βρισκόμαστε ακόμα απέναντι από τον επαναστατημένο καθρέφτη του μπουφέ.
Από το κεφάλι της εξέχει το χαμένο στυλό να κρατάει με δυσκολία σ΄έναν πρόχειρο κότσο τα μαλλιά που της έμπαιναν στα μάτια και την ενοχλούσαν. Τα τσουλούφια της νιότης της όμως ακόμα χοροπηδούν στο οπτικό της πεδίο με κάθε γύρισμα του κεφαλιού.
Ο καθρέφτης της το επιβεβαίωσε και αυτή του έκλεισε πονηρά το μάτι πίσω από τα ατίθασα τσουλούφια της νιότης της που αρνούνταν να υποταχτούν στο κίτρινο μπικ στυλό, αυτό με την λεπτή μύτη, το αγαπημένο της από όταν ήτανε μαθήτρια και έγραφε διαγωνίσματα και έκανε μουτζουρίτσες και σχεδίαζε μονογράμματα τρισδιάστατα στα περιθώρια των βιβλίων…
Της το επιβεβαίωσε πως ναι… «Το χάνεις λίγο λίγο , το λιγοστό που σου απέμεινε…»
Κι όμως αυτό δεν είναι απαραιτήτως κακό…Το αντίθετο μάλιστα.
Το ακριβώς αντίθετο.
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr