Ο Θοδωρής Χονδρόγιαννος σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το άρθρο έγραψε για το insiderstory.gr
Είναι μία από τις ιστορικότερες συνοικίες της Αθήνας. Απέχει δυόμισι χιλιόμετρα από την πλατεία Συντάγματος. Παρουσιάζει μια μεγάλη δυναμική ανάπλασης και αναβάθμισης. Κι όμως, οι αρμόδιες Αρχές έχουν παρατήσει τον Βοτανικό στην τύχη του.
Είναι βράδυ Δεκαπενταύγουστου, 2018. Ακολουθώντας την καλοκαιρινή μου παράδοση, έχω ξεμείνει στην Αθήνα, λίγο από πεποίθηση, λίγο από αφραγκία, αντιστεκόμενος στις φωτογραφίες από νησιά, παραλίες και δειλινά που έχουν κατακλύσει τα κοινωνικά μου δίκτυα. Ωστόσο, δεν πτοούμαι, καθώς το σημερινό βράδυ έχει κάτι ιδιαίτερο: έχει πρώτο ραντεβού.
Μία συνοικία εγκαταλελειμμένη, δυόμισι χιλιόμετρα από το Σύνταγμα
Το θέμα του ρεπορτάζ δεν είναι το πώς πήγε εκείνο το πρώτο ραντεβού (και για να κάνω και σπόιλερ, δεν ήταν τίποτα ιδιαίτερο), αλλά το πώς ο Βοτανικός και οι γειτονιές του έχουν διαχρονικά εγκαταλειφθεί από τις Αρχές, τόσο σε επίπεδο πρόληψης, όσο και σε επίπεδο αντιμετώπισης του εγκλήματος, με αποτέλεσμα οι κάτοικοί του να νιώθουν πολίτες δεύτερης κατηγορίας σε σύγκριση με τους υπόλοιπους Αθηναίους.
Ο χριστουγεννιάτικος στολισμός στην Πανεπιστημίου έχει αντίκτυπο σε περισσότερους ψηφοφόρους από ό,τι η σωστή λειτουργία του φωτισμού στη Σπύρου Πάτση και την Ορφέως.
Η παραπάνω κατάσταση ίσως να οφείλεται και στην αριθμητική «αδυναμία» του Βοτανικού, που ως μία περιοχή με πολλές αναξιοποίητες δημόσιες εκτάσεις και κτίρια, ανήκει στο δημοτικό διαμέρισμα της Αθήνας με μακράν τη μικρότερη πυκνότητα πληθυσμού. Συγκεκριμένα, το τρίτο δημοτικό διαμέρισμα έχει πληθυσμό 46.508 κατοίκους, κάτι που σημαίνει ότι το πολιτικό κόστος από την εγκατάλειψη αυτής της περιοχής είναι λιγότερο επώδυνο σε σύγκριση με περιοχές όπως οι Αμπελόκηποι και η Κυψέλη, τα δημοτικά διαμερίσματα των οποίων έχουν πληθυσμούς που συνολικά ξεπερνούν τους 250.000 κατοίκους. Για να το πούμε με απλά λόγια, ο χριστουγεννιάτικος στολισμός ή η αλλαγή μίας λάμπας στην Πανεπιστημίου έχει αντίκτυπο σε περισσότερους ψηφοφόρους από ό,τι η σωστή λειτουργία του φωτισμού στη Σπύρου Πάτση και την Ορφέως.
Τα δημοτικά διαμερίσματα της Αθήνας, με την έκταση και τον πληθυσμό τους. Ο Βοτανικός αποτελεί μέρος του τρίτου διαμερίσματος.
Ακόμη, θέλω από τώρα να ξεκαθαρίσω ότι η εγκληματικότητα και οι αστοχίες του δήμου Αθηναίων σε θέματα των αρμοδιοτήτων του δεν εμφανίζονται μόνο στον Βοτανικό, αλλά αφορούν βέβαια ολόκληρη την πόλη. Ωστόσο, αποφάσισα να ψάξω τι συμβαίνει με τον Βοτανικό καθώς μενοντας εκεί τα τελευταία χρόνια συνειδητοποιώ το χάσμα μεταξύ αφενός των ιδιαίτερα οξυμένων προβλημάτων ασφαλείας και αφετέρου της δυναμικής που προσφέρουν στη συνοικία χώροι όπως το Μουσείο Μπενάκη, το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο, το Πάρκο Ηρώων, το Σεράφειο Κέντρο Πολιτισμού και Αθλητισμού και οι μεγάλες εκτάσεις που παραμένουν αναξιοποίητες και για καιρό χωρίς κανένα σχέδιο ανάπλασης. Και όλα αυτά για μία αθηναϊκή συνοικία που βρίσκεται μόλις δυόμισι χιλιόμετρα από την πλατεία Συντάγματος, η οποία συνδέεται τόσο με το δίκτυο του μετρό, όσο και με τον ΟΣΕ. Παρόλα αυτά τα πλεονεκτήματα, ο Βοτανικός είναι αφημένος στην τύχη του.
Μάλιστα, όσον αφορά στην ασφάλεια, το ερώτημα γίνεται ακόμα πιο επιτακτικό, λαμβάνοντας υπόψη τον ζήλο της κυβέρνησης στο πολιτικό αφήγημα «νόμος και τάξη». Όπως είναι περίεργο που οι Αρχές δεν κατάφεραν να προστατέψουν τον γερμανό δημοσιογράφο Θωμά Γιακομπί, που την Κυριακή 19 Ιανουαρίου σε προγραμματισμένο ακροδεξιό συλλαλητήριο στο Σύνταγμα, έτσι είναι εξίσου περίεργο μία ιστορική συνοικία της Αθήνας να έχει ουσιαστικά εγκαταλειφθεί από τις Αρχές διαχρονικά, παρότι βρίσκεται στην καρδιά της πόλης.
Η φέρμα
Όμως ας επιστρέψουμε στο βράδυ εκείνου του Δεκαπενταύγουστου, όταν επρόκειτο να γνωρίσω από πρώτο χέρι μερικά από τα προβλήματα της γειτονιάς.
