Καμιά φορά διαβάζοντας ιστορία έχουμε τον πειρασμό να υποθέσουμε: «Τι θα γινόταν αν….» (What, if…), π.χ. αν νικούσε ο Χίτλερ, αν δεν έπεφτε η
Κωνσταντινούπολη, αν νικούσε η συμμαχία των νότιων ελληνικών πόλεων τον Μ. Αλέξανδρο στη Χαιρώνεια;
Ας κάνουμε λοιπόν τη σκέψη: Τι θα γινόταν αν δεν πετύχαινε η Επανάσταση του 1821 (που είναι αλήθεια, γιατί λόγω της διχόνοιας μπόρεσε ο
Ιμπραήμ να καταπνίξει κάθε αντίσταση και μας έσωσαν οι ξένοι). Δηλαδή υποθέτουμε ότι η Ελλάδα είναι ακόμα σουλτανάτο. Θα δούμε ότι μπορούμε να
εξηγήσουμε πολλά που αλλιώς μας φαίνονται ανεξήγητα.
Ας αρχίσουμε από την έννοια του κράτους. Ανήκει στο Σουλτάνο, το «εγώ θα σώσω το Ρωμαίικο» ισχύει το ίδιο τώρα όπως και στην Τουρκοκρατία. Σε
θεομηνίες συχνά ακούμε: «Μα δεν υπάρχει κράτος να βοηθήσει;». Γιατί να υπάρχει; Αν υπάρχει είναι του Σουλτάνου, τι κάναμε εμείς να υπάρχει ώστε να
το δικαιούμαστε, να το νιώθουμε πατρίδα μας; Όπου μπορούμε όχι μόνο δεν το βοηθάμε, αλλά κοιτάμε πως θα το κατακλέψουμε: πώς θα κόψουμε από το
δημόσιο δρόμο, πώς θα ρημάξουμε τα δάση, πώς θα πάρουμε ψεύτικη σύνταξη, με άλλα λόγια πώς θα τσακίσουμε τη χώρα του σουλτάνου, είτε ενεργά,
είτε με την αδιαφορία μας. Ο Σουλτάνος είναι αρκετά έξυπνος να δώσει κάμποσα βακούφια, για να έχει καλά με το ιερατείο, να αφορίζει την Επανάσταση,
να βάζει στη μαύρη λίστα την ελεύθερη σκέψη. Και φερνόμαστε στη γη του σουλτάνου σαν ξένη γη: η αυλή μας, το σπίτι μας, ο κήπος μας λάμπουν, αλλά
έξω από αυτά είναι ένας τόπος που δεν μας ενδιαφέρει και τον βρωμίζουμε όσο μπορούμε: στις παραλίες, δίπλα στους εθνικούς δρόμους βλέπεις τόσα
πλαστικά και μπουκάλια που διαβάζεις ιστορία του εμπορίου του Γιουνανιστάν εδώ και δεκαετίες.
Δημόσιο; Ανήκει στο σουλτάνο, αυτόν εξυπηρετούν, εμάς μας βλέπουν σα ραγιάδες και πρέπει να μας ταλαιπωρήσουν γιατί τους χαλάσαμε το ραχάτι
(τούρκικα !). Αν έχετε επισκεφτεί δυτική υπηρεσία, ξέρετε τι εννοώ: ο υπάλληλος σου σκάει ένα χαμόγελο ως τα αυτιά, λες και σε ξέρει χρόνια και κάνει το
παν να σε εξυπηρετήσει. Εδώ φερνόμαστε ανάλογα: πρέπει να υποκύψουμε, να τον προσκυνήσουμε και να κάνουμε ό,τι κάναμε για αιώνες: να τον
φιλοδωρήσουμε. Πώς στην ευχή όλες οι σχετικές λέξεις είναι τούρκικες; ρουσφέτι, μπαξίσι, αλισφερίσι, νταραβέρι[?], πλιάτσικο, παζάρι, χαρτζιλίκι. Ε δεν
είχαν στην αρχαία Ελλάδα τέτοιες λέξεις, γι΄ αυτό τις δανειστήκαμε. Η Ελλάδα έχει γίνει διαβόητη για το «meson», που άκουγα πριν μερικές μέρες στην
κρατική καναδική τηλεόραση. Ή «Elections mean rousfeti” όπως έγραψαν οι New York Times.
