Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Εφιάλτης στον δρόμο με τα έλατα…(Ο τίτλος ντε!), της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή

Spread the love

11805980_1612074449065268_1929602863_n.jpg

Ματίνα Ράπτη-Μιληλή

Αγαπημένοι συγγενείς, φίλοι και απλές γνωριμίες, ήρθε πάλι αυτή η εποχή που όλοι μας θα σηκωθούμε από τους καναπέδες μας, τα ανάκλιντρα και τις μπερζέρες μας και εφόσον είδαμε όλα τα επεισόδια του «The Crown», του «The Affair» και φυσικά του «Stranger Things» και δεν έχουμε πια τίποτις άλλο να κάμουμε ( παρεκτός του να σιδερώσουμε ένα βουνό ρούχα ), ήρθε πάλι η εποχή λέγω, δηλαδή ξαναλέγω, που πρέπει να στολίσουμε για τις γιορτές. Ω! Τί καλά!

Παλιά θυμάμαι (πολύ παλιά όμως, επί Μινιόν, για να καταλάβετε) οι μαμάδες μας στόλιζαν ένα δεντράκι στο σαλόνι το καλό, αυτό που δεν πατάγαμε παρά μόνο στις μεγάλες γιορτές και ήταν απαγορευμένη ζώνη για όλες τις άλλες μέρες. Στο σαλόνι που έκρυβαν τα σοκολατάκια αμύγδαλο πάντα στο ίδιο σημείο, πίσω από την βελούδινη κουρτίνα, στο περβάζι του βορεινού παραθύρου και φυσικά πάντα τα ρημάζαμε. Και όσο αυτές δεν άλλαζαν κρυψώνα τόσο κι εμείς δεν αλλάζαμε διαιτολόγιο!

Το έστηναν, που λέτε το δέντρο, πάντα στην ίδια θέση, εκεί δίπλα από τη μπαλκονόπορτα που έβλεπε τον δρόμο (μα για να φαίνεται από τον δρόμο…hello!). Άλλοτε ήταν ψεύτικο και λίγο τσουρομαδημένο, γιατί δεν είχαν ανακαλύψει ακόμα αυτά τα ψεύτικα δέντρα που μοιάζουν τόσο με τα αληθινά που πιάνεις τα κλαδιά τους και είσαι στο τσακ να ορκιστείς πως βρίσκεσαι κάπου στην Πάρνηθα και φοβάσαι μην και κολλήσουν τα δάχτυλά σου ρετσίνια!

Ας πούμε λοιπόν για όταν το δεντράκι του σαλονιού ήταν πραγματικά αληθινό και όχι «σαν αληθινό». Όχι ότι είχε και ιδιαίτερη σημασία αλλά τα «αληθινά» εκείνης της εποχής είναι η αλήθεια πως είχαν πιό αραιά κλαδιά από τα σημερινά και αυτό ήταν ένα μικρό πρόβλημα που οι μαμάδες κάλυπταν με παχιά στρώματα βαμβάκι! Τύπου «έπιασε χιονοθύελλα στο βουνό και το έστρωσε». Καρφωμένο σε ένα ξύλινο σταυρό, το βασανισμένο μου, έστεκε τις πρώτες μέρες αγέρωχο και καταπράσινο αλλά είμαι σίγουρη πως μέσα του είχε ήδη πεθάνει.

 

Αχ, αυτά τα αληθινά εγώ πάντα τα λυπόμουν, αλλά οι μπαμπάδες μας έλεγαν να μην τα λυπόμαστε γιατί από αυτά ζει πολύς κόσμος, μας έλεγαν, και πως τα φύτεψαν για να τα κόψουν, να τα βάλουν στους ξύλινους σταυρούς τους και να στολίζουν τα καλά μας σαλόνια αυτές τις άγιες μέρες.