Βγήκα από διαμέρισμά μου εννιά παρά κάτι και άρχισα να περπατώ γοργά επί της Κωνσταντινουπόλεως, ανεβαίνοντας προς το BIOS, στην ταράτσα του οποίου ήταν κανονισμένο το ραντεβού. Είναι ωραία η φάση εκεί το καλοκαίρι, βλέπεις την Ακρόπολη, βλέπεις την Πειραιώς, άσε που αν έχει και λίγο αεράκι, σπάει η αθηναϊκή ζέστη.
Πιάσαμε στασίδι σε ένα από τα τραπέζια που «βλέπουν» στη λεωφόρο, παραγγείλαμε τα ποτά μας και αρχίσαμε να μιλάμε για ταινίες, σειρές, δουλειές, διακοπές, όλα όσα αναγνωριστικά συζητά κανείς σε τέτοιες περιστάσεις για να σπάσει τον πάγο. Μετά από κανένα δίωρο αποφασίσαμε να το διαλύσουμε. Η δικαιολογία ήταν ότι η επόμενη ήταν εργάσιμη. Η ουσία ήταν ότι κανένας δεν ενθουσιάστηκε.
Καθώς έβαζα το κινητό στην τσέπη και περνούσα τον δρόμο για να μπω στο στενό μου, αισθάνθηκα ότι κάτι δεν πάει καλά και κοίταξα πίσω μου.
Χαιρετηθήκαμε και το πήρα με τα πόδια μέχρι το σπίτι, καθώς αν υπάρχει ένας λόγος που αξίζει να πληρώνεις νοίκι στην Αθήνα, είναι για να την περπατάς τα καλοκαιρινά βράδια. Διέσχισα τις γραμμές του τρένου και άρχισα να κατεβαίνω την Κωνσταντινουπόλεως στο πεζοδρόμιο που ως διάζωμα χωρίζει τα δύο ρεύματα της λεωφόρου. Όταν έφτασα στο ύψος του στενού μου, κοίταξα πίσω μου για να δω μήπως έρχεται κάποιο αυτοκίνητο και να περάσω τον δρόμο. Τότε είδα –σε μικρή απόσταση από μένα– έναν άγνωστο να περπατάει πάνω στο πεζοδρόμιο. Πρέπει να ήταν πολύ αθόρυβος, μιας που παρά τα λίγα μέτρα που μας χώριζαν, δεν τον είχα ακούσει. Άλλωστε, δεν ήμουν και μεθυσμένος, ένα ποτό είχα πιει μονάχα.
«Φίλε, έχεις ώρα;», με ρώτησε.
Χωρίς να το πολυσκεφτώ, έβγαλα το κινητό μου από την τσέπη. Ήταν επτά λεπτά μετά τα μεσάνυχτα.
Καθώς έβαζα το κινητό ξανά στην τσέπη και περνούσα τον δρόμο για να μπω στο στενό μου, αισθάνθηκα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και κοίταξα πίσω μου.
Τότε είδα ότι ο τύπος με είχε ακολουθήσει και πλάι του βρισκόταν ένας ακόμη, με ένα παπί χωρίς πινακίδες. Ήταν πια φανερό ότι το τελευταίο πράγμα που ήθελαν από μένα ήταν η ώρα.
Όσοι από εσάς έχετε βρεθεί σε παρόμοια θέση, θα ξέρετε ότι κάπου εδώ σταματάει η λογική. Αδυνατώντας να σκεφτώ τι ακριβώς μπορούσα να κάνω για να γλιτώσω, άρχισα να φωνάζω και κατά έναν περίεργο τρόπο, κινήθηκα προς το μέρος των δύο αντρών για να ξαναβγώ στην Κωνσταντινουπόλεως. Η λογική λέει ότι θα έπρεπε να τρέξω προς την αντίθετη κατεύθυνση, αφού προς τα εκεί ήταν και το σπίτι μου, αλλά ευτυχώς δεν το έκανα. Και λέω ευτυχώς, γιατί αν είχα αρχίσει να τρέχω προς τα στενά του Βοτανικού, ο κακός φωτισμός και η καλοκαιρινή «νέκρα» δεν θα μου επέτρεπαν να γλιτώσω. Θα με φέρμαραν σε κανένα στενό.
Καθώς πήγα να βγω στη λεωφόρο, ο τύπος που ήταν πεζός προσπάθησε να με ακινητοποιήσει, ωστόσο του ξέφυγα και βγήκα στον δρόμο, χωρίς φυσικά να κοιτάξω αριστερά για να δω αν έρχεται κανένα αυτοκίνητο.
«Ρε φίλε, τι στο διάολο φωνάζεις;», μου είπε ο ένας σε άπταιστα ελληνικά, «εμείς την ώρα σου ζητήσαμε και άρχισες να τρέχεις;».
Αφού δεν με πάτησε κανένας, συνέχισα να τρέχω προς την κατεύθυνση του Κεραμεικού. Ο πρώτος άνθρωπος που βρήκα μπροστά μου ήταν ο υπεύθυνος κίνησης του ΟΣΕ στη διάβαση του σιδηροδρόμου επί της Ορφέως, ο οποίος είχε βγει από το μικρό του γραφείο ακούγοντας τις φωνές μου, κρατώντας τον ασύρματο στο δεξί του χέρι.
«Δύο μου την έπεσαν λίγο πιο κάτω, μπορώ να καθίσω για λίγο εδώ;», τον ρώτησα λαχανιασμένος.
«Ναι, κάθισε, δεν είσαι και ο πρώτος», μου είπε με περισσή χαλαρότητα. Εδώ αξίζει να κάνουμε μία μικρή παρένθεση: από το σημείο θα ξαναπερνούσα πολλές φορές τις επόμενες εβδομάδες –όπως κάνω μέχρι σήμερα– για να πάω στη δουλειά μου. Σε μία από τις κατοπινές κουβέντες μας, ο υπεύθυνος της διάβασης με συμβούλευσε να πάρω ένα πολύ φθηνό κινητό και να κουβαλάω πάντα μερικά ψιλά πάνω μου, ώστε αν μου την πέσουν ξανά, να τους τα δώσω χωρίς στεναχώρια. Κάθε τόσο που με βλέπει, μου αναφέρει άλλα παρόμοια περιστατικά που συμβαίνουν στη βάρδια του και με ρωτάει, λίγο στα σοβαρά, λίγο στα αστεία, αν τελικά πήρα την «μπακατέλα».
