Πρόσωπα - Αφιερώματα

Αλέκος Σακελλάριος: αιώνιος έφηβος, του Άγγελου Κουτσούκη

Spread the love

Το όνομα του Αλέκου Σακελλάριου θυμάμαι να το πρωτοπρόσεξα στους τίτλους κάποιας ασπρόμαυρης ταινίας με την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Το πιο πιθανό είναι να ήταν το «Χτυποκάρδια στο θρανίο», στην ασπρόμαυρη τηλεόραση της δεκαετίας του ΄70.Η αλήθεια είναι ότι, τότε, οργισμένα παιδιά και αργότερα οργισμένοι έφηβοι, τις σνομπάραμε πολύ αυτές τις ταινίες, οπότε δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία στο όνομά του. Από τότε το συνάντησα πολλές φορές πάλι στους τίτλους κάποιας ελληνικής ταινίας. Πολύ απλά στο παιδικό μου μυαλό συνδέθηκε με το ελληνικό σινεμά της δεκαετίας του ΄60 ,που δεν το θεωρούσα και το ποιο ποιοτικό πράγμα στον κόσμο. Εφηβεία γαρ.

 

Λίγο αργότερα ,αρχίζοντας να αγοράζω δίσκους με ρεπερτόριο περασμένων εποχών, λόγω ραδιοφώνου, πολύ συχνά έπεφτα πάνω στο όνομά του, που βρισκόταν δίπλα στο όνομα του συνθέτη. Όλα αυτά ήταν πολύ γενικά και αόριστα και εκείνη την εποχή δεν υπήρχε κάποιος ειδικός λόγος για να ανακαλύψω ποιος ήταν ο Αλέκος Σακελλάριος. Εξ άλλου, όταν είσαι μικρός στην ηλικία, σε ενδιαφέρουν πιο πολύ οι δημιουργοί της εποχής σου, παρά όσοι έδρασαν πολλά χρόνια πριν. Με το πού ξεκίνησε η εποχή , όμως, της ελεύθερης ραδιοφωνίας η ζωή και η τύχη τα έφερε έτσι, ώστε να κάνω εκπομπή στο Κανάλι 1 του Πειραιά, κάθε Κυριακή στις 12.00 το μεσημέρι, αμέσως μετά την εκπομπή του Αλέκου Σακελλάριου.

 

Άρχισα να βλέπω, λοιπόν, κάθε Κυριακή, έναν ευγενέστατο κύριο, με μάτια που άστραφταν, να μου παραδίδει χαμογελαστά το studio με ένα μεγάλο χαμόγελο. Εκείνη την εποχή, ο Αλέκος Σακελλάριος πρέπει να ήταν κοντά στα 80, με όλα τα προβλήματα που μπορεί να φέρνει αυτή η ηλικία. Μόνο που σε αυτόν, δεν είχε επηρεάσει ούτε στο ελάχιστο, το μυαλό του. Αστραφτερό όσο λίγα μυαλά έχω συναντήσει στην ζωή μου. Αυτό που έμενε από τις εκπομπές του ήταν το χιούμορ και η ετοιμολογία του.

 

Μιά Κυριακή ήρθε όπως πάντα στην ώρα του για να κάνει την εκπομπή του, μόνο πού το ασανσέρ στο Δημαρχείο του Πειραιά δεν λειτουργούσε. Το studio ήταν στον τέταρτο όροφο, οπότε λογικά, δεν ήταν και το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο να ανέβει τέσσερεις ορόφους ένας άνθρωπος σε αυτή την ηλικία. Ο τότε διευθυντής του σταθμού κατέβηκε στην είσοδο του Δημαρχείου, λέγοντάς του «να μην το σκεφτεί κάν να ανέβει τους τέσσερεις ορόφους με τα πόδια». Θα έβαζαν να παίξει μια προηγούμενη εκπομπή του σε επανάληψη. Στάθηκε αδύνατον να πεισθεί ο Σακελλάριος. Δεν μπήκε στον κόπο να το συζητήσει κάν. Και ανέβηκε σιγά σιγά την σκάλα για να φτάσει στο studio και να κάνει κανονικά την εκπομπή του. Ηταν η πρώτη φορά πού κατάλαβα τι σημαίνει επαγγελματικότητα και επαγγελματίας.

