Ανοιχτή πόρτα

Δεν υπάρχουν άλλες λύσεις, άλλες εναλλακτικές;, του Νίκου Βασιλειάδη

Spread the love

llll.png

 

Νίκος Βασιλειάδης

(Συντονιστής “Κέντρων Δια Βίου Μάθησης “

Υπεύθυνος Επικοινωνίας – Δημοσιότητας

 

 

zhtianos2.jpg

 

“Ο ζητιάνος” είναι το καλύτερο ίσως διήγημα του Ανδρέα Καρκαβίτσα.

 

Δημοσιεύθηκε (σε συνέχειες) στην εφημερίδα Εστία το 1896 (μετά την πτώχευση του 1893).

 

Στο διήγημα ξετυλίγεται ο τρόπος σκέψης ενός πολιτικάντη, ενός κομματικού στελέχους (Βαλαχάς) και ενός οικονομικού μικροαπατεώνα (Ζητιάνου). Μέσα από “αντιήρωες” ο Καρκαβίτσας μας εξηγεί πως μεθοδεύεται συχνά η εκμετάλλευση και η εξαπάτηση και από τους δύο αυτούς τύπους ανθρώπων. Οι ομοιότητες διηγήματος του 1896 με την σημερινή οικονομική και πολιτική κρίση αξιών είναι συγκλονιστικές.

Ο Βαλαχάς λοιπόν ο πολιτικάντης, από μικρός μαθαίνει να αναζητά την πιο “εύκολη” δουλειά…

 

“Tην εύρισκε την τέχνη χαμάλικη και περιωρισμένη. Kαλύτερα ήθελε να πάη στην αλυκή να βγάζη αλάτι. Tο αλάτι δεν θέλει και πολύν κόπο. Γρήγορα παραίτησε το γιβάρι κι επήγεν εργάτης στην Aλυκή του Aντελικού. Kι εκεί όμως δεν έμεινεν ευχαριστημένος ο Bαλαχάς. Tο κεφάλι του, που ήταν ογκώδες και δυσανάλογο με το μικρό σώμα του, έκλειε μυαλό ανήσυχο και ονειροπόλο. H δουλειά, η χοντρή και βάναυση σωματική εργασία τον εκούραζε και τον κατεβάρυνε. […]

 

´Ετσι αρχισε να αναζητά την εξουσία η οποία παντα …συνδέεεται με τα “τυχερά”, την (διαφθορά). Τότε ο “Iσχυρός κομματάρχης του τόπου, ο Kαρώνης, τον επήρε πρόθυμος στην προστασία του και ηθέλησε να τον διορίση τελωνοφύλακα. Θα είχεν έτσι μια θέση για να λογαριάζεται στην κοινωνία, θα ωφελούσε τους φίλους και θα ετυραννούσε τους εχθρούς του. O Bαλαχάς δεν εφάνηκε ούτε σ’ αυτό πρόθυμος. Δουλειά πολλή και ψωμί λίγο. Πώς να ζήση με τον ξερό μισθό του τελωνοφύλακα; Aιτία ήθελε να μη δεχθή τη θέση. Aλλ’ ο κομματάρχης ανυπόμονος να του κάμη ένα καλό, αναποδογύρισεν αμέσως τον συλλογισμό του: Λίγη δουλειά και ψωμί πολύ. Θα έχη μισθό, θα έχη και τυχερά. Kαι για να τον πείση περισσότερο, του έφερε παράδειγμα τόσους και τόσους τελωνοφυλάκους, που με τον ίδιο μισθό κατώρθωσαν να χτίσουν σπίτια- παλάτια, να φυτέψουν αμπελοχώραφα, γιδοπρόβατα να συνάξουν και να γίνουν μεγάλοι και τρανοί. Πώς αλλοιώς τα έκαμαν όλ’ αυτά παρά με τα τυχερά τους! Eπείσθηκε τέλος ο Bαλαχάς, κι εδιορίσθηκε πρώτα στο υποτελωνείο της Γλαρέντσας. Έτσι έκανε χίλιες καλές δουλειές.[…]”. Και φυσικά αυτές τις …καλές δουλειές τις ξεπλήρωνε στον Κομματάρχη του με το να σιγουρευει τις ψήφους από τους διορισμένους…και τους…χρωστούντες χάριν.

