Όταν το 81 ήρθε το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία ο Δημόσιος Τομέας ήταν terra incognita. Η μόνη επαφή με το άγνωστο τοπίο ήταν οι ισχυρές συνδικαλιστικές οργανώσεις των ΔΕΚΟ, που τόσα αρνητικά επέδρασαν στην συνέχεια. Στο στενό Δημόσιο το περιβάλλον ήταν εχθρικό για το νέο κόμμα, αφού 150 χρόνια αδιάκοπης δεξιάς παράδοσης, είχαν συμπήξει ένα συμπαγές, πολιτικά, ανθρώπινο δυναμικό.
Κρίθηκε τότε ότι έπρεπε να υπάρξουν ρωγμές στον συμπαγή δεξιό σχηματισμό, όχι όπως ήταν φυσικό στα ανώτατα κλιμάκια ων αρμών του δημοσίου αλλά και σε επίπεδο μεσαίων στελεχών και βάσης. Υπήρξε και η ανάλογη «θεωρητική» τεκμηρίωση, ότι …το λαϊκό κίνημα εισέρχεται στους αρμούς του δεξιού κράτους!
Ετσι άρχισε η περίφημη εποποιία των πρασινοφρουρών! Μια ιστορικώς αναγκαία διεργασία, η μαζική δηλαδή μεταπήδηση μιας πρώτης φουρνιάς στελεχών του κυβερνώντος κόμματος στο κράτος, προκειμένου να αποτελέσει το ανθρώπινο δυναμικό υποδοχής των αποφάσεων της νέας κυβέρνησης και να αντιταχθεί στις όποιες –άπειρες- προσπάθειες υπονόμευσή της.
Σύντομα η διαδικασία αυτή εκφυλίστηκε, με ρυθμό παράλληλο με τον εκφυλισμό του ΠΑΣΟΚ, που από ριζοσπαστικό κόμμα λαϊκών αιτημάτων, εκφυλιζόταν σε κόμμα εξουσίας, αποβάλλοντας όλα τα ριζοσπαστικά του χαρακτηριστικά. Η πολιτική και κομματική στράτευση των παλιών μελών αντικαταστάθηκε αρχικά από την στιγμιαία εγγραφή ως μέλους σε κάποια Τοπική ή Κλαδική Οργάνωση. Στη συνέχεια και αυτό το πολιτικό φύλλο συκής έπεσε, και τα ρουσφέτια γίνονταν, με τον παλιό, πατροπαράδοτο ελληνικό τρόπο. Ο φίλους του φίλου …ω κουμπάρε! Οποιος είχε μπάρμπα στην Κορώνη, ανεξαρτήτως πολιτικών τοποθετήσεων, αλλά με ισχυρή κοινωνική διασύνδεση, έβρισκε δουλειά στο κράτος.
Τηρουμένων των αναλογιών, σε μια κατάσταση παρόμοια με αυτή του πρώιμου κυβερνητικού ΠΑΣΟΚ, βρίσκεται ο ΣΥΡΙΖΑ. Ένα κόμμα που πριν 4 χρόνια βρισκόταν στο 4%, που σχεδόν ήρθε από το πουθενά, έχει την ανάγκη να πληρώσει τις πολιτικές θέσεις του κρατικού μηχανισμού. Γενικοί Γραμματείς και σύμβουλοι, που θα πλαισιώνουν και θα υπηρετούν το έργο του υπουργού στο εκάστοστε υπουργείο. (σημ. Ένας παλιός γερόλυκος του ΠΑΣΟΚ έχει υπολογίσει ότι κάθε νέα κυβέρνηση χρειάζεται τέσσερις με πέντε χιλιάδες στελέχη, που θα στελεχώσουν τον κρατικό μηχανισμό: Γενικούς Γραμματείς, συμβούλους, Προέδρους Δημοσίων Οργανισμών, κλπ).
Σε αυτή την φάση βρίσκεται τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ. Θα κριθεί στην πορεία του χρόνου από την επάρκεια του πολιτικού προσωπικού που αναλαμβάνει τις θέσεις και καλείται να υλοποιήσει την κυβερνητική πολιτική. Επ΄αυτού, επί της επάρκειας των συγκεκριμένων ατόμων, μπορεί ο καθένας –και ο γράφων έντονα- να διατηρεί τις αμφιβολίες του.
Επίσης είναι κατανοητό και δικαιολογητέο, ότι τα υψηλόβαθμα πολιτικά στελέχη θα επιλέξουν συγγενείς τους να πληρώσουν θέσεις που απαιτούν μυστικότητα, εμπιστοσύνη, πάθος για την υλοποίηση του σκοπού. Επίσης θα έλεγε κανείς ότι είναι φυσικό κάποιων η πολιτική συντροφικότητα να έχει δημιουργήσει και ανθρώπινη συντροφικότητα μεταξύ τους. Ως το 2009, όλοι μαζί ήταν μια χούφτα νοματαίοι, στις ίδιες μικρές ( έως μίζερες αριθμητικά) οργανώσεις, στους ίδιους αγώνες, στις ίδιες ολιγάριθμες κινητοποιήσεις, κάτω από τις ίδιες σημαίες. Τι πιο λογικό η ανθρώπινη επαφή με κάποιον που σε συγκινούν τα ίδια οράματα και μοιράζεσαι τα ίδια ιδανικά; (άλλωστε, για όποιον θυμάται, το περίφημο αξιοκρατικό opengove του Παπανδρέου, είχε δημιουργήσει τραγελαφικές καταστάσεις. Στις πολιτικές θέσεις δεν παίρνεις από την ελεύθερη αγορά χωρίς να εξετάζεις τις πολιτικές θέσεις του άλλου)
Ο ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν κατακριτέος αν δημιουργούσε νέες θέσεις για να τους βολέψει, και όχι τώρα που τους εντάσσει σε ήδη προϋπάρχουσα κρατική δομή.
Γιαυτό είμαι μίζερη, πονηρή και αναξιόπιστη η καταιγιστική κριτική που δέχεται από τη ΝΔ: Ο Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης ως υπεύθυνος μίλησε για όργιο διορισμών συγγενών και φίλων, ενώ διένειμε και κατάλογο των διορισμών – τους οποίος εύκολα μπορούσε να ανιχνεύσει από τους συνδικαλιστές του κόμματός του στο Δημόσιο, ενώ η Σοφία Βούλτεψη υποστήριξε ότι «Τελειωμό δεν έχουν οι -πρώτη φορά αριστερά – διορισμοί συγγενών».
Ο ΣΥΡΙΖΑ θα κριθεί αν μετά από την πλήρωση των πολιτικών θέσεων, επιδοθεί στο ελληνικό σπορ του ρουσφετιού και αποκτήσει καθεστωτικά χαρακτηριστικά. Εδώ θα είμαστε να το καταγράψουμε.
Αλλά δεν μπορεί να εγκαλείται γιατί κάνει το αυτονόητο: Βάζει δικούς του ανθρώπους στις αμιγώς πολιτικές θέσεις και οι οποίοι θα κριθούν από το έργο τους. Μια τέτοια κριτική δεν είναι καλύτερος τρόπος για να αποκτήσει η αντιπολίτευση την αξιοπιστία της.