Πίσω στην ιστορία μας, έβγαλα το κινητό από την τσέπη και κάλεσα την Άμεση Δράση. Καθώς ανέφερα το περιστατικό, οι δύο τύποι πλησίασαν εμένα και τον εργαζόμενο στη διάβαση. Μην γνωρίζοντας τις προθέσεις τους, κάναμε μερικά βήματα πάνω στη σιδηροδρομική γραμμή, εκεί όπου δυσκολότερα θα μπορούσαν να προχωρήσουν με το μηχανάκι. Τώρα η σκηνή μου φαίνεται αστεία, τότε μου φαινόταν τραγική. Μάλλον πρόκειται για έναν μοναδικό συνδυασμό, έναν τραγέλαφο που συνέβη σε απόσταση μικρότερη των τριών χιλιομέτρων από την κεντρικότερη πλατεία της πρωτεύουσας.
«Ρε φίλε, τι στο διάολο φωνάζεις;», μου είπε ένας από τους δύο σε άπταιστα ελληνικά, «εμείς απλώς την ώρα σου ζητήσαμε και άρχισες να τρέχεις;».
Το μηχανάκι με την πειραγμένη εξάτμιση χάθηκε μέσα στα στενά του Βοτανικού και λίγο αργότερα έφτασε στο σημείο η Αστυνομία. Ανέφερα το περιστατικό και επέστρεψα σπίτι μου.
Μπήκα στο διαμέρισμα και πήρα έναν φίλο μου τηλέφωνο για να του πω τα καθέκαστα. Ωστόσο, καθώς μιλούσαμε, είδα μέσα από το παντζούρι της μπαλκονόπορτας το μπλε φως από τον φάρο στις μηχανές της Αστυνομίας. Βγήκα στο μπαλκόνι.
«Κατεβείτε, πιάσαμε δύο τύπους κοντά στο σταθμό, ίσως είναι αυτοί που πήγαν να σας κλέψουν», μου είπε ένας από τους αστυνομικούς.
Έβαλα ό,τι βρήκα μπροστά μου και πήγα στο σημείο όπου είχε γίνει η σύλληψη. Δεν ήταν και εύκολο να το χάσεις, αφού ένα τσούρμο ανθρώπων είχε μαζευτεί γύρω από ένα περιπολικό.
Ήταν οι δύο άνδρες που με είχαν ρωτήσει τι ώρα είναι. Ήταν αδύνατον να μην αναγνωρίσεις το παπί τους, μιας που ήταν βαμμένο σε ένα έντονο πορτοκαλί χρώμα που δύσκολα ξεθώριαζε στη μνήμη σου.
«Εμείς απλώς την ώρα σου ζητήσαμε, ρε φίλε», είπε ο ένας από αυτούς, καθώς έκλεινε μπροστά στο πρόσωπό του το παράθυρο από το πίσω κάθισμα του περιπολικού.
Όταν έφυγα, έμαθα ότι οι δύο τους είχαν επιτεθεί και χτυπήσει δύο ανήλικα κορίτσια, για να τους πάρουν τα κινητά τους, λίγα στενά πάνω από το σημείο όπου εντόπισαν εμένα.
Ένας αστυνομικός πρότεινε σε μένα και τα δύο κορίτσια να πάμε στο αστυνομικό τμήμα της Ομόνοιας, με το αυτοκίνητο ενός περιοίκου ιδιώτη, που βρισκόταν στο συμβάν και προθυμοποιήθηκε να μας μεταφέρει μέχρι εκεί.
«Δεν ξέρουμε αν υπάρχει διαθέσιμο άλλο περιπολικό», ήταν η δικαιολογία. Η αλήθεια είναι ότι αργότερα θα μάθαινα ότι η κατάσταση με τα περιπολικά στην Αθήνα είναι πολύ προβληματική, αφού η Άμεση Δράση διαθέτει μόλις ένα περιπολικό για το αστυνομικό τμήμα του Κολωνού, όπου υπάγεται και ο Βοτανικός, ενώ το ίδιο το τμήμα διαθέτει ένα ακόμη περιπολικό, το οποίο συχνά δεν βγαίνει για περιπολίες.
«Αυτό το λέτε σοβαρά;», ρώτησα τον αστυνομικό. «Θα πάμε με έναν άγνωστο στο αστυνομικό τμήμα;».
Μετά από τις αντιδράσεις, ένα περιπολικό ήρθε για να μας πάει στο τμήμα, όπου δώσαμε καταθέσεις.
«Ίσως πρέπει να ασχοληθείτε λίγο πιο σοβαρά με τη γειτονιά μας», είπα σε έναν από τους αστυνομικούς αφού του παρέδωσα την κατάθεσή μου. «Το σημείο όπου έγιναν τα δύο συμβάντα είναι γνωστό και σε δράστες και στους κατοίκους. Εκεί έχει πολλά συνεργεία που όταν κλείνουν, η περιοχή ερημώνει και κάποιοι το εκμεταλλεύονται. Πώς γίνεται να μην το γνωρίζει η Αστυνομία;».
«Δεν είναι η καλύτερη ώρα για παράπονα, πριν λίγο είχαμε ειδοποίηση για ανθρωποκτονία στου Φιλοπάππου», μου απάντησε ο αστυνομικός στην δολοφονία ενός 25χρονου φοιτητή, που διαπράχθηκε περίπου μιάμιση ώρα πριν το δικό μου περιστατικό στην Κωνσταντινουπόλεως.