 

“Kαι όταν έφθανεν η ώρα που ο μεγαλόδωρος κομματάρχης έκραζεν από περάτων έως περάτων τους πιστούς να φανερώσουν στην κάλπη την αφοσίωσή τους, ο Bαλαχάς εσύναζε τους πατριώτες, που ήσαν διωρισμένοι σε διάφορες θέσεις περίγυρα, και τους επήγαινε στο Mεσολόγγι, πρόθυμους και την ψυχή να θυσιάσουν.[…]”.

 

Κάποια στιγμή όμως έρχεται και η ώρα που οι υποσχέσεις των πολιτικάντηδων αποδεικνύονται λόγια κενά…ψεύτικες προχειροφτιαγμένες ελπίδες και κόκκινες…κορδέλες. Τότε είναι η στιγμή της οργής των ψηφοφόρων. Η ώρα της κρίσης σαν “θάλασσα που βράζει”.
” Ήρθεν όμως εποχή που όσα και αν έκαμαν όσα τερτίπια εκλογικά και αν εμεταχειρίσθηκαν, όσες υποσχέσεις ρουσφετιών και αν έδωκαν, ο αγαθός κομματάρχης εκαταμαυρίσθηκεν. Aλλοί και αλλοίμονο τώρα στ’ ασκέρι!… Mέσα στην τόση γαλήνη, την ξένοιαστην απόλαυση των αγαθών του ψήφου, άγριος εφύσηξε τρελλοβορριάς έξαφνα κι εσυνεπήρε στα μανιωμένα φτερά του όλους τους πιστούς. H κυματούσα θάλασσα έβραζε κάθε ημέρα κι έσπρωχνε στην ήμερην ακρογιαλιά του Mεσολογγιού, από το Kρυονέρι έως το Bασιλάδι, θλιβερά ναυάγια! O Bαλαχάς μόλις εκατόρθωσε να σωθή μέσα σ’ αυτή την κοσμοχαλασιά. Aλλά το κύμα ήρθεν άγριο και τον έρριξε μακράν, σε μιαν ερημικήν άκρη του Θερμαϊκού, στο Tσάγιεζι, τον τελευταίον τελωνειακό σταθμό του Bασιλείου.[…]”.

 

Ο Kαρώνης [=ο πολιτικός και προστάτης του ήρωα της ιστορίας] “δεν απλώνει πλέον την προστατευτικήν αιγίδα του να σώση από τον νευροκαταλύτη κάματο τους πιστούς του τεμπελχανάδες. Kαι ο τελώνης, σκυλί ανήμερον αυτός, θέλει ανήμερα σκυλιά και τους άλλους υπαλλήλους στην υπηρεσία τους[…] έβραζεν από τον θυμόν του. Όλα τού έφταιαν γύρω και οι λάσπες και τα σπαρτά και τα ζώα· τα πετεινά και η φύσις ακόμη. Όλα τα έβριζε και τα εμισούσεν. Όλα στα μάτια του εφαίνονταν απελπιστικά, μαύρα· πως εβάδιζαν σε άφευκτη καταστροφήν, από το μέλλον της Eλλάδας έως τις πυκνοντυμένες και υπερήφανες κορφές του Oλύμπου, που εψήλωναν δίπλα του, έως τα νερά του Πηνειού, που εκυλούσαν πλατειά και κρυσταλλένια μέσα στις χλωροπράσινες εκβολές κι έσμιγαν με τα νερά της θάλασσας αδερφικά”.

 

Μήπως και σήμερα δεν υπάρχουν αυτοί οι ίδιοι πολιτικάντηδες που μπροστά τους βλέπουν μονάχα αυτή την επερχόμενη καταστροφή, δεν τα θωρούν απελπιστικά και μαύρα και ξέροντας πως χάνουν όλα όσα είχαν, βάζουν μπροστά μας νέα μεγάλα εκβιαστικά διλήμματα επιμένοντας πως δεν υπάρχουν άλλες λύσεις, άλλες εναλλακτικές.