 

Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια, και είδα μπροστά μου να συμβαίνει το ίδιο πράγμα μόνο μια φορά ακόμα. Με την Μελίνα Μερκούρη. Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία. Από εκείνη την ημέρα ένοιωσα έναν ιδιαίτερο σεβασμό για τον κύριο Αλέκο, τόσο που δυσκολεύτηκα πολύ να του προτείνω ,πολύ δειλά, στο τελείωμα της δικής του εκπομπής ,αν μπορούσε και αν ήθελε, να κάνουμε και μαζί μια εκπομπή την ώρα της δικής μου. Θεωρούσα πολύ λογικό να μου πεί «ευχαρίστως παιδί μου, αλλά δύο ώρες η δική μου εκπομπή, δύο η δική σου, τέσσερεις μονοκόμματες ώρες εκπομπής είναι πολλές για να τις αντέξω». Αντίθετα, χαμογέλασε πλατειά, φάνηκε να χαίρεται ακόμα περισσότερο και πολύ απλά μου είπε. «Πολύ το χαίρομαι που μου το ζητάς. Να το κάνουμε την άλλη Κυριακή;» Κατάφερα να ψιθυρίσω ένα «Όποτε μου πείτε» και εκείνος συνέχισε πανευτυχής. «Ωραία, θα τα πούμε την άλλη Κυριακή».

 

Την εβδομάδα που μεσολάβησε έπεσα με τα μούτρα στην μελέτη να ανακαλύψω, επιτέλους, τι ακριβώς έχει κάνει ο Αλέκος Σακελλάριος στην ζωή του εκτός από ταινίες με την Βουγιουκλάκη. Ντρέπομαι που το λέω σήμερα, αλλά ,τότε, δεν ήξερα. Ανακάλυψα, λοιπόν, ότι ο κύριος Αλέκος που έκανε εκπομπή πριν από εμένα στον σταθμό, έχει γράψει περίπου δύο χιλιάδες ελληνικά τραγούδια, τα πιο πολλά πασίγνωστα, αλλά και αγαπημένα μου. Το περίφημο «αστα τα μαλλάκια σου», που άρεσε στον παππού μου, ήταν το πρώτο τραγούδι που έγραψε, στα χρόνια του ΄30 και ακολούθησαν τόσα πολλά που μόνο τους τίτλους τους να γράψεις, γεμίζεις βιβλίο. Θα αναφέρω κάποια, για τον λόγο και μόνο ότι είναι τραγούδια που μου άρεσαν και εξακολουθούν να μου αρέσουν πολύ, κι ας με χώριζαν περίπου πενήντα χρόνια από την εποχή που γράφτηκαν.

 

«Το μονοπάτι», «Αλα, άνοιξε κι άλλη μουκάλα», «Αρχισαν τα όργανα», «Ένα βράδυ πού΄βρεχε», ο «Τραμπαρίφας», «Θα σε πάρω να φύγουμε», «Υπομονή», «Σήκω χόρεψε συρτάκι», «Ας πάει και το παλιάμπελο», «Αχ, βρε παλιομεσοφόρια», «Ασε τον παλιόκοσμο να λέει», «Γαρύφαλλο στ΄αυτί» «Εχω ένα μυστικό», «η βαλίτσα» «Πάμε σαν άλλοτε». «Σ΄αγαπώ σε όλες τις γλώσσες», «Φεύγουν τα νειάτα».

 

 

Το τελειωτικό χτύπημα για μένα ήταν όταν διάβασα τους τίτλους των διακοσίων περίπου θεατρικών έργων που είχε γράψει και που τα πιο πολλά από αυτά τα έκανε σενάρια για το σινεμά «Οι Γερμανοί ξανάρχονται», «Ενας ήρως με παντούφλες», «Ένα βότσαλο στη λίμνη», «Σάντα Τσικίτα», «Θανασάκης ο πολιτευόμενος», «Δεσποινίς ετων 39», «Ούτε γάτα, ούτε ζημιά», «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης», «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», «Το κλωτσοσκούφι», «η θεία από το Σικάγο», «η καφετζού». «ο Ηλίας του 16ου», «Το ξύλο βγήκε απ΄τον Παράδεισο», «Τα κίτρινα γάντια», «Αλλοίμονο στους νέους», «η Αλίκη στο Ναυτικό», «Χτυποκάρδια στο θρανίο», «η κόρη μου η σοσιαλίστρια», «Το δόλωμα», «Δελησταύρου και Υιός» και πολλά-πολλά άλλα.

 

Δεν χρειάζεται να είσαι ιδιοφυία για να καταλάβεις διαβάζοντας αυτούς τους τίτλους ότι βρίσκεσαι μπροστά σε έναν άνθρωπο θρύλο, σε έναν άνθρωπο που συνεργάστηκε με τα μεγαλύτερα ονόματα του θεάτρου, του κινηματογράφου και του τραγουδιού, που έβγαλε ποτέ η Ελλάδα .Αυτό ακριβώς ένοιωσα και εγώ τότε. Αναρωτιόμουν που βρήκα το θάρρος να του ζητήσω να κάνουμε αυτή την συνέντευξη και αναρωτιόμουν επίσης τι θα τον πρωτορωτήσω. Αποδείχτηκε ότι άδικα ανησυχούσα. Όταν βρεθήκαμε απέναντι, στο studio,με το μικρόφωνο ανάμεσά μας, κατάλαβα αμέσως ότι εκτός από άψογος επαγγελματίας, ο κύριος Αλέκος ήταν και ένα μεγάλο παιδί που χαιρόταν αφάνταστα αυτό που έκανε. Αυτός, πού ποιος ξέρει πόσες συνεντεύξεις είχε δώσει στην ζωή του, χαιρόταν αφάνταστα να κάθεται απέναντι από έναν αδαή πιτσιρίκο και να συζητάει για ότι μπορεί να φανταστεί κανείς.