Εμένα βέβαια αυτή η ιστορία όχι μόνο δεν με καθησύχαζε, αλλά με έκανε να τα λυπάμαι ακόμα πιό πολύ, που ήξεραν, τα καημένα, πως γεννήθηκαν για να πεθάνουν στο σαλόνι κάποιου σπιτιού τόσο μακριά από την πατρίδα τους και τα βράδια τα έκλαιγα κρυφά και τους έσβηνα τα λαμπάκια να μην ταλαιπωρούνται! (Κάποια στιγμή θυμήστε μου να σας πω και για τότε που υιοθέτησα μια κότα που λυπήθηκα από το κοτέτσι της θείας μου και την οποία έσωσα από βέβαιο βρασμό. Χριστούγεννα ήταν και τότε θαρρώ! Σαν τον πρόεδρο της Αμερικής και γω, που κάθε των Ευχαριστιών σώζει μιά γαλοπούλα!)

Και δεν φτάνει η ταλαιπώρια τους (για τα αληθινά δεντράκια λέω) που τα στόλιζαν σαν φράγκικο επιτάφιο ενώ εμένα μου άρεσαν αστόλιστα και καταπράσινα, μόλις περνούσαν οι γιορτές οι μαμάδες άρχιζαν να τα μουρμουράνε κι απο πάνω, που γέμιζαν, λέει, τα χαλιά με βελονάκια και δεν τα έπιανε η ηλεκτρική και μπούκωνε τα φίλτρα. Ενόσω, πέθαιναν αυτά τα έρμα από την ζέστη του καλοριφέρ και τη ζέστη που έβγαζαν τα λαμπάκια που τραγουδούσαν τα κάλαντα και το ‘Αγια Νύχτα εναλλάξ επί ώωωρες ατελείωτες! Και μετά τα πετούσαν στον δρόμο, μιά σκέτη ξεραμένη θλίψη δίπλα από τους κάδους, όσα δεν γίνονταν καυσόξυλα.

Έστεκε το «αληθινό» στην θέση που του φύλαγαν, την καλύτερη πάντα.

Πρώτα έρχονταν τα μπαμπάκια, μετά έμπαιναν τα λαμπιόνια, μετά οι μπάααλες, ακολουθούσε η χρυσοβροχή, η αράχνη και τέλος η φάτνη.

Οι μπάλες ήταν από λεπτεπίλεπτο γυαλί, ζωγραφισμένο στο χέρι, ζούσαν δε σε κούτες με χάρτινα χωρίσματα και πάντα ανά μέγεθος, μέσα σε άλλα μπαμπάκια, για να μην σπάσουν.

Στα πούπουλα τις είχανε τότε τις πολύτιμες και ακριβές μπάλες. Ειδικά κάποιες που είχαν περίεργο σχήμα. Γι΄αυτό και τα δέντρα στολίζονταν με φειδώ και ευλάβεια.

Οι μεγαλύτερες μπάλες τοποθετούνταν χαμηλά και όσο ανεβαίναμε μίκραιναν κι αυτές ώσπου να φτάσουμε στο πιο θεαματικό στολίδι, μιά γυάλινη μπάλα που είχε μυτερό και στριφτό τελείωμα από την πάνω πλευρά και ήταν κούφια από την κάτω, έτσι ώστε να φοριέται στο κλαδί της κορυφής σαν κομψό καπελάκι! Το αστέρι του δέντρου!
Η αλήθεια ήταν πως όσο και να προσέχαμε και στατιστικά να το πάρεις δηλαδή, κάθε χρόνο χάναμε και από μία τέτοια πανέμορφη μπάλα. ‘Αλλη πήγαινε από απροσεξία, άλλη από χαλαρό ελατηριάκι, άλλη από τρακάρισμα με την διπλανή της…ώσπου κάποια μέρα διαπιστώναμε πως το δέντρο μας ήταν στολισμένο πια με αναπληρωματικές, νέες μπάλες, που όμως δεν έφταναν σε ομορφιά εκείνα τα παλιά χειροποίητα γυάλινα αριστουργήματα. Μπορεί πάλι να ήταν και η παιδική μου φαντασία…αλλά πάλι μπορεί και όχι.