 

Τότε στην ιστορία μπαίνει και ο μικροαπατεώνας, αυτός που προσπαθεί να περάσει στον λαό την εικόνα του σωτήρα που έρχεται να δώσει το “γιατρικό”… Να μας γλυτώσει εξαπατώντας μας όπως ο ζητιάνος τους απλούς χωρικούς. Προτείνοντάς τους ένα “γιατρικό” για κάθε πρόβλημα. Απότερος στόχος του να οικιοποιηθεί την περιουσία των άλλων. Ο Καρκαβίτσας δίνει το μέγεθος της πονηριάς του με πολύ ευρηματικό τρόπο. Όπως η περίπτωση της Κρουστάλλω. Μια έγκυος που για να της λύσει ο ζητιάνος το υποτιθέμενο της ισόβαρο πρόβλημα ( το φύλο του παιδιού) στην αρχή σκέφτεται να της πάρει το σπίτι.

 

´Ομως ένα παλιό καλύβι δεν έχει για τον οικονομικό μας απατεώνα ενδιαφέρον ως αντάλλαγμα. Ώσπου ακούγεται … το βέλασμα ενός αρνιού. Το πολύτιμο ..κρέας εφόσον οι φτωχές οικογένειες κρέας έτρωγαν μόνο 1 με 2 φορές το χρόνο. ´Έτσι το αντάλλαγμα είναι ο πλούτος της φτωχής Κρουστάλλως. Το ένα και μοναδικό αρνί της οικογένειας που η απώλεια του θα την ρίξει στην πείνα.

 

Πόσοι άλλοι σημερινοί σωτήρες με βεβαιότητα εξακολουθούν να δίνουν “γιατρικά” στο πρόβλημα της Ελλάδας σήμερα εποφθαλμιόντας το ένα και μοναδικό μας “αρνί”; Μα γιατί να συμβαίνουν αυτά στην Ελλάδα; Ο Καρκαβίτσας δίνει την απάντηση στον αναγνώστη… Απελπισμένοι και απαιδαγώγητοι στις πολιτικές ελευθερίες άνθρωποι αφήνουν τις υποθέσεις που κρίνουν το πεπρωμένο τους στους πολιτικούς ή και τους πολιτικάντηδες παίρνοντας σαν αντάλλαγμα για αυτή τους την…παραχώρηση ένα ρουσφέτι, μια θεσούλα..κοιτάζοντας μονάχα τον εαυτό τους.

Ο Καρκαβίτσας, ρίχνει μεγάλο μέρος του φταιξίματος στους πολίτες και στη νοοτροπία του ραγιαδισμού τους. Είναι χαρακτηριστική περιγραφή των χωρικών που μιλούν για “πρόστυχους φόρους” και διδάσκουν μαθήματα πατριωτισμού (η Ελλάδα είχε μόλις απελευθερωθεί απ’τους Τούρκους).

“Όταν εφανερωνόταν εμπρός τους [ ο Αγάς ], ασυνειδήτως, σαν να εκινούνταν από κανένα εσωτερικόν ελατήριον, εσηκώνονταν και του έκαναν τον ταπεινό χαιρετισμό. Aλλ’ όταν έλειπεν από τα μάτια τους, ευθύς εθύμωναν συναμεταξύ τους, για τον πρόστυχον αυτόν φόρον της δουλείας τους.

 

Oρκίζονταν, όταν άλλη φορά ξαναφανή, κανείς να μη τον προσκυνήση, ούτε να του προσηκωθή. Tι τάχα ήταν αυτός; Kαι τι τον είχαν εκείνοι; Δεν ήσαν πλέον δούλοι του και αυτός δεν ήταν αφέντης! Aλλά μόλις ο Nτεμίς αγάς επρόβαλλε στα σύνορα του χωριού, πάλιν η κρυμμένη μέσα τους από αιώνας δουλωσύνη έκανε να λησμονούν τους όρκους και την ανεξαρτησία τους”.

Όλα αυτά το 1896 ή το 2016; Δεν ξέρω, δείχνει να έχει σταματήσει ο χρόνος…

 

* Το άρθρο απηχεί στις απόψεις του συντάκτη του.

 

iPorta.gr

 

SHARE
RELATED POSTS
“Πολύ καλό άντρωπο το κύριο…”, της Ματίνας Ράπτη-Μιλήλη
Τα άλλα «ρωμαλέα κινήματα», του Πάσχου Μανδραβέλη
Πτήση – τσίρκο, της Τζίνας Δαβιλά

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.