Τώρα που απομακρυνθήκαμε από το γεγονός μπορούμε πιο εύκολα να το αποτιμήσουμε. Γιατί το σύνδρομο της επικαιρότητας θολώνει τη κρίση. Ότι συμβαίνει σε ενεστώτα χρόνο μεγεθύνεται στην εκτίμηση μας και μας παραπλανεί. Ας θυμηθούμε μόνο πόσο μελάνι χύθηκε και πόσα στρογγυλά τραπέζια έλαβαν χώρα και πόσες σοβαροφανείς δηλώσεις και πόσα καθοριστικά συμπεράσματα για ένα θέμα προορισμένο να ξεχαστεί. Όπως και συνέβη. Γιατί, στο μεταξύ, άλλα θέματα επικαιρότητας προέκυψαν και η υπόθεση «Μπαλτάκος» οδηγήθηκε στα ανεπίκαιρα, χωρίς να έχει επηρεάσει στο παραμικρό τις άμεσες εξελίξεις. Ας δούμε λίγο τα δύο βιαστικά συμπεράσματα που αναπτύχθηκαν και «συντάραξαν» τη κοινή γνώμη στη φάση της επικαιρότητας.
«Στη Ν.Δ. υπάρχουν ακροδεξιοί θύλακες». Χαίρω πολύ. Είναι δυνατόν αυτό να αποτελεί μια αξιοπρόσεκτη διαπίστωση; Μήπως δε ξέραμε τις απόψεις του κ. Μπαλτάκου πριν το γεγονός της λαθραίας μαγνητοσκόπησης; Ο άνθρωπος δεν τις κράτησε ποτέ κρυφές. Κι όχι μόνον αυτός. Κι άλλα στελέχη του κόμματος ψέλλισαν σε ανύποπτο χρόνο την ενδεχόμενη συνεργασία με τη Χ.Α. Και φυσικά ακολουθούν και κάποιες δημοσιογραφικές γραφίδες ή κανάλια που για να αυξήσουν το ακροατήριο τους έχουν μάθει να παρουσιάζουν ακόμα και τα πιο φυσιολογικά θέματα μ’ έναν υπερβολικό και τελεσίδικο τρόπο, προσπαθώντας να σοκάρουν και να τραβήξουν τη προσοχή. Μα το κόμμα των ΑΝ.ΕΛ. από στελέχη της Ν.Δ. δε δημιουργήθηκε; Χρειάζονταν κι άλλες αποδείξεις για την ύπαρξη ακροδεξιών θυλάκων; Κάποιοι άλλοι αμφιταλαντεύτηκαν κι έμειναν τελικά στη Ν.Δ., προσπαθώντας με βάση τις αντιλήψεις τους να επηρεάσουν τις εξελίξεις. Πότε το πετύχαιναν, πότε όχι. Το ότι πολλοί έπεσαν από τα σύννεφα με τη μαγνητοσκοπημένη συζήτηση Μπαλτάκου, καταδεικνύει τουλάχιστον ελλιπή πληροφόρηση. Πάνω απ’ όλα όμως αποδεικνύει το πόσο εύκολα τοποθετούμε στο βάθρο του πρωταθλητή τη δευτερεύουσα επικαιρότητα, η οποία πάρα πολύ σύντομα οδηγείται στο ντουλάπι της λήθης.
«Ο γραμματέας του υπουργικού συμβουλίου είναι η φωνή του πρωθυπουργού, άρα ο πρωθυπουργός συνομιλούσε με τη Χ.Α.». Αυτό το απλοϊκό συμπέρασμα που προβλήθηκε μετ’ επιτάσεως, προκάλεσε «καυτές» ερωτήσεις την εποχή της επικαιρότητας, συζητήθηκε θεσμικά και μη θεσμικά, παρουσιάστηκε σα μια μεγάλη πολιτική κρίση. Βαθυστόχαστοι εγκυκλοπαιδιστές το έκαναν φύλλο και φτερό, του άλλαξαν τα φώτα στην ανάλυση. Οι ευθύνες του πρωθυπουργού επιβεβαιώνονταν καθημερινά και διυλίζονταν μέσα σ’ ένα βαθιά ηθικοπλαστικό και υποκριτικό περιβάλλον. Δεν αρκούσε σε κανέναν το απλό γεγονός ότι ο πρωθυπουργός απέλυσε πάραυτα τον κ. Μπαλτάκο. Όχι, δεν αρκούσε. Έπρεπε πάση θυσία να αποδειχθεί ότι οι δυο τους ήταν θεσμικά σιαμαίοι Η ελπίδα της πολιτικής κρίσης όμως χάθηκε γρήγορα, σχεδόν σε λίγες μέρες και η υπόθεση αποδείχθηκε αυτό που ήταν, δηλαδή ανούσια και χωρίς ψαχνό.
