Δεν κοιμάμαι πολύ τελευταία. Όχι ότι κοιμόμουνα ποτέ ιδιαίτερα πολύ. Αλλά τον τελευταίο καιρό έχει παραγίνει. Τέσσερις ώρες τη μέρα. Προσπαθώ να εξουθενώνω το σώμα μου και το μυαλό μου στη δουλειά ώστε τα βράδια να πέφτω σε λήθαργο, αλλά δεν το καταφέρνω. Αντιθέτως, 4 ώρες ύπνου είναι αρκετές. Σηκώνομαι αξημέρωτα. Κάθομαι στον καναπέ μου και αναμετριέμαι με τον εαυτό μου και τις σκέψεις του. Και φυσικά με τα βιβλία μου. Ω ναι! Η αϋπνία είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να κάνω αυτό που από μικρό παιδί απολάμβανα περισσότερο. Να διαβάζω. Ιστορίες, σκέψεις, αναζητήσεις. Την ανθρώπινη ψυχή σε λέξεις. Αν υποθέσουμε ότι χωράει.
Το βάρυνα λίγο. Βλέπεις είναι αυτή η πλευρά μου που δεν τη χωράει εύκολα η καθημερινότητα. Δε μου αρέσει η ρουτίνα. Χαίρομαι με τη δουλειά μου, αλλά όταν αυτή ρουφάει 11 ώρες από την ημέρα μου, αισθάνομαι να ασφυκτιώ, να μην έχω χρόνο να ζήσω. Είναι που γεννήθηκα ανικανοποίητος. Είναι που ψάχνω διαρκώς κάτι να μου γεμίσει τη στιγμή και που αισθάνομαι σαν ψυχαναγκασμό το ότι πρέπει να συμβιβαστώ με τη ρουτίνα γιατί «έτσι είναι η ζωή». Δεν τα λέω εγώ, ο επί ετών ψυχοθεραπευτής μου τα λέει.
Όταν γνώρισα τη Φανή, μπορούσα ως δια μαγείας να κοιμάμαι καλά. Τις Κυριακές τα πρωινά για παράδειγμα, μπορούσα να κοιμάμαι ως τις 10. Γνωριστήκαμε το Δεκέμβρη του 12 στα γενέθλια της κολλητής μου της Μυρτώς, συμφοιτήτρια της Φανής στο μεταπτυχιακό της ΑΣΟΕΕ. Δεν αργήσαμε να ερωτευτούμε. Εκείνη την περίοδο ήμουνα στο τελευταίο έτος της σχολής και ταυτόχρονα δούλευα. Εκείνη είχε παρατήσει τα οικονομικά και είχε επιδοθεί στο πάθος της, στο χορό.
Μάλιστα, είχε πρωτοπιάσει δουλειά στη σχολή χορού της περιοχής της και διακατεχόταν από τον ενθουσιασμό της πρώτης δουλειάς. Μοίραζα τη μέρα μου σε διάβασμα, δουλειά και στο να τρέχω από το Μαρούσι στη Γλυφάδα για να τη συναντήσω. Κάθε βράδυ. Έστω για μια αγκαλιά, ένα φιλί. Έμενε ο καθένας μας με τους γονείς του, οπότε ο κοινός ύπνος συνέβαινε κατόπιν ειδικών περιστάσεων. Τις τελευταίες αγκαλιές της ημέρας τις ανταλλάσσαμε στο αμάξι , σ’ ένα στενό κοντά από το σπίτι της, με το ραδιόφωνο να παίζει τον αγαπημένο της σταθμό. Περνούσανε έτσι 1-2 ώρες. Δεν ξεκολλούσαμε. Μετά γυρνούσα σπίτι και ως εκ θαύματος κοιμόμουνα αμέσως. Ο ύπνος μου είχε αποκτήσει νόημα.
Χαλάρωνα και ένιωθα να κολυμπάω στον έρωτά της. Το σώμα μου βρισκόταν σε εγρήγορση, σαν σε έκσταση. Μου άρεσε να ηρεμώ, να κλείνω τα μάτια, να τη σκέφτομαι και ήταν λες και το είναι μου έψαχνε τη μυρωδιά και το άγγιγμά της. Πολλές φορές μέσα στο βράδυ την αναζητούσα κιόλας και ξυπνούσα να της το πω. Αλλά δεν ήταν εκεί.
Όταν αργότερα νοίκιασα το δικό μου σπίτι γιατί δεν άντεχε κανείς από τους 2 μας να κοιμόμαστε χώρια, τα πράγματα με τον ύπνο μου έγιναν ακόμα καλύτερα. Πέφταμε στο κρεβάτι και κάναμε έρωτα και κάθε φορά ήθελα να πάρω όλο και μεγαλύτερη γεύση από το σώμα της. Απ’ τον εαυτό της. Και να της δώσω κάτι περισσότερο από εμένα. Σαν να ζωντάνευαν οι ιστορίες έρωτα και αγάπης που με συντρόφευαν όλα τα μοναχικά μου βράδια. Και τα πρωινά. Για χρόνια ολόκληρα. Εκείνη κοιμόταν αμέσως κι εγώ την κοίταζα ήσυχα καθώς κοιμόταν στο στήθος μου και σχεδόν κρατούσα την αναπνοή μου μην τυχόν και την ξυπνήσω. Όσο πιο αθόρυβα μπορούσα χάιδευα τα μαλλιά της.
Μια μέρα η Φανή αποφάσισε να μην είμαστε μαζί. Δεν προσπάθησα να την κρατήσω. Έφευγε κι εγώ την κοιτούσα. Σαν ψυχρό άγαλμα, που της έλεγε «κάνε ότι θέλεις». Μέρες και νύχτες έχω μετανιώσει γι αυτή μου την αδράνεια. Γι αυτό το λυγμό που έπνιξα. Για το «μείνε» που δεν κατάφερα να πω. Από εγωισμό, περηφάνια ή και από αγάπη. Ή και από ευγνωμοσύνη στη ζωή. Δέκα μήνες ευτυχίας ανείπωτης μου χαρίστηκαν σαν δώρο. Πόσο να ζητούσα; Έχει και για άλλους η ζωή. Εγώ το μερίδιο που μου αναλογούσε φαίνεται πως το είχα πάρει.
Έτσι λοιπόν ξαναγύρισα στις αϋπνίες μου. Η μοναξιά μου έγινε σημαία μου και το μέσα μου σπαρταρούσε από τον πόνο. Δεν μπορούσα να κλάψω. Πιεζόμουνα για να το καταφέρω μήπως και ξορκίσω αυτή τη μαυρίλα που διαπότιζε το είναι μου. Άρχιζα να χάνω τα μαλλιά μου, να βγάζω εξανθήματα στα χέρια, να νιώθω το σώμα μου να πονάει αλλά το δάκρυ δεν έπεφτε! Εκεί! Άκαμπτο! Να μη με διευκολύνει καθόλου.
Είναι Δεκέμβρης του 14. Ένας χρόνος αφότου χωρίσαμε. Στόλισα στο σπίτι την αγαπημένη της γωνιά. Εκείνη πάνω στο τζάκι. Με αλεξανδρινά και φωτάκια. Εκείνη τα είχε διαλέξει. Για να μπαινοβγαίνει στο δωμάτιο μου, να με βρίσκει κοιμισμένο στον καναπέ μου και να χαμογελάει. Να κοιτάζει τα φωτάκια και να κάνει ευχές. Κι εγώ στη γωνιά του καναπέ να ψάχνω το σώμα της. Την αφή της. Να κοιτάζω τις συσπάσεις του προσώπου της, όταν κάνουμε έρωτα. Να βρίσκει η αγκαλιά μου καταφύγιο.
Οι ερωτευμένοι τρέχουν.
Για να ξεγελάσουν τη ματαίωση.
Να παραβγούν στα όνειρα.
Να κατατροπώσουνε το χρόνο.