Παρά το λάθος τους εκείνο το βράδυ, στην εικόνα των φοβισμένων πλέον παιδιών, δεν μπορούσες να μην αναρωτηθείς αν είχαν τις ευκαιρίες που κάθε παιδί πρέπει να έχει στη ζωή του, για να μην καταλήξει στον φαύλο κύκλο της εγκληματικότητας
Την ώρα που βγήκα έξω από το δωμάτιο όπου έδωσα την κατάθεση, είδα ξανά τους δύο τύπους, αυτή τη φορά με περισσότερη ηρεμία. Αυτό που μέχρι τώρα μου κάνει εντύπωση είναι ότι εκείνη τη στιγμή μου φάνηκαν παιδιά. Και λέω παιδιά, γιατί και οι δύο, ελληνικής υπηκοότητας, ήταν πολύ μικρότεροί μου, ο ένας μάλιστα ήταν ανήλικος, 16 ετών. Παρά το λάθος τους εκείνο το βράδυ, μπροστά στην εικόνα των φοβισμένων πλέον παιδιών, δεν μπορούσες να μην αναρωτηθείς αν είχαν τις ευκαιρίες που κάθε παιδί πρέπει να έχει στη ζωή του, για να μην καταλήξει στον φαύλο κύκλο της εγκληματικότητας. Κατά πόσο φταίει η εκπαίδευση και οι κοινωνικοί φορείς για το ότι εκείνο το βράδυ αυτά τα παιδιά βγήκαν έξω για να κλέψουν; Αυτό ανοίγει μία κουβέντα για το κατά πόσο η κοινωνία μας δίνει ευκαιρίες ανέλιξης, ώστε στο πλαίσιο της κοινωνικής πρόληψης να αντιμετωπίσει τις ρίζες του εγκληματικού φαινομένου. Ακόμη, δεν μπορείς να μην σκεφτείς ότι μία πράξη που ξεκινάει ως μικροεγκληματικότητα –για ένα κινητό ή πορτοφόλι– μπορεί να έχει πολύ χειρότερη κατάληξη από ό,τι θα ανέμεναν και οι δράστες, αν χάσουν την ψυχραιμία τους στον φόβο ότι θα συλληφθούν.
Η μεγάλη εικόνα του προβλήματος
Εκείνο το βράδυ γύρισα σπίτι με ταξί. Μπήκα στο διαμέρισμα, κλείδωσα και προσπάθησα να κοιμηθώ. Το επόμενο πρωί σηκώθηκα κομμάτια από τον ανήσυχο ύπνο.
Ο φόβος είναι πολύ ισχυρό και αρνητικό συναίσθημα για να ζεις συνεχώς μαζί του. Αργά ή γρήγορα, ακροδεξιές και φασιστικές ομάδες θα τον εργαλειοποιήσουν, για να τον στρέψουν κατά των μεταναστών και όποιων άλλων βλέπουν ως «υπανθρώπους».
Αυτή θα ήταν μάλλον η πιο ανώδυνη συνέπεια εκείνης της νύχτας. Κι αυτό γιατί η υλική ή ψυχολογική βία που κάποιος υφίσταται από ένα τέτοιο περιστατικό ξεπερνιέται πιο εύκολα, αν το αντιλαμβάνεται ως μία εξαίρεση ανασφάλειας σε ένα γενικότερο πλαίσιο αισθήματος ασφάλειας. Ωστόσο, το πρόβλημα ξεκινάει και η αποτυχία των Αρχών εντοπίζεται ακριβώς στο σημείο όπου η θυματοποίηση σοβεί σαν δαμόκλειος σπάθη πάνω από τους πολίτες, εξαιτίας του ότι ένα περιστατικό βίας συνδυάζεται με μια γενικότερη αίσθηση ότι αυτό που τους συνέβη δεν ήταν εξαίρεση, αλλά κανόνας που μπορεί να επαναληφθεί. Κι αυτό γιατί μπορεί να είναι φυσιολογικό να πέσει κάποιος θύμα κλοπής, ωστόσο είναι έντονα προβληματικό να αισθάνεται συνεχή ανασφάλεια ότι οποιαδήποτε στιγμή μπορεί να πέσει –και να ξαναπέσει, και να ξαναπέσει– θύμα εγκληματικών πράξεων, επειδή οι Αρχές είναι απούσες στις προσπάθειες πρόληψης και αντιμετώπισης του εγκλήματος.
Πέραν αυτού, ο συνεχής φόβος είναι πολύ ισχυρό και αρνητικό συναίσθημα για να ζεις συνεχώς μαζί του. Αργά ή γρήγορα, ακροδεξιές και φασιστικές ομάδες θα τον εργαλειοποιήσουν, για να τον στρέψουν κατά των μεταναστών, των προσφύγων και άλλων ανθρώπων που η ιδεολογία τους βλέπει ως «υπανθρώπους». Σήμερα, τέτοιες συνθήκες είναι υπαρκτές στον Βοτανικό, όπως και σε άλλες δυτικές συνοικίες της Αθήνας.
«Βάλαμε αγγελία για να πουλήσουμε το σπίτι μας»
Μία συνήθεια που απέκτησα στα χρόνια μου στο Βοτανικό είναι οι βόλτες με τον Κώστα, έναν 28χρονο δικηγόρο που ζει στο πατρικό του σπίτι, επί της Κωνσταντινουπόλεως. Με τον Κώστα γνωριστήκαμε στη Νομική Σχολή, τον ήξερα δηλαδή πολύ καιρό πριν μετακομίσω στην περιοχή, όπου αυτός ζει από τα παιδικά του χρόνια. Μετά χαθήκαμε, ωστόσο κάποια στιγμή που περπατούσα προς το διαμέρισμά μου, τον πέτυχα τυχαία να πλένει το αυτοκίνητό του μπροστά από το σπίτι του.
«Τι κάνεις εδώ ρε;», με ρώτησε.
«Εγώ ρε τι κάνω εδώ; Εγώ εδώ πιο κάτω μένω», του απάντησα.
«Και ‘γω εδώ μένω», μου είπε και μετά από αυτή τη σύμπτωση καθιερώσαμε βόλτες τα βράδια στο Βοτανικό, τα Πετράλωνα, του Φιλοπάππου και πέριξ.
Ένα βράδυ δώσαμε ραντεβού στις 11 το βράδυ για να περπατήσουμε τον Βοτανικό. Ο ίδιος μου είχε μιλήσει αρκετές φορές για κρούσματα εγκληματικότητας, για κλοπές που είχαν γίνει σε περαστικούς έξω από το σπίτι του, για φωνές που είχε ακούσει και είχε καλέσει την Αστυνομία, για να βοηθήσει. Ωστόσο, σε εκείνο τον περίπατο μου είπε κάτι που με ξάφνιασε: «Βάλαμε αγγελία για να πουλήσουμε το σπίτι μας».
