Μια μέρα σαν και σήμερα πριν 454 χρόνια, στις 18 Φεβρουαρίου 1564, πέθαινε τρείς εβδομάδες πρίν τα 89 γεννέθλια του ένας μεγάλος… μα πάρα πολύ μεγάλος, ο Michelangelo di Lodovico Buonarroti Simoni, ο Μιχαηλ Άγγελος.
Γλύπτης, ζωγράφος αρχιτέκτων, ποιητής και μηχανικός στην ακμή της Αναγέννησης, που άσκησε απαράμιλλη επίδραση στην εξέλιξη της Δυτικής τέχνης. Θεωρείται απο πολλούς ως ο κορυφαίος καλλιτέχνης όλων των εποχών, μαζί με τον σύγχρονό του Λεονάρδο ντα Βίντσι. Στην εποχή του ήταν γνωστός και ως “Il Divino”, ο Θείος.
Πάντα πίστευα πως το “μέγας” και το “παράξενος” πάνε μαζί. Παράξενος είναι ο καθένας που δεν συμβιβάζεται με τις τρέχουσες αντιλήψεις, τις συμβατικότητες και τις κοινά αποδεκτές πρακτικές. Έτσι, είναι πολύ φυσικό ο πρωτοπόρος, ο διαφορετικός -οπως οι μεγαλοι καλλιτέχνες- να είναι “παράξενος.
Ο Μιχελάγγελος ήταν παράξενος. Ήταν αυστηρός κριτής της τέχνης του μα και εξ ίσου αυστηρός κριτής των άλλων, γεγονός που συχνά δημιουργούσε προβλήματα. Τόσο που ένας απο τους συμμαθητές του, ο Pietro Torrigiano, θύμωσε κάποτε τόσο πολύ με την κριτική που δεχόταν, που με μια γροθιά του παραμόρφωσε για πάντα την μύτη. “Του έδωσα τέτοια γροθιά στην μύτη”, θα πεί, “ που αισθάνθηκα κόκκαλο και χόνδρο να υποχωρούν σαν μπισκότο κι αυτό το σημάδι μου θα το κουβαλάει για όλη του την ζωή”.
Στην καθημερινή του ζωή, αν και έγινε πλούσιος νωρίς, ο Μιχαλάγγελος ήταν εγκρατής και κάποτε θα πει σ΄έναν μαθητή του, τον Ascanio Condivi : “Όσο πλούσιος και να έγινα έζησα πάντα σαν φτωχός”. Ο Condivi μας πληροφορεί πως ο δάσκαλος δεν ενδιαφερόταν για φαγητό και πιοτό, πως έτρωγε περισσότερο απο ανάγκη παρά απόλαυση και πως συχνά κοιμόταν με τα ρούχα και τα παπούτσια. Ο βιογράφος του λέει πως από την φύση του ήταν τόσο αγροίκος και φοβερά ρυπαρός που στο τέλος δεν είχε μαθητές.
Γεγονός είναι πως απεχθανόταν το λουτρό όσο τίποτ’ άλλο και σπάνια άλλαζε ρούχα και παπούτσια, γεγονός που του προκάλεσε διάφορες δερματικές παθήσεις, ιδιαίτερα σε προχωρημένη ηλικία. ‘Οταν πέθανε τα ρούχα ήταν κολλημένα επάνω του έτσι που χρειάστηκε να τεμαχιστούν και να αφαιρεθούν όπως ξεφλουδίζει κανείς ένα πορτοκάλι.
Και το φαγητό; Δεν τον ενδιέφερε πολύ, όπως είπαμε, μα έπρεπε βέβαια να τρώει. Ευτυχώς έχει διασωθεί μια λίστα για ψώνια που έδωσε στον υπηρέτη του. Επειδή αυτός ήταν αγράμματος, ο Μιχελάγγελος δεν αρκέστηκε να σημειώσει τα ψώνια μα διπλα στο καθένα έκανε κι ένα μικρό σχέδιο. Για την ιστορία, ιδού ο κατάλογος:
Δυό ψωμιά, ένα κανάτι κρασί, μια ρέγγα, τορτελίνι, μια σαλάτα, τέσσερα ψωμάκια, ένα κανάτι μπρούσκο κρασί, ένα καρτούτσο ξηρό κρασί, ένα πιάτο σπανάκι, τέσσερεις αντσούγες, δυο πιάτα μάραθο.
Buon Appetito!
On a day like today 454 years ago, 18 February 1564, Michelangelo di Lodovico Buonarroti Simoni would die three weeks before his 89th birthday. Sculptor, painter, architect, poet, and engineer of the High Renaissance who exerted an unparalleled influence on the development of Western art. He is often considered a contender for the title of the archetypal Renaissance man, along with his fellow Italian Leonardo da Vinci.
In his lifetime he was also often called Il Divino (“the divine one”).
I have always been of he opinion that “great” and “peculiar” or “strange” go together, since “strange” can be anyone who does not conform to current and commonly accepted beliefs, trends and notions. It is natural then that the pioneer, the forerunner -such as a great artist- might be considered to be “strange”.
So, Michelangelo was strange. He was harsh on himself and his work. In one of his many letters about his work on the Sistine Chapel he famously wrote, “I am not a painter.” He was often dissatisfied and known for his critical, volatile moods. In fact, one of his peers in study, Pietro Torrigiano, was so angry with Michelangelo for his smart mouth that he punched him in the nose, leaving it permanently crooked. “I gave him such a blow on the nose that I felt bone and cartilage go down like biscuit beneath my knuckles,” Torrigiano later bragged, “and this mark of mine he will carry with him to the grave.”
In his personal life, Michelangelo was abstemious. He told his apprentice, Ascanio Condivi: “However rich I may have been, I have always lived like a poor man.” Condivi said he was indifferent to food and drink, eating “more out of necessity than of pleasure”and that he “often slept in his clothes and … boots.” He lived in near squalor and rarely changed his clothes or even bathed. It’s said that his clothes were so dirty and plastered on his body that when he died they needed to be cut and peeled off of him. In old age the artist lived a solitary life, only coming into contact with others when forced to by work.
And how about food? He didn’t care much, but of course he had to eat. Luckily enough a shopping list for his servant has been saved. Because the servant he was sending to market was illiterate, Michelangelo illustrated the shopping lists with exquisite caricatures in pen and ink. The list reads:
two bread rolls – a jug of wine – a herring – tortelli – a salad – four bread rolls – a jug of full-bodied wine – a quarter of dry wine – a dish of spinach – four anchovies – one dish fennel
Buon Appetito!