 

Αυτό που θυμάμαι από αυτήν την συνάντηση είναι η χαρά που έβλεπα στα μάτια του και το ό,τι ,κάποια στιγμή, κάνοντας μου πλάκα, άρχισε να μιλάει…… κορακίστικα, για να μου δείξει πώς μιλούσαν με τον Αυλωνίτη όταν δεν ήθελαν να καταλάβουν οι άλλοι που ήταν μπροστά, τι έλεγαν. Οι δύο ώρες πέρασαν τόσο γρήγορα, όσο δύσκολα μπορεί να πιστέψει κανείς ότι μπορούν να περάσουν. Οταν τελείωσε η εκπομπή του έσφιξα το χέρι και του είπα «ευχαριστώ». Εβαλε τα γέλια, με αγκάλιασε και μού είπε «Εγώ σε ευχαριστώ, που με έκανες να τα θυμηθώ όλα αυτά». Μετά πήρε ένα στυλό και μου έγραψε μια αφιέρωση σε έναν από τους δίσκους με τα τραγούδια του. Ακόμα και σήμερα, όταν ανοίγω αυτόν τον δίσκο στην σελίδα της αφιέρωσης, δεν μπορώ παρά να θαυμάσω την σταθερότητα του γραφικού χαρακτήρα ενός ανθρώπου πού πλησίαζε τα ογδόντα.

 

Δεν μπορώ παρά να θυμάμαι αυτόν τον έφηβο και τα πειράγματά του, δεν μπορώ παρά να θυμάμαι πώς ήταν ο πρώτος που, χωρίς να το θέλει, μου έμαθε τι θα πεί επαγγελματίας. Βέβαια, τίποτα δεν είναι τυχαίο. Εάν δεν είχε αυτά τα χαρίσματα, δεν θα είχε κάνει την πορεία που έκανε και δεν θα είχε γράψει αυτά που έγραψε. Για το μόνο που αισθάνομαι ένοχος, τόσα χρόνια μετά, είναι ότι τότε που τον γνώρισα, δεν ήξερα μπροστά σε ποιόν ακριβώς στεκόμουν. Το υποψιαζόμουν, αλλά πιο πολύ από ένστικτο .Οχι από γνώση. Αυτό το ένστικτο, ήταν που με έκανε να νοιώσω ότι από ανθρώπους σαν τον Σακελλάριο χτίστηκε στην Ελλάδα τα μεταπολεμικά χρόνια ένας λαϊκός πολιτισμός, που δεν βασιζόταν σε βαρύγδουπα λόγια, αλλά σε μιάν ελαφρότητα τόσο χαριτωμένη όσο και τα σενάρια των ταινιών του. Ο ίδιος δεν διεκδίκησε ποτέ δάφνες και βραβεία και τα περισσότερα από τα έργα του δεν έχουν εκδοθεί.

 

Αυτό που έμεινε από αυτόν, είναι οι ταινίες πού σκηνοθέτησε και έγραψε το σενάριο. Τις βλέπουμε κάθε μέρα, στην ιδιωτική πιά τηλεόραση. Οι πιο πολλοί από εμάς, φαντάζομαι, τις έχουμε δεί και τις έχουμε ξαναδεί. Το εκπληκτικό είναι ότι τις ανακαλύπτουν, από την αρχή και οι νεώτεροι. Καί ανακαλύπτουν και αυτοί με την σειρά τους, αυτόν το ελαφρύ αεράκι αισιοδοξίας που διαπερνά αυτές τις ταινίες και καταλαβαίνει, τώρα που τα πράγματα δυσκόλεψαν για όλους μας, πόσο απαραίτητο είναι και τότε και τώρα, να υπάρχει στην ζωή μας. Κύριε Αλέκο σε ευχαριστούμε πολύ. Τώρα πια με γνώση.

 

 

 

Ο Άγγελος Κουτσούκης είναι δημοσιογράφος και ραδιοφωνικός παραγωγός.

[iframe width=”420″ height=”315″ src=”//www.youtube.com/embed/aYNasLHWJyM” frameborder=”0″ allowfullscreen ]
SHARE
RELATED POSTS
Σήμερα που γιορτάζεις!, της Τζίνας Δαβιλά
“Αδιαφορώ, Πιστεύω, Επιθυμώ, Περιφρονώ” του Μάνου Χατζιδάκι
Ο φίλος μου, ο Γιάννης Νικολάου, του Άγγελου Κουτσούκη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.