Αυτή η απόφαση του Κώστα και της οικογένειάς του ήρθε μετά από δύο περιστατικά που συνέβησαν σε διάστημα μόλις μίας εβδομάδας. Ο ίδιος –που θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του γιατί φοβάται ότι η αποκάλυψη της ταυτότητάς του θα θέσει σε κίνδυνο την ασφάλειά του και θα κάνει πιο δύσκολη την πώληση του σπιτιού του– είπε στο inside story: «Η συνοικία είχε πάντα τα προβλήματά της, αλλά εμένα μου άρεσε. Είμαστε δέκα λεπτά με τα πόδια από το κέντρο, έχουμε το Σεράφειο με τα γήπεδα του μπάσκετ και το κολυμβητήριο, το Μπενάκη είναι δυο βήματα. Άλλωστε, από μικρός πήγαινα και έπαιζα στο πάρκο Ηρώων και δεν μου έκανε η καρδιά να αφήσω τη γειτονιά, ειδικά τα τελευταία χρόνια που το Airbnb έκανε δύσκολα τα νοίκια στο κέντρο. Έχει τη χάρη του να πίνεις τα ποτά σου στο κέντρο και να επιστρέφεις σπίτι με τα πόδια. Όμως, πέρα από όλα αυτά, αυτό που πάντα με κράτησε εδώ είναι η άγρια ομορφιά του Βοτανικού, τα στέκια του, η λαϊκότητά του, η ιδιαίτερη ταυτότητά του, η αίσθηση ότι είμαι μέρος του».
Παρά το δέσιμό του με τη συνοικία, σε εκείνη τη βόλτα μας ο Κώστας μου είπε για πρώτη φορά τη φράση «θέλω να φύγω από ‘δω». «Τους τελευταίους μήνες η γειτονιά έχει μπει σε κάποιου είδους σπιράλ όπου η εγκληματικότητα εναλλάσσεται με την απουσία των Αρχών, που μάλλον κυνικά έχουν αποδεχτεί ότι τα πράγματα θα μείνουν έτσι για τους κατοίκους. Ένα βράδυ του περασμένου Νοεμβρίου γύρισα σπίτι κατά τις 12, μετά από μία έξοδο με φίλους για τα γενέθλιά μου. Όταν μπήκα σπίτι, άκουσα βήματα και κάτι να σέρνεται. Αμέσως γύρισα πίσω στην εξώπορτα και βγήκα ξανά στο πεζοδρόμιο. Κάλεσα την Αστυνομία, ωστόσο πριν αυτή προλάβει να έρθει, είδα έναν τύπο να βγαίνει από την μπαλκονόπορτά μου και να τρέχει για να διαφύγει, αφήνοντας μάλιστα στο σπίτι τα σύνεργά του. Όταν τελικά έφτασε η Αστυνομία, μπήκαμε μέσα και στην εξωτερική σκάλα βρήκαμε ένα κομμένο κομμάτι ύφασμα. Χωρίς να μπορούμε να ξέρουμε τι ακριβώς συνέβη, ενδέχεται να υπήρξε και δεύτερος δράστης, ο οποίος κατευθυνόταν μέσω της σκάλας προς τον πρώτο όροφο, όπου ζουν οι γονείς μου, αλλά τελικά διέφυγε από την άλλη πλευρά του σπιτιού».
Δεν πέρασαν πολλές ημέρες και ένα δεύτερο περιστατικό συνέβη όταν ο Κώστας ήταν στο δωμάτιό του. «Ήταν περασμένες 12 και άκουσα κάτι θορύβους απ’ έξω. Κοίταξα και είδα έναν τύπο να είναι έτοιμος να μπει στην αυλή μας από τη διπλανή πολυκατοικία. Άρχισα να φωνάζω και να σφυρίζω με μία σφυρίχτρα. Τότε εκείνος σκαρφάλωσε στην ταράτσα ενός παρακείμενου εγκαταλελειμμένου καταστήματος, για να πηδήξει στον δρόμο και να διαφύγει».
Όταν ο Κώστας μου διηγήθηκε το περιστατικό, του είπα ότι είχα δει την επόμενη σκηνή της ιστορίας του. Πράγματι, εκείνο το βράδυ βρισκόμουν και εγώ στο διαμέρισμά μου και όταν άκουσα τις φωνές και τη σφυρίχτρα, βγήκα στο μπαλκόνι –όπως έκαναν και άλλοι ένοικοι– που βρίσκεται απέναντι από το εγκαταλελειμμένο κατάστημα. Τότε είδα έναν τύπο να πηδάει από την ταράτσα με ένα λάπτοπ στο χέρι και να διαφεύγει με τον συνεργό του που τον περίμενε στο πεζοδρόμιο.
«Το λάπτοπ ήταν από τη διπλανή πολυκατοικία που είχαν μπει πριν επιχειρήσουν να μπουν σε εμάς», μου είπε ο Κώστας, που την επόμενη ημέρα είχε επικοινωνήσει με έναν από τους ιδιοκτήτες. «Μετά από αυτά τα περιστατικά, γύρισα τη γειτονιά για να μιλήσω με άλλους κατοίκους, αρκετοί από τους οποίους είχαν να μου διηγηθούν κάποια ιστορία από κλοπές ή διαρρήξεις το τελευταίο διάστημα. Από αυτά εγώ καταλαβαίνω δύο πράγματα: είτε η Αστυνομία δεν γνωρίζει το πρόβλημα και άρα δεν ξέρει να κάνει τη δουλειά της, είτε γνωρίζει το πρόβλημα και δεν την ενδιαφέρει να κάνει τη δουλειά της».
Η ανάγκη πρόσβασης σε συγκεκριμένα στοιχεία και η έρευνα του inside story
Καθώς η εγκληματικότητα είναι σύνθετο ζήτημα που μπορεί πολύ εύκολα να διογκωθεί ή να υποτιμηθεί από την προσωπική εμπειρία του κάθε κατοίκου, στο πλαίσιο του ρεπορτάζ ζήτησα από την ΕΛΑΣ τα στατιστικά στοιχεία που αφορούν στην εγκληματικότητα ανά συνοικία της Αθήνας ή ανά περιοχή δικαιοδοσίας του κάθε αστυνομικού τμήματος, ώστε να μπορούμε να εξαγάγουμε ασφαλή συμπεράσματα για το φαινόμενο της εγκληματικότητας ανά περιοχή και πυκνότητα πληθυσμού, μέσω της σύγκρισης των στοιχείων για τον Βοτανικό με άλλες αθηναϊκές συνοικίες.