Δεν έχουμε πια μπέηδες, αλλά βουλευτές που κάνουν το ίδιο: υπακούουν στα κελεύσματα του Σουλτάνου και των υποστηριχτών του, είτε το λέγεται
Τρόικα, είτε οτιδήποτε άλλο. Δεκάρα δε δίνουν για το λαό: να βολευτούν μέσα στο σουλτανάτο αυτοί και τα σόγια τους και βέβαια να είναι αρεστοί στον
αφέντη τους. Στη δημοκρατία κυρίαρχος είναι ο λαός και οι εκπρόσωποί του οφείλουν να τον υπακούουν. Στην Ελλάδα συμβαίνει το αντίθετο: κυρίαρχοι
είναι οι βουλευτές ως εκπρόσωποι του φανταστικού σουλτάνου κι ο λαός τρέχει να τους προσκυνήσει: να υπακούει τυφλά, να πληρώνει κεφαλικό φόρο
για κονομισιές που έκαναν αυτοί, να δέχεται τις αποφάσεις του καδή, που είναι κι αυτός εκπρόσωπος του Σουλτάνου που του λέει ποιον να δικάσει και
ποιον όχι. Το λέτε αυτό δημοκρατία; («καὶ το ὄνομα δημοκρατία κέκληται» Επιτάφιος του Περικλέους). Εμείς τη γεννήσαμε, άρα έχουμε δικαίωμα να τη
βιάσουμε, μια πράξη αιμομιξίας.
Καμιά φορά μερικοί επαναστατούν κατά του σουλτάνου και τότε τους λέμε κλέφτες (μωρέ είμαστε σοφός λαός: αυτό το όνομα δώσαμε στους αγωνιστές
μας), ή συμμορίτες. Λίγοι είναι, ίσως 10% έως 20%. Τόσοι ήταν και στην Επανάσταση. Όταν οι Τούρκοι έσερναν το Θανάση Διάκο να τον σταυρώσουν, οι
Λαμιώτες είχαν μαζευτεί στους δρόμους και χειροκροτούσαν (Σσς: μην τα λες αυτά, ανθέλληνα!). Και σε μια στιχομυθία στον εμφύλιο ένας στρατιωτικός
φέρεται να είπε: «Εσείς οι κομμουνιστές είστε το 10%. Κι εμείς άλλο ένα 10%. Όποιος κερδίσει παίρνει το υπόλοιπο 80%.
Και βέβαια ο Σουλτάνος έχει τεράστια δύναμη, που δεν υπάρχει σε καμιά δυτική κοινωνία, τους τζοχανταραίους, που δεν ήταν αστυνομικοί, αλλά
φακέλωναν, βασάνιζαν ακόμα και σκότωναν όσους γκιαούρηδες διαφωνούσαν.
Μπορείτε να συνεχίσετε τη σκέψη του «What if …» όσο θέλετε και θα βρείτε πολλά ακόμα. Εγώ θα ανακεφαλαιώσω την αφελή σκέψη μου: ο νεοέλληνας
δεν θεώρησε ποτέ την Ελλάδα ως χώρα του –να τη βοηθήσει και όχι να τη ληστέψει.
Βέβαια σε κάθε εποχή υπάρχουν οι αγωνιζόμενοι «κλέφτες»– έτσι υπάρχουν και σήμερα. Είναι λίγοι, αλλά είναι η μαγιά, είναι η ελπίδα.
Θα κλείσω με ένα παράδειγμα που θάθελα κάποτε να το δω και στην Ελλάδα: στο Τορόντο μια γηραιά αγγλοσαξώνισσα μπαίνει στο λεωφορείο και ρίχνει 2
εισιτήρια. «Μα κυρία, γιατί το κάνατε αυτό;» τη ρωτάει ο οδηγός. «Γιε μου, είπε εκείνη, τα μέτρησα και περίσσευε ένα, μάλλον κάποια μέρα ξέχασα να το
ρίξω. Τι την πατρίδα μου θα κοροϊδέψω;».
Τίποτα άλλο…
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr