Ο Γιώργος Σαράφογλου είναι σκιτσογράφος-γελοιογράφος και επιχειρηματίας. Διαβιεί στην Νέα Υόρκη.
Η είδηση:
Η κυβέρνηση του Ισραηλινού πρωθυπουργού Ναφτάλι Μπένετ βιώνει την πρώτη (και πολύ πιθανόν την τελευταία) κρίση του συνασπισμού που την συναποτελεί. Μια σχετικά άγνωστη βουλευτής, η Ιντίτ Σίλμαν, ανακοίνωσε ότι σταματά να παρέχει υποστήριξη στην κυβερνητική συμμαχία, δημιουργώντας μια Κνεσέτ με 60 βουλευτές συμπολίτευσης και 60 της αντιπολίτευσης.
Κατά κάποιο τρόπο, αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η κυβέρνηση του Μπένετ διήρκεσε τόσο πολύ.
Η οριακή πλειοψηφία του συνασπισμού του (61-59) ήταν εξωφρενικά μικρή και η εξάρτησή του από έναν πολυκομματικό συνασπισμό ιδεολογικά αντιπάλων κομματικών σχηματισμών τον έκανε πολύ εύθραυστο για να καταφέρει να επιβιώσει. Η ασημαντότητα του θέματος που τον έριξε ήταν επίσης προβλέψιμη. Η Σίλμαν παραιτήθηκε λόγω διαφωνίας σχετικά με την επιβολή ή μη υποχρεωτικού διαιτολογίου kosher στα κρατικά νοσοκομεία κατά τη διάρκεια των εορτών του Πάσχα.
Κάτι τέτοιο φαντάζει σίγουρα περίεργο στους ξένους, ωστόσο οι Ισραηλινοί γνωρίζουν ότι “ταλαντευόμενοι” κυβερνητικοί συνασπισμοί έχουν συχνά καταρρεύσει από αντιπαραθέσεις σχετικά με την τήρηση του kosher ή/και της αργίας του Σαββάτου, οι οποίες στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύουν πιο σημαντικά ζητήματα. Σε αυτή την περίπτωση, το βασικό ζήτημα το οποίο υποφώσκει είναι η επιστροφή του Μπέντζαμιν Νετανιάχου στον πρωθυπουργικό θώκο.
Ο Μπένετ έκανε καλή δουλειά στη διαχείριση του ετερόκλιτου συνασπισμού του και έδωσε στους Ισραηλινούς μια αίσθηση του πώς θα μπορούσε να μοιάζει μια πιο κεντρώου προσανατολισμού κυβέρνηση. Ωστόσο δεν υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής πρωθυπουργός. Η απειρία του ήταν ένα από τα προβλήματά του. Δεν ήταν πάντοτε καλός στο να εξηγεί τις πολιτικές του στο κοινό. Και, το πιο σημαντικό, υπέφερε από πολιτική τύφλωση: άφησε από τα μάτια του τον αεικίνητο Νετανιάχου.
Προς νέα κυβέρνηση Νετανιάχου;
Την Τετάρτη, ο “Μπίμπι” κάλεσε και άλλους βουλευτές του κυβερνώντος συνασπισμού να αποχωρήσουν και να στηρίξουν μια νέα κυβέρνηση με επικεφαλής τον ίδιο. Υπάρχει πράγματι πιθανότητα να συμβεί κάτι τέτοιο. Δεν είναι μόνον οι δεξιοί συμμέτοχοι στον αντι-Νετανιάχου συνασπισμό του Μπένετ οι οποίοι μπορεί να μπουν σε τέτοιον πειρασμό. Φιλόδοξοι και απογοητευμένοι κεντρώοι (το όνομα του υπουργού Άμυνας Μπένι Γκαντζ εμφανίζεται πιο συχνά), που θα μπορούσαν να δώσουν σε μια νέα κυβέρνηση του Likud μια ευρύτερη πολιτική και κοινωνική βάση, θα μπορούσαν επίσης να δελεαστούν να συμμετάσχουν.
Εάν δεν αποστατήσει άλλος βουλευτής, μια απολύτως ισόποσα μοιρασμένη Κνεσέτ (60-60) θα είναι πολιτικά παράλυτη (σε αντίθεση με τη Γερουσία των ΗΠΑ, δεν υπάρχει η καθοριστική ψήφος του αντιπροέδρου των ΗΠΑ σε περίπτωση ισοψηφίας). Με αυτό τον συσχετισμό, το Ισραήλ θα βάδιζε σχεδόν σίγουρα σε νέες βουλευτικές εκλογές το καλοκαίρι, τις πέμπτες τα τελευταία τέσσερα χρόνια.
Ο Νετανιάχου θα είναι σίγουρα ο υποψήφιος πρωθυπουργός του Λικούντ. Στις δημοσκοπήσεις εμφανιζεται ως ο πλέον δημοφιλής αρχηγός κόμματος στο εβραϊκό κράτος. Αντιμετωπίζει τρεις διώξεις με ποινικού χαρακτήρα κατηγορίες για απάτη και διαφθορά, οι οποίες “τρέχουν”. Ωστόσο τα κατηγορητήρια δεν φαίνονται τόσο στέρεα όσο πίστευε η εισαγγελία και, ακόμη κι αν καταδικαστεί, θα μπορούσε να ασκήσει έφεση, καθυστερώντας τη διαδικασία και παραμένοντας έτσι στη θέση του.
“Ώρα” Λαπίντ;
Εάν προκηρύσσονταν εκλογές, ο Μπένετ πιθανότατα θα έκανε στην άκρη υπέρ του υπουργού Εξωτερικών Γιαΐρ Λαπίντ. Ο Λάπιντ ηγείται του μεγαλύτερου κόμματος της συμπολίτευσης στην τρέχουσα κυβέρνηση συνασπισμού και θεωρείται επιτυχημένος υπουργός Εξωτερικών. Ο Λαπίντ πιθανότατα θα λάμβανε και την υποστήριξη του υπουργού Οικονομικών Αβίγκντορ Λίμπερμαν, αλλά και του υπουργού Δικαιοσύνης Γκίντεον Σάαρ, οι οποίοι είναι και οι δύο δεξιοί, αλλά ταυτόχρονα και αντίπαλοι του Νετανιάχου.
Ωστόσο, ακόμη κι αν όλα τα μικρά κόμματα τα οποία αποτελούν τον σημερινό συνασπισμό παραμείνουν μαζί, το κοινό τους ψηφοδέλτιο δεν είναι πιθανό να κερδίσει την απόλυτη πλειοψηφία της Κνεσέτ μέσα από τις νέες εκλογές.
Επιστροφή στο… μέλλον
Μια νέα, επίσης με μικρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, κυβέρνηση Νετανιάχου θα επέστρεφε στα πολυφορεμένα θέματα των προηγούμενων κυβερνήσεων με επικεφαλής τον ίδιο.
Ο “Μπίμπι” υποστηρίζει το ειρηνευτικό σχέδιο Τραμπ για τη Δυτική Όχθη, το οποίο θα άφηνε στο Ισραήλ τον στρατηγικό έλεγχο των συνόρων και θα περιόριζε την παλαιστινιακή κυριαρχία σε ένα αφοπλισμένο ημι-κρατίδιο. Εδώ δεν θα έχουμε κάποια μεγάλη αλλαγή. Προς το παρόν δεν υπάρχει καμία εν εξελίξει ειρηνευτική διαδικασία, ενώ ο συνασπισμός του Μπένετ είχε έτσι κι αλλιώς δεσμευτεί να μην προχωρήσει σε ριζική αλλαγή πλεύσης. Ο Νετανιάχου, ωστόσο, προφανώς θα προσπαθήσει να αναζωογονήσει την υποστήριξη των ΗΠΑ σε μονομερείς ενέργειες από πλευράς Ισραήλ.
Ο Νετανιάχου θα ανέβαζε επίσης τη “θερμοκρασία” της διαφωνίας – σύγκρουσης με τις ΗΠΑ σχετικά με την πολιτική του προέδρου Μπάιντεν γύρω από το Ιράν. Σίγουρα δεν θα τα πάει καλά με την τρέχουσα ομάδα εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ ή με την “προοδευτική πτέρυγα” του Δημοκρατικού Κόμματος. Ωστόσο οι Ρεπουμπλικανοί θα χαρούν να τον δουν πίσω.
Θα ασκηθεί πίεση επάνω του προκειμένου εκείνος να αγκαλιάσει τον Τραμπ, τον οποίο έχει αποκαλέσει τον καλύτερο φίλο του Ισραήλ, αν και ο Νετανιάχου μπορεί κάλλιστα να προτιμά την πρώην πρέσβη των ΗΠΑ στα Ηνωμένα Έθνη Νίκι Χέιλι, τον Αμερικανό πρώην υπουργό Εξωτερικών Μάικ Πομπέο ή ακόμα και τον πρώην αντιπρόεδρο των ΗΠΑ επί προεδρίας Τραμπ, Μάικ Πενς, οι οποίοι παραμένουν όλοι ψηλά στη λίστα με τους προτιμώμενους δυνητικούς Αμερικανούς προέδρους του.
Και η Ρωσία;
Ο Νετανιάχου έχει παραμείνει σχετικά ήσυχος σχετικά με την Ουκρανία, κάτι που θα τον έφερνε σε αντίθεση με την τρέχουσα κυβέρνηση, αλλά και με σημαντικά τμήματα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος των ΗΠΑ.
Στο παρελθόν είχε αντιμετωπίσει τον Πούτιν ως εταίρο στην καταπολέμηση της ιρανικής επιρροής στη Συρία και στην προσπάθεια να εμποδίσει το Ιράν να προμηθεύει τη Χεζμπολάχ και τη Χαμάς με μετρητά και όπλα. Αυτή η πολιτική είναι παρόμοια με εκείνη του Μπένετ, αν και είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τον “Μπίμπι” να προσπαθεί να μεσολαβήσει στη σύγκρουση ή να επιτρέπει στον υπουργό Εξωτερικών του να αποκαλεί τον Πούτιν εγκληματία πολέμου, όπως κάνει τώρα ο Λάπιντ.
Προς το παρόν, η ισορροπία στην Κνεσέτ εξακολουθεί να είναι ρευστή. Η κυβέρνηση του Ισραήλ έχει πλέον παραλύσει σε όλα πλην των πιο ζωτικής σημασίας ζητημάτων ασφαλείας.
Όλα τα υπόλοιπα, από τη νομοθέτηση μέχρι τη μετανάστευση, την αντιμετώπιση της οξείας έλλειψης κατοικιών για τη στέγαση του πληθυσμού έως την αναμόρφωση των διεθνών συμμαχιών του Ισραήλ σε μια μεταβαλλόμενη παγκόσμια τάξη πραγμάτων, θα παραμείνουν σε αναμονή.
Αλλαγή
Η κυβέρνηση Μπένετ έκανε μερικά μικρά βήματα προς την εισαγωγή ενός πιο κοσμικού, κεντρώου και πιο ήρεμου πολιτικού κλίματος. Έδειξε επίσης ότι υπάρχει ζωή μετά τον “Μπίμπι”.
Ωστόσο, 10 μήνες θητείας (ή και λίγοι μήνες ακόμη, εάν τελικώς προκηρυχθούν εκλογές) ήταν πολύ σύντομοι για θεμελιώδεις αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας της κυβέρνησης, για σχέδια για το μέλλον ή για διακηρύξεις προς το εσωτερικό κοινό και τον υπόλοιπο κόσμο.
Αυτό είναι όντως κρίμα. Το Ισραήλ, μετά από πάνω από μια δεκαετία υπό τον Νετανιάχου, χρειαζόταν μια αλλαγή. Η συγκεκριμένη, όπως φαίνεται, θα αποδειχθεί εξαιρετικά σύντομη.