Η ΕΛΑΣ μας ενημέρωσε ότι κατά κανόνα δεν δημοσιεύει στατιστικά στοιχεία ανά αστυνομικό τμήμα, παρά μόνο για ευρύτερες περιοχές, όπως εκείνη της Αττικής. Από αυτά ωστόσο θα ήταν αδύνατον να βγάλουμε συμπεράσματα για μία συγκεκριμένη περιοχή της Αθήνας. Γι’ αυτό τον λόγο, το inside story θα επιμείνει στη γνωστοποίηση αυτών των στατιστικών, στο πλαίσιο του δικαιώματος που προβλέπει η ελληνική και ενωσιακή νομοθεσία για πρόσβαση των δημοσιογράφων σε δημόσια έγγραφα και στοιχεία στα οποία, ρητώς, περιλαμβάνονται τα στατιστικά στοιχεία από το Προεδρικό Διάταγμα 28/2015 που κωδικοποιεί τις σχετικές διατάξεις. Το εύλογο ενδιαφέρον του εν λόγω αιτήματος βασίζεται στο ότι η ακριβής εικόνα για την εγκληματικότητα στον Βοτανικό και τις άλλες συνοικίες της Αθήνας μπορεί να προκύψει μόνο από την παροχή των σχετικών στατιστικών, η σημασία των οποίων προκύπτει με τη σειρά της από το δημόσιο συμφέρον της ασφάλειας των πολιτών, που ως θέμα εγείρεται στο σημερινό ρεπορτάζ. Θεωρούμε ότι η παροχή αυτών των στοιχείων από την ΕΛΑΣ εναρμονίζεται με τα όσα υποστηρίζει η ίδια σχετικά με τη συνέπεια «στην αρχή της ανοιχτής διακυβέρνησης», ειδικά μάλιστα όταν θέμα συζήτησης είναι το κοινωνικό αγαθό της ασφάλειας των πολιτών.
Η παραδοχή του προβλήματος από τις Αρχές
Τώρα όμως μπορούμε να αναφέρουμε κάποιες ενδείξεις που εύλογα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι Αρχές, σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης αλλά και κεντρικής κυβέρνησης, δεν έχουν μέχρι σήμερα σταθεί αντάξιες του προβλήματος. Συγκεκριμένα, πηγή από την Αστυνομία με καλή γνώση των ζητημάτων της περιοχής, όταν ρωτήθηκε αν γίνονται περιπολίες σε συγκεκριμένες γειτονιές της συνοικίας, απάντησε στο inside story: «Το ότι οι πολίτες δεν βλέπουν περιπολίες σημαίνει ότι μάλλον δεν γίνονται όσες χρειάζονται. Και μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι τα περιπολικά μας δεν πηγαίνουν σε σημαντικό μέρος του Βοτανικού, στη λογική ότι εκεί βρίσκονται πολλά εργοστάσια και άρα λιγότεροι κάτοικοι, με αποτέλεσμα οι ανάγκες για παρουσία της Αστυνομίας να είναι κυρίως σε άλλες, πιο πυκνοκατοικημένες γειτονιές».
Όταν ρωτήσαμε τον Βασίλη Κορομάντζο, αντιδήμαρχο Δημοτικής Αστυνομίας και Κοινόχρηστων Χώρων του Δήμου Αθηναίων, ειπε στο inside story ότι «αν και αρμόδια για την εγκληματικότητα είναι η ΕΛΑΣ και όχι η δημοτική αστυνομία, στην περιοχή έχουμε πράγματι φαινόμενα μικροεγκληματικότητας και μικροπαραβατικότητας – όπως κλοπές, διαρρήξεις και πώληση πολλές φορές κλεμμένων αντικειμένων στο λεγόμενο “παζάρι”. Αυτή η κατάσταση προφανώς προσβάλλει το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών».
Από τα ήδη δημοσιευμένα στοιχεία προκύπτει ότι το πρώτο εξάμηνο του 2019, οι κλοπές-διαρρήξεις συνολικά στην Αττική παρουσίασαν αύξηση κατά 5,1% σε σχέση με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2018, αφού ανήλθαν σε 23.495 έναντι 22.347 το αντίστοιχο περσινό διάστημα, με την αύξηση να εντοπίζεται και σε πανελλαδικό επίπεδο (κατά 6,3%, από 36.997 σε 39.335).
Η κυβέρνηση φαίνεται να γνωρίζει την ιδιαιτερότητα του προβλήματος για τις περιοχές της δυτικής Αθήνας. Συγκεκριμένα, σε πρόσφατη συνέντευξή του στην ΕΡΤ, ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, είπε ότι σε μία σειρά από δυτικές, λαϊκές γειτονιές της Αθήνας, όπως το Μεταξουργείο και ο Κολωνός «είχε να εμφανιστεί όργανο του κράτους πολλά χρόνια». Στην περιοχή του Βοτανικού, ωστόσο, παραμένει να δούμε αν η αναγνώριση του προβλήματος θα μετουσιωθεί πρακτικά στη δημιουργία ενός αισθήματος ασφάλειας, αφού από το ρεπορτάζ του inside story προκύπτει ότι τα προβλήματα παραμένουν το τελευταίο εξάμηνο.
Όταν ρωτήσαμε τον κ. Κορομάντζο αν υπάρχει κάποιου είδους συνεργασία δήμου και ΕΛΑΣ για την αντιμετώπιση του προβλήματος, μας απάντησε: «Υπάρχει συνεργασία, με την έννοια ότι εμείς εντοπίζουμε ένα πρόβλημα, όπως το εντοπίζει και ένας πολίτης, απευθυνόμαστε στην αρμόδια Αρχή και εκείνη λαμβάνει τα μέτρα της. Ακόμη, έχουν προγραμματιστεί κοινές περιπολίες δημοτικής αστυνομίας και ΕΛΑΣ, ωστόσο αυτές θα ξεκινήσουν στο άμεσο μέλλον».
