Εκεί κάπου προς τις αρχές του Φθινοπώρου, Σεπτέμβριο μήνα – υπολογίζοντας να έχουν επαρκή χρόνο μέχρι να κάνουν τις προετοιμασίες τους σχετικά με την υποδοχή του νέου μούστου ο οποίος θα έμπαινε στα βαρέλια κατά τον Οκτώβριο – έπρεπε να τα καθαρίσουν από την προηγούμενη σοδειά, να ελέγξουν τις σανίδες τους και σε περίπτωση που είχαν ανοχές να τις σφίξουν μία, μία ξεχωριστά με το σφυρί και ένα μεταλλικό αντικείμενο, να τα ξεπλύνουν και να τα τοποθετήσουν κατάλληλα στα υπόγεια επάνω σε στηρίγματα-τάκους και μακριά από το φως αναμένοντας το άδειασμα του καινούργιου μούστου και την εν συνεχεία ζύμωσή του. Η διαδικασία αυτή γινόταν από όλους στο χωριό, εκείνους δηλαδή που είχαν αμπέλια. βγάζοντας τα βαρέλια ή στις αυλές ή άλλοι προτιμούσαν τους δρόμους για την όλη διαδικασία υπό την προϋπόθεση ότι στο τέλος θα ξεπλένονταν, διατηρώντας τα καλντερίμια καθαρά.
Η Κανέλλα, μια γυναίκα γύρω στα σαράντα σκέτη ‘αμαρτία’, διαζευγμένη, μόνη στο σπίτι και με κορμί που κόλαζε και άγιο, μετά από μια απουσία τριών ετών από το χωριό περιπλανώμενη στην πόλη αναζητώντας ‘ελεύθερη ζωή’, βλέποντας τους μαστόρους να περιποιούνται τα βαρέλια και οσφραίνοντας την μυρωδιά του χυμένου κρασιού σε ανάμειξη με τον ανδρικό ιδρώτα σύνθεση που κατά ομολογία της την έβρισκε όχι απλώς ενδιαφέρουσα αλλά και προκλητική διότι της ξυπνούσε τις σεξουαλικές της ορμές, πήγε κουνάμενη και λυγάμενη και με τα ψηλοτάκουνα μες στο καλντερίμι να παρακολουθήσει την διαδικασία (ως δικαιολογία προβαλλόμενη), ενώ κατά ουσία αναζητούσε άνδρα να σβήσει τη σεξουαλική της λαύρα. Πέρα από αυτό όμως, βλέποντας και τα χρόνια να την ‘βαραίνουν’ σιγά, σιγά, αναζητούσε αρσενικό για στήριγμα και μόνιμη σχέση.
Κι εκεί που περπατούσε λικνιστή ανάμεσα στα χυμένα κρασιά και τα κατακάθια, μπερδεύτηκε με τα λάστιχα, παραπάτησε και σωριάστηκε καταγής. Ο Σπύρος ο μάστορας, παράτησε τον καθαρισμό του βαρελιού και την σήκωσε, την καθάρισε στο πρόσωπο με αποτέλεσμα να τις αφαιρέσει κι όλες τις μπογιές και κρέμες με τις οποίες το είχε περιποιηθεί, καθώς και τα γρατσουνισμένα της γόνατα που αιμορραγούσαν, δίνοντάς της ένα παθιασμένο φιλί στο στόμα. Αφού συνήλθε μερικώς, την ερωτά: ‘Απορώ με τα τόσα χημικά και φάρμακα που βάζεις στο πρόσωπό σου. Όπως το καλό κρασί δεν χρειάζεται χημικά, έτσι κι εσύ ως τέλεια που είσαι, νομίζω πως δεν τα χρειάζεσαι αυτά τα φτιασίδια’. Η Κανέλλα, συνήλθε πλήρως από την μισολιπόθυμη κατάσταση στην οποία βρισκόταν, τον κοίταξε βαθιά στα μάτια και το πρόσωπό της έλαμψε παίρνοντας μια απόχρωση ρόδου. Έκτοτε αυτή η απόχρωση παρέμεινε για πάντα, όταν δε τις βραδιές ο Σπύρος την αποκαλούσε ‘ροδιά μου’, εκείνη τον αγκάλιαζε απαλά και κλείνοντάς του το μάτι του έδειχνε τον καναπέ…