Επίκαιρα και Ανεπίκαιρα

Δεν αρκεί να έχεις δίκιο, του Γιάννη Καραχισαρίδη

Spread the love

 

Γιάννης Καραχισαρίδης

Ένα πρόβλημα αναζητάει τη λύση του. Με βάση στοιχεία του 2013, 3,48 εκατομμύρια ήταν υπάλληλοι δημοσίου και συνταξιούχοι και 2,78 εκατομμύρια οι παραγωγικά απασχολούμενοι. Μεταξύ 2008 και 2013 η ομάδα των παραγωγικά απασχολούμενων μειώθηκε κατά 1 περίπου εκατομμύριο. Η πραγματικότητα το 2016 είναι ασφαλώς χειρότερη. Είναι αυταπόδεικτο ότι η εξίσωση δε βγαίνει. Είναι απολύτως αδύνατο οι παραγωγικά απασχολούμενοι να συντηρούν εαυτούς και ταυτόχρονα να συνεισφέρουν με φόρους και εισφορές για τη συντήρηση των δημοσίων υπαλλήλων και των συνταξιούχων που είναι περισσότεροι. Η ψαλίδα μεγαλώνει δραματικά αν προσθέσουμε και τη συντήρηση των ανέργων, που σήμερα είναι μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού. Δεν βγαίνουν οι αριθμοί. Και δεν υπάρχει κανείς που να μη συμφωνεί ότι εδώ έχουμε ένα πρόβλημα που αναζητάει τη λύση του.

Κατανόηση και διατύπωση.Για να λύσουμε ένα πρόβλημα, πρέπει πρώτα απ’ όλα να το κατανοήσουμε και να το διατυπώσουμε με ακρίβεια. Αυτό δεν είναι πάντα εύκολο. Συνήθως τραβάνε την προσοχή μας τα επιβλαβή αποτελέσματα κι όχι το ίδιο το πρόβλημα. Αν ξεπεράσουμε αυτό το εμπόδιο και επικεντρωθούμε στο πρόβλημα, τότε θα συναντήσουμε κι άλλη μια δυσκολία. Να μας ξεφύγουν ορισμένες πλευρές του και να οδηγηθούμε σε λάθος συμπεράσματα. Γιατί τελικά είναι επιπόλαιο να υποτιμούμε την πολυπλοκότητα τέτοιων σύνθετων προβλημάτων. Παρ’ όλα αυτά μια μορφή απλοποίησης χρειάζεται. Για να μη χαθούμε στο χάος της πολυπλοκότητας είναι αναγκαίο να σταθούμε στις βασικές συνιστώσες του προβλήματος.

Η λύση.Ας υποθέσουμε όμως ότι τελειώσαμε με την κατανόηση και τη διατύπωση του προβλήματος και προχωράμε στη λύση. Είναι φυσικό να νιώθουμε ικανοποίηση αν η λύση που επιλέξαμε είναι λογική. Δυστυχώς όμως αυτό δεν είναι αρκετό. Γιατί η λογική μπορεί να έχει πολλές εκδοχές στον περίπλοκο σύγχρονο κόσμο που ζούμε. Μια λύση μπορεί να φαίνεται λογική σε εκείνον που την προτείνει, αλλά δε συμβαίνει το ίδιο και σε εκείνον που προτείνει μια εκ διαμέτρου αντίθετη. Οπότε μια λύση δεν αρκεί να είναι λογική, αλλά θα πρέπει να είναι και πειστική. Δηλαδή να πείθει κι εκείνον που σκέφτηκε διαφορετικά.

Η εφαρμογή.Κι έτσι φτάνουμε στο τρίτο στάδιο που έχει τη δική του αυτονομία. Την εφαρμογή της λύσης. Πριν κάνουμε οτιδήποτε θα πρέπει να αποφασίσουμε αν η λύση που επινοήσαμε μπορεί να εφαρμοστεί με αποτελεσματικότητα. Αν κρίνουμε ότι αυτό δεν είναι εφικτό, τότε οφείλουμε να μελετήσουμε άλλες παραλλαγές ή μια τελείως διαφορετική λύση. Αλλιώς χάνουμε τον χρόνο μας, επιχειρηματολογώντας για κάτι εκ προοιμίου ανέφικτο. Αν υποθέσουμε όμως ότι αυτό που προτείναμε φαίνεται εφαρμόσιμο, τότε δεν έχουμε παρά να μπούμε στη δεύτερη φάση. Στην εφαρμογή. Καθόλου απλό. Πολλές ενδιαφέρουσες λύσεις χάθηκαν στη χοάνη του χρόνου, ακριβώς γιατί υστερήσανε στη διαδικασία της εφαρμογής τους.