Η ουσία ήταν πως τα δέντρα εκείνης της εποχής δεν ήταν και ιδιαίτερα ευφάνταστα ως προς τον στολισμό τους. Είχαν, σαν να λέμε, «αυστηρό dress code» και κανείς δεν τολμούσε να κρεμάσει πάνω τους κάτι διαφορετικό από μπάλες, χειροποίητα αστεράκια από γυαλιστερό σκληρό χαρτόνι ( που καρφιτσώναμε και στις κουρτίνες) βαμβάκια και την πρωτοποριακή για την εποχή της «χρυσή βροχή». Κάτι γυαλιστερά χαρτάκια κομμένα σε λωρίδες που κρεμούσαμε στα κλαδιά και έκανε το δέντρο μας να στραφτάλιζει μαγικά!

Α! Παρ΄ολίγο να ξεχάσω και τον ιστό της αράχνης που ανοίγαμε εδώ και κει και δημιουργούσε ένα εφέ θάμπους και μυστηρίου μαζί με τα χρωματιστά λαμπιόνια. Τα λαμπιόνια τότε, εννοείται, ήταν μόνο χρωματιστά…και «αναβοσβήνοντα».

Σ΄αυτό λοιπόν το δέντρο, μέσα στην όποια υπερβολή και την πολυχρωμία του, ζούσε το πραγματικό πνεύμα των Χριστουγέννων. Το δέντρο που δεν αγγίζαμε για να μην ξεπαστρέψουμε καμιά από τις σπάνιες μπάλες του και είχαμε μετά ντράβαλα με τις μαμάδες. Το δέντρο που ζούσε στο σαλόνι το καλό, που στις γιορτινές εκείνες μέρες άνοιγε για το «κοινό» και ζούσε κι αυτό τον δικό του μύθο.

Κι είχε αυτή η απαγόρευση, όσο παράλογη κι αν ακούγεται στις μέρες μας (και ήταν φυσικά), μιά μαγεία, ένα μυστήριο που τόσο ταίριαζε με τον Αϊ Βασίλη και το παραμύθι του!

Ο στολισμός του σπιτιού ήταν κυρίως υπόθεση του δέντρου στο καλό σαλόνι. Επικουρικά μερικά κλαδιά με πεύκο και γκι στόλιζαν τα βάζα, μερικές πιατέλες με τα παραδοσιακά γλυκά στόλιζαν τον μπουφέ και οι φρέσκες ανταύγειες στόλιζαν τα κεφάλια των μαμάδων για να είναι έτοιμες για την πρωτοχρονιά. Άλλο ουδέν. Και όλα αυτά μέρες πριν τα Χριστούγεννα.
Από τότε άλλαξαν πολλά. Τα λαμπάκια ακολούθησαν την τεχνολογία και η πόλη με το που τελειώνει ο Νοέμβρης μοιάζει να έχει δεχθεί επίθεση από εκατομύρια οργισμένες πυγολαμπίδες! Τα πάντα λάμπουν και αναβοσβήνουν! Ως και ένας Μπάμπης λάμπει!

Τα στολίδια απέκτησαν χαρακτήρα και προσωπικότητα. Στολίδι μπορεί πια να θεωρηθεί το οτιδήποτε, αρκεί να έχει ένα κορδονάκι για να κρεμιέται ή μιά δαγκάνα για να γραπώνεται στα κλαδιά του «σαν αληθινού» δέντρου. Εγώ, για να καταλάβετε, φέτος στόλισα το δέντρο μου μόνο με γλυφιτζούρια ριγέ και στολίδια που παραπέμπουν σε μπισκοτάκια, κάρτες χριστουγεννιάτικες και του έβαλα γιρλάντες από ποπ κορν που έφτιαξα μόνη μου! Αντί για αστέρι του φόρεσα ένα σκούφο και αντί για φάτνη του έβαλα ένα χοντρούλι τάρανδο που κρατάει ένα γιγάντιο φανάρι και ένα σάκο που από μέσα εξέχει μεταξύ άλλων παιχνιδιών και μιά βουβουζέλα που μας έφερε ένας φίλος από την Αφρική, τότε με το ποδόσφαιρο! Σαν να λέμε, τρεις λαλούν και δυό χορεύουν!