Αν όμως αποτραβήξουμε το γεγονός αυτής της συνομιλίας από τα νύχια τις επικαιρότητας, ενδεχομένως να μπορούμε να βγάλουμε ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα. Πρώτα απ’ όλα ο Κασιδιάρη βοήθησε τον πρωθυπουργό να απεμπλακεί κι από έναν ακόμα εθνικιστικό θύλακα, κάτι που δεν ήταν εύκολο να συμβεί χωρίς αφορμή. Η απαρχή αυτής της απεμπλοκής εντοπίζεται στην εποχή που ομάδα βουλευτών ίδρυσαν τους Ανεξάρτητους Έλληνες. Στη συνέχεια – και δυστυχώς με αφορμή έναν θάνατο – άρχισε η σαφής και χωρίς μισόλογα εναντίωση στη Χ.Α. Και τρίτο περιστατικό στην αλυσίδα ήταν η λαθραία μαγνητοσκόπηση. Αυτό το τελευταίο σχεδιάστηκε για να δημιουργήσει μέγιστη πολιτική κρίση. Το μόνο όμως που πέτυχε ο Κασιδιάρης ήταν να εκθέσει ανεπανόρθωτα έναν απ’ τους σημαντικούς συνομιλητές του μέσα στο κυβερνών κόμμα. Με άλλα λόγια τη πάτησε. Αντί να δημιουργήσει κυβερνητική αστάθεια, η Χ.Α. έχασε άλλον έναν σημαντικό υποστηριχτή της στη καρδιά της εξουσίας. Το ενδιαφέρον όμως είναι να αναρωτηθούμε γιατί η παραδοσιακή δεξιά ανασυντάσσεται και κόβει τον ομφάλιο λώρο με τους ακραίους εθνικιστές, με τον ίδιο τρόπο που αρκετά παλιότερα ξέκοψε απ’ τους φιλοβασιλικούς. Ίσως πολύ κουβέντα γίνεται για τη κεντροαριστερά και ελάχιστη για τις διεργασίες της κεντροδεξιάς.
Τα πιπεράτα επικαιρικά θέματα αποστρέφουν τη προσοχή μας από άλλα ουσιαστικότερα. Όπως για παράδειγμα για τον τρόπο που γίνεται η διανομή του πλεονάσματος. Το να μοιράσουμε από ένα πεντακοσάρικο σε χιλιάδες δικαιούχους μοιάζει μια δικαιωμένη πράξη στη λαϊκίστικη συνείδηση των κομμάτων και των πολιτών. Κανείς δε σκέφτηκε μήπως αυτά τα χρήματα θα ήταν καλύτερα να υπηρετήσουν ένα οποιοδήποτε αναπτυξιακό σχέδιο που θα απέφερε απασχόληση και μελλοντικούς καρπούς. Είναι τόσο δύσκολο να βρούμε ένα τέτοιο σχέδιο που να είναι συγκεκριμένο και να έχει ονοματεπώνυμο, αντί να χανόμαστε στους λαϊκισμούς και τις γενικολογίες; Τέλος δεν είναι παράξενο που κανείς δε ρώτησε πού θα διατεθούν τα δισεκατομμύρια που αντλήθηκαν από τις αγορές; Και τέλος πάντων, γιατί μια τέτοια συζήτηση είναι λιγότερο σημαντική από τη μαγνητοσκόπηση του Μπαλτάκου;
Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
iPorta.gr