Επιστροφή στο αρχικό πρόβλημα. Προς το παρόν ας ξεχάσουμε ετικέτες και στοιχειωμένους χαρακτηρισμούς. «Φιλελεύθεροι» και «σοσιαλδημοκράτες», «συντηρητικοί» και «προοδευτικοί», «κεντροδεξιά», «κεντροαριστερά» και «ριζοσπαστικό κέντρο». «Ακροδεξιά» και «ακροαριστερά». «Νεοφιλελεύθεροι», «αριστεροί» και «κομμουνιστές». Ας παρακάμψουμε όλα αυτά τα πρόσημα κι ας επικεντρωθούμε στη λύση του προβλήματος σε συνθήκες καπιταλισμού. Γιατί οφείλουμε επιτέλους να είμαστε ειλικρινείς και να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους. Καλώς ή κακώς, το θέλουμε δε το θέλουμε, το πρόβλημα το αντιμετωπίζουμε σε συνθήκες παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Και είναι ένα πρόβλημα που έγινε εμφανές και πιεστικό από την εποχή που εισήλθαμε στη κρίση. Σ’ αυτό το διάστημα δύο λύσεις έχουν προκύψει αποκτώντας μάλιστα μορφή διλήμματος. Ας τις εξετάσουμε.

Οι κόκκινες γραμμές. Οι κόκκινες γραμμές της αντίστασης ήταν μια απάντηση που την έδωσαν κατά περίσταση όλες οι κυβερνήσεις της κρίσης. Ήταν μια απέλπιδα προσπάθεια να υπερασπιστούν τα κεκτημένα, αναβάλλοντας τη λύση του προβλήματος για το μέλλον. Αλλά το πρόβλημα προέκυπτε από αυτά ακριβώς τα κεκτημένα. Εκεί ήταν στριμωγμένη η άλυτη εξίσωση. Γι’ αυτό και οι κόκκινες γραμμές ήταν καταδικασμένες να πέσουν η μια μετά την άλλη. Και ποτέ δεν προσέφεραν παραπάνω εγγυήσεις απ’ ότι η γραμμή Μαζινό. Οπότε εκ του αποτελέσματος προκύπτει ότι οι κόκκινες γραμμές ποτέ δεν ήταν η λύση. Και είναι απορίας άξιο πώς μετά από έξη χρόνια κρίσης μιλάμε ακόμα για κόκκινες γραμμές.

Η περιζήτητη μεταρρύθμιση. Κανένας δεν αρνήθηκε αυτή την ανάγκη. Ακόμα κι εκείνοι που τοποθετούσαν τις διάφορες κόκκινες γραμμές, πάντα αναφερόντουσαν σε μια αναγκαία μεταρρύθμιση, που τοποθετούνταν όμως στο μέλλον. Αλλά τελικά η λέξη «μεταρρύθμιση» δεν είναι παρά ένας τίτλος. Δίνει την κατεύθυνση, αλλά από μόνη της δεν κατανοεί, ούτε διατυπώνει το πρόβλημα και φυσικά δε προτείνει καμιά λύση. Ας φύγουμε όμως από τη λέξη κι ας δούμε τι ακριβώς συνέβη. Και πράγματι στα έξη χρόνια της κρίσης έγιναν πολλά. Αναρίθμητες αλλαγές και στο κράτος και στο ασφαλιστικό. Σήμερα το σύστημα έχει αλλάξει εντυπωσιακά και σε τίποτα δε θυμίζει τα δεδομένα του 2009. Με τη διαφορά ότι το πρόβλημα δεν λύθηκε. Κι αυτό γιατί όλες αυτές οι αλλαγές ήταν βιαστικές, κάτω από πίεση και αντιμετώπιζαν πάντα τα επί μέρους, ποτέ το όλον. Όλες οι κινήσεις είχαν καλές προθέσεις. Και όλες είχαν την ψευδαίσθηση ότι κάτι έλυναν. Αλλά πάντα η μεγάλη εικόνα απουσίαζε από το κάδρο. Κι έτσι σήμερα το πρόβλημα παραμένει άλυτο.