Ανεβαίνοντας επίπεδο, τα δέντρα, αντί να θέλουν να πάψουν να μοιάζουν ψεύτικα είπαν να πάνε το «ψεύτικο» σε άλλο επίπεδο και τόλμησαν να κάνουν καριέρα ως εντελώς πλαστικοποιημένα όπως και φούξια, γαλάζια, ολόλευκα… ακόμη και μαύρα. Μερικά δε να κρέμονται στολισμένα ανάποδα! Τα πάν΄κάτ΄! Επανάσταση και έτσι! Τώρα θα μου πεις, περί ορέξεως…κολοκυθόπιτα.

Και το πράγμα εκτοξεύτηκε. Τα κινέζικα πιο φτηνά στολίδια έκαναν τους στολισμούς πιο προσβάσιμους και απενοχοποίησαν την χλιδή σε βαθμό που άγγιξε το κίτς. Τί το άγγιξε δηλαδή…το ξενύχιασε!

Φουσκωτοί Αϊ Βασίληδες σε φυσικό μέγεθος κρέμονται ριψοκίνδυνα από μπαλκόνια, δέντρα, καμινάδες, παράθυρα! Μερικές φορές είναι τρομαχτικό και δεν σας κρύβω πως την πρώτη φορά που είδα έναν τέτοιο να κρέμεται από ένα καραβόσκοινο κάτω από το μπαλκόνι μιάς ξαδέρφης μου έτσι που περνούσα από κάτω με το αυτοκίνητο, η πρώτη μου σκέψη ήταν να πάρω τηλέφωνο πρώτα την αστυνομία και μετά την εξαδέρφη! Με μπέρδεψαν οι γαλότσες του συζύγου της που είχε φορέσει στον Άγιο!

Τα δέντρα σε κήπους, πάρκα, δρόμους είναι τυλιγμένα με φωτεινούς σωλήνες, κάποια μπαλκόνια είναι φτυστά το Εντερπράιζ και μερικά τραγουδάνε κιόλας αναβοσβήνοντας σε εορταστικούς ρυθμούς.

Όσο οι εισαγωγές μεγαλώνουν και η σύνδεση με την δημιουργική Κίνα γίνεται όλο και πιο στενή, τόσο θέλω να γυρίσω πίσω στο δεντράκι του σαλονιού του πατρικού μου σπιτιού και να παρακαλέσω τον Αϊ Βασίλη φέτος να μας φέρει πίσω το μέτρο…που κάπου στον δρόμο εχάθει σαν την μικρή αφηρημένη τους δάσους. Κάπου εκεί στα έλατα ζει πια μέσα τον εφιάλτη του…
Τον εφιάλτη στον δρόμο με τα έλατα…( Ο τίτλος που σας έλεγα στην αρχή. Από δω το πήγα, από κει το έφερα…στο τέλος το έδεσα! Ευτυχώς! )

Και θα ήθελα να ηρεμήσουμε λιγάκι. Να αφήσουμε τα Χριστούγεννα στην ησυχία τους. Να μην τρελαινόμαστε στους δρόμους, στα σουπερμάρκετ, στις τράπεζες, στα μαγαζιά με τους ταλαιπωρημένους υπαλλήλους με το εξοντωτικό συνεχές ωράριο. Να μην μαλώνουμε πάνω από την ζάχαρη άχνη και τα συσκευασμένα κάστανα, να μην αισθανόμαστε υποχρεωμένοι να είμαστε υπερχαρούμενοι και τρισευτυχισμένοι γιατί κι αυτό κουραστικό είναι…

Κι αν ζητούσα κάτι φέτος από τον Αϊ Βασίλη, θα ήταν ένα μικρό μπλακ άουτ, να ανάψουμε τα κεράκια μας, να βάλουμε ένα ποτάκι, να μιλήσουμε σαν άνθρωποι και να ηρεμήσουμε, έστω και για λίγο.

Καλές γιορτές σε όλους μας…

 * Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Τρίτη – Πέμπτη μακαρόνια…, του Γιώργου Αρκουλή
Άλλο ένα τέλος, του Γιάννη Παπαϊωάννου
Αντίο Γεωργία., της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.