Να τα αλλάξουμε όλα χωρίς να γκρεμίσουμε τη χώρα. Ήταν μία από τις αρχικές προτροπές που διατύπωσε το Ποτάμι. Κι απ’ αυτόν τον ευρύτερο χώρο προέκυψαν προτάσεις που απέβλεπαν στη λύση του προβλήματος. Ρηξικέλευθη είναι η πρόταση του Στέφανου Μάνου. Κατάργηση όλων ανεξαιρέτως των εισφορών και ενιαία σύνταξη 700 € στα 67. Αυτή η λύση καταργεί αμέσως τη μαύρη εργασία και απελευθερώνει από ένα μεγάλο βάρος την ενεργή οικονομία, η οποία θα αναπτυχθεί με γρήγορα βήματα. Και επί πλέον το συνολικό κόστος των συντάξεων μειώνεται. Στο τομέα του κράτους προτείνει την αυτονόητη λύση. Απολύσεις. Ο Αρίστος Δοξιάδης το είπε διαφορετικά πριν λίγα χρόνια. Για να αναπτυχθεί η χώρα θα πρέπει 300.000 συμπολίτες μας να αλλάξουν δουλειά. Η κυβέρνηση Σαμαρά προχώρησε με δειλά βήματα σε επιλεκτικές απολύσεις, αλλά βρήκε σθεναρή αντίσταση. Έτσι λοιπόν αυτές οι λύσεις που κατ’ αρχάς φαίνονται λογικές, έμειναν στο ράφι, γιατί αποδείχθηκαν ανεφάρμοστες. Γιατί δε μπορείς να αντιμετωπίζεις τη τύχη μερικών εκατομμυρίων πολιτών με ασκήσεις επί χάρτου. Όσο λογικές κι αν φαίνονται αυτές οι ασκήσεις, στο τέλος γκρεμίζεις τη χώρα. Γκρεμίζεις με βίαιο τρόπο έναν κοινωνικό σχηματισμό που καλώς ή κακώς είχε δημιουργηθεί μέχρι τώρα. Επειδή όμως η λογική έχει πολύ μεγάλα περιθώρια, ίσως να υπάρχουν κι άλλοι τρόποι να προσεγγίσει κανείς το άλυτο μέχρι τώρα πρόβλημα.

Ένα κινέζικο ρητό. «Όταν έχεις μόνο δύο λύσεις και δυσκολεύεσαι να διαλέξεις, εφάρμοσε μια τρίτη». Με άλλα λόγια ψάξε περισσότερο, γιατί κανένα δίλημμα δεν είναι ποτέ οριστικό. Στη χώρα μας έχουμε μάθει πιο πολύ ο καθένας να υπερασπίζεται το δίκιο του, παρά να συνθέτουμε φαινομενικά αντίθετες απόψεις. Γι’ αυτό και τα διχαστικά διλήμματα βρίσκονται μονίμως πρώτο τραπέζι πίστα. Δηλαδή ή κόκκινες γραμμές για την υπεράσπιση των κεκτημένων ή κατεδάφιση της υπάρχουσας δομής και την αντικατάσταση της με κάτι άλλο που μας φαίνεται καλύτερο. Σ’ αυτόν τον διχασμό η σύνθεση μοιάζει αδύνατη. Κι όμως αυτό που μοιάζει αδύνατο, μ’ ένα απλό κλικ στην ανάλυση μπορεί να γίνει έτσι απλά εφικτό. Αντί να εστιάζουμε στους εργαζόμενους στο δημόσιο και στους συνταξιούχους, μπορούμε να εστιάσουμε στις δομές. Να αλλάξουμε ριζικά το κράτος χωρίς καμιά απόλυση. Αν οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι συνδικαλιστικές τους ενώσεις νιώσουν ασφαλείς με τη δουλειά τους θα είναι οι πρώτοι που θα συμμετέχουν στην αναδιάρθρωση των παράλογων και δυσλειτουργικών δομών του κράτους. Οπότε ούτε κόκκινες γραμμές, ούτε κατεδάφιση, αλλά συλλογική μεταρρύθμιση, αποδεκτή από την συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών.

Κανένα δίκιο δεν συνεπάγεται και μια λύση. Το να είσαι βέβαιος ότι έχεις δίκιο και να το υπερασπίζεσαι μέχρι τελευταίας ρανίδας, δε σημαίνει ότι μπορείς να βρεις και τις λύσεις. Το δίκιο δεν αρκεί και τις περισσότερες φορές είναι το εμπόδιο για τη λύση. Δημιουργεί την ψευδαίσθηση του ηθικού πλεονεκτήματος. Αλλά πάντα υπάρχουν και στην αντίπερα όχθη κάποιοι άλλοι που υπερασπίζονται ένα τελείως διαφορετικό δίκιο. Και εκείνοι νιώθουν ότι έχουν ηθικό πλεονέκτημα. Έτσι υψώνονται τα τείχη. Κι όταν υψώνονται τείχη καμιά λύση δεν είναι εφικτή. Ίσως λοιπόν είναι καλύτερα να ψάξουμε να βρούμε εκείνους που είναι σε θέση να προτείνουν μεγάλες συνθέσεις κι όχι εκείνους που επιμένουν στο δίκιο τους. Γιατί μόνο οι μεγάλες συνθέσεις μπορούν να εμπνεύσουν και να συμπαρασύρουν τις μεγάλες πλειοψηφίες και να ωθήσουν μια χώρα προς το μέλλον.

 

 * Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr   

 

 

SHARE
RELATED POSTS
Η ψυχανάλυση του λαϊκισμού, του Γιάννη Καραχισαρίδη
Τετράδιο σημειώσεων και μελέτης 3η σελίδα – Αύγουστος 2016, του Γιάννη Καραχισαρίδη
Η Ευρώπη σ’ένα ωκεανό χρόνου, του Γιάννη Καραχισαρίδη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.