Οι κοινές περιπολίες αποτελούν μέρος ενός μνημονίου συνεργασίας που υπογράφηκε στα μέσα του περασμένου Δεκεμβρίου από τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη και τον δήμαρχο Αθηναίων, Κώστα Μπακογιάννη, για τη δημιουργία ενός κοινού Κέντρου Διαχείρισης Καθημερινότητας, με σκοπό «την ασφάλεια των δημοτών και των υποδομών της πόλης, την επιτήρηση των κοινόχρηστων χώρων και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής του πολίτη, την αντιμετώπιση της παραβατικότητας και τη διαφύλαξη της ομαλής οικονομικής και εμπορικής δραστηριότητας σε ολόκληρη την Αθήνα».
Με βάση αξιόπιστες πληροφορίες το inside story γνωρίζει πως το δεύτερο εξάμηνο του 2019 πραγματοποιήθηκαν στην περιοχή του αστυνομικού τμήματος Κολωνού (όπου υπάγεται ο Βοτανικός) 748 περιπολίες, έναντι των 386 που είχαν γίνει το αντίστοιχο χρονικό διάστημα το 2018, κάτι που σημαίνει ότι σχεδόν διπλασιάστηκαν. Σε σχετική ερώτηση του inside story, οι ίδιες πηγές ανέφεραν ότι «ο λόγος αυτής της αύξησης ήταν ότι το τελευταίο διάστημα είχε παρατηρηθεί ένα κλίμα χαλαρότητας και αδράνειας. Ως εκ τούτου, ήταν αναγκαία η εντατικοποίηση των περιπολιών, για να αντιμετωπιστεί η εγκληματικότητα».
Ακόμη, οι ίδιες πηγές ανέφεραν ότι από την Πέμπτη, 23 Ιανουαρίου, 50 νέοι αστυνομικοί θα πραγματοποιούν σε 24ωρη βάση περιπολίες, με σκούτερ ή πεζοί, σε συνοικίες της Αθήνας που θεωρούνται πιο δύσκολες και, συγκεκριμένα, από τα Πατήσια έως το Μοσχάτο. «Αυτή η ομάδα θα έρθει να προστεθεί στις ήδη υπάρχουσες δυνάμεις της Αστυνομίας, όπως είναι η ομάδα ΔΙΑΣ, οι “Μαύροι Πάνθηρες”, οι περιπολίες των τμημάτων, η Τροχαία, το Τμήμα Δίωξης Ναρκωτικών και το Τμήμα Αλλοδαπών. Ακόμη, έχει προβλεφθεί να λειτουργούν δύο βανάκια για τις συλλήψεις, ώστε οι αστυνομικές δυνάμεις να μην απομακρύνονται από την περιοχή περιπολίας για να οδηγούν τους συλληφθέντες στα κατά τόπους αστυνομικά τμήματα. Μάλιστα, κατά την εκπαίδευση των εν λόγω αστυνομικών, δόθηκε βάρος σε θέματα ναρκωτικών, κλοπών, αλλοδαπών και δεοντολογίας, δηλαδή του τρόπου με τον οποίο πρέπει να φέρονται οι Αρχές προς τους πολίτες».
Η ουσιαστική αντιμετώπιση της εγκληματικότητας
Εδώ εγείρεται ένας προβληματισμός. Συγκεκριμένα, ήδη από το περασμένο καλοκαίρι η κυβέρνηση και η ΝΔ έχουν προωθήσει, μέσω πολλών στελεχών τους, το πολιτικό αφήγημα της ασφάλειας των πολιτών, αυξάνοντας την παρουσία της Αστυνομίας σε κεντρικά σημεία της πόλης. Αυτή η πολιτική έχει λάβει και ένα πολιτικό-ιδεολογικό πρόσημο, στη λογική ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήρθε να βάλει τέλος στην ανομία που κυριαρχούσε επί κυβέρνησης Τσίπρα, φτάνοντας ωστόσο σε περιπτώσεις καταγγελιών για άσκηση αστυνομικής βίας και αυταρχισμού, όπως ήταν η περίπτωση του σκηνοθέτη Δημήτρη Ινδαρέ, που έχει προσφύγει στη δικαιοσύνη για τη βία που του ασκήθηκε, καθώς και η περίπτωση μίας νεαρής φοιτήτριας, που κατήγγειλε ότι οι αστυνομικοί της ζήτησαν να κατεβάσει το παντελόνι της σε δημόσιο χώρο. Μάλιστα, δηλώσεις σε αυτό το μήκος κύματος έχουν κάνει πρόσωπα που δεν είναι αρμόδια για την προστασία του πολίτη, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης, Μάκη Βορίδη, που μίλησε περί ξύλου ως στοιχείου αναγκαστικότητας του νόμου.
Όταν όμως στελέχη της κυβέρνησης κάνουν δηλώσεις σαν την προαναφερθείσα, αλλά ταυτόχρονα παρατηρείται αδυναμία αντιμετώπισης της μικροεγκληματικότητας τρία χιλιόμετρα μακριά από το Σύνταγμα, τότε η κυβέρνηση κινδυνεύει να κατηγορηθεί είτε για ανικανότητα, είτε για επιλεκτική αντιμετώπιση του εγκλήματος και υποκρισία.
Το μερίδιο ευθύνης του δήμου Αθηναίων
Σε αυτό το σημείο της συζήτησης πρέπει να μπει και ο δήμος Αθηναίων, ο οποίος διαχρονικά φέρει το δικό του μερίδιο ευθύνης στο βαθμό που η εγκληματικότητα μπορεί να αντιμετωπιστεί και μέσω των αρμοδιοτήτων του. Κι αυτό γιατί ο δήμος μπορεί να διαμορφώσει συνθήκες που από άποψη αντεγκληματικής πολιτικής θα ενίσχυσαν την ασφάλεια των πολιτών.
Ένα απλό παράδειγμα που δείχνει την αποτυχία του δήμου είναι ο ηλεκτροφωτισμός. Συγκεκριμένα, όπως φαίνεται από τις παρακάτω φωτογραφίες, πολλά βράδια ο φωτισμός επί της λεωφόρου Κωνσταντινουπόλεως υπολειτουργεί. Πρόκειται, μάλιστα, για διαχρονικό φαινόμενο, τόσο κατά την προηγούμενη, όσο και κατά την τωρινή δημοτική Αρχή.
Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το προεκλογικό πρόγραμμα του Κώστα Μπακογιάννη στηλίτευε έντονα τον ανεπαρκή φωτισμό ως έναν από τους παράγοντες για τους οποίους «οι Αθηναίοι δεν νιώθουν ασφαλείς», την ώρα που «ο σημαντικότερος και πολυπληθέστερος δήμος της χώρας περιδινείται σε ένα κύμα ανομίας, ασυδοσίας, παραβατικότητας».
«Ο φωτισμός σε περιοχή του Βοτανικού συχνά δεν λειτουργεί, γιατί το δίκτυο είναι παλιό και βραχυκυκλώνει τις βροχερές ημέρες. Είναι τραγικό, είναι τραγικό μόνο που το συζητάμε»
Σάκης Κολλάτος, αντιδήμαρχος Πρασίνου και Ηλεκτροφωτισμού
Αποφασίσαμε να κάνουμε το προφανές και να ρωτήσουμε τον δήμο γιατί δεν λειτουργεί ο ηλεκτροφωτισμός. Ο αντιδήμαρχος Πρασίνου και Ηλεκτροφωτισμού, Σάκης Κολλάτος, μας απάντησε ότι «ο φωτισμός σε περιοχή του Βοτανικού, όπως και σε άλλες συνοικίες της Αθήνας, συχνά δεν λειτουργεί, γιατί το δίκτυο είναι παλιό και βραχυκυκλώνει τις βροχερές ημέρες. Αν έχει ηλιοφάνεια, είμαστε εντάξει. Είναι τραγικό, είναι τραγικό μόνο που το συζητάμε». Μας είπε ακόμη ότι «ο δήμος δεν μπορεί να γνωρίζει αν έχει πέσει ο φωτισμός, παρά μόνο αν ειδοποιηθεί από κάποιον πολίτη» και πρόσθεσε ότι η δημοτική Αρχή σχεδιάζει την ανανέωση του δικτύου ηλεκτροφωτισμού σε συνοικίες της πόλης, ωστόσο αυτή η διαδικασία μπορεί να διαρκέσει και τρία χρόνια. Είναι ακόμη αξιοσημείωτο ότι ο κ. Κολλάτος μας είπε ότι η ανανέωση των λαμπτήρων, μία προεκλογική δέσμευση του Κώστα Μπακογιάννη, δεν έχει ακόμη ξεκινήσει.
Το ζήτημα του φωτισμού δεν πρόκειται να λύσει ως δια μαγείας την εγκληματικότητα στην περιοχή. Ωστόσο, αποτελεί ένα από τα ήπια και μη κατασταλτικά μέτρα -εγκληματολογικά μιλώντας, ένα μέτρο περιστασιακής πρόληψης- που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως παράγοντας ενίσχυσης της ασφάλειας. Ας δώσουμε ένα πραγματικό παράδειγμα: πριν από λίγο καιρό περπάτησα σε έναν πεζόδρομο της Κυψέλης, όπου ο καλός φωτισμός επέτρεπε σε πολλούς κατοίκους να παίζουν με τα παιδιά τους, να βγαίνουν βόλτα με τα κατοικίδιά τους, να παίζουν τάβλι, φτιάχνοντας ένα σκηνικό γειτονιάς. Το περιβάλλον ενέπνεε τους πολίτες να βγουν έξω, με αποτέλεσμα να διαμορφώνουν οι ίδιοι ένα αίσθημα ασφαλείας.
Αντίστοιχα, στον Βοτανικό υπάρχει η οδός Αιγάλεω, που ενώνει την Κωνσταντινουπόλεως με την Σπύρου Πάτση και σε ένα τμήμα της είναι πεζόδρομος. Ο κακός φωτισμός της δεν επιτρέπει σε κανέναν να καθίσει στα παγκάκια της και έτσι να διαμορφωθεί ένα αντίστοιχο σκηνικό γειτονιάς. Ο κακός –αν όχι ανύπαρκτος λόγω βροχής– ηλεκτροφωτισμός και το κλίμα ερημιάς, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τα γύρω συνεργεία και μαγαζιά κλείνουν το βράδυ, ουσιαστικά «νεκρώνει» τη συνοικία. Ένα παπί με δύο τύπους πάνω έχει πολύ χαμηλότερο ρίσκο όταν βουτάει μία τσάντα σε περιοχή που δεν βλέπει κανείς τίποτα, παρά σε μία περιοχή που είναι φωτισμένη και περνά κόσμος. Προφανές από τα παραπάνω ότι φωτισμός δεν σημαίνει μόνο φωτισμός, σημαίνει και κόσμος και δραστηριότητες.
Η ανάγκη για ανάπλαση και προσφορά ευκαιριών για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας
Όταν, λοιπόν, η Αθήνα παραμένει μέχρι σήμερα μία πρωτεύουσα όπου ο ηλεκτροφωτισμός «πέφτει» από βραχυκύκλωμα λόγω βροχής, είναι δύσκολο να απαντήσει κανείς με αισιοδοξία στο ερώτημα για το πότε θα ξεκινήσει η συζήτηση για την ανάπλαση της περιοχής του Βοτανικού, ώστε οι πολίτες να κερδίσουν τις γειτονιές τους και να μην χρειάζονται τις περιπολίες της Αστυνομίας για να πάνε με ασφάλεια από το μετρό στο σπίτι τους.
Ωστόσο, αυτή η συζήτηση φαίνεται πολύ μακρινή και, στα μάτια πολλών απαισιόδοξων –ίσως, βέβαια, και ρεαλιστών– μάλλον αδύνατη. Πόσες φορές ακούσαμε για ανάπλαση σε περιοχές πολύ ευκολότερες από εκείνη του Βοτανικού, οι οποίες πανηγυρικά απέτυχαν; Και αν θα πρέπει να περιμένουμε για να δούμε αν θα γίνουν πραγματικότητα οι υποσχέσεις τοπικής αυτοδιοίκησης και κεντρικής κυβέρνησης, το σίγουρο για τους κατοίκους του Βοτανικού είναι ότι ελπίζουν να μην βρέχει την ώρα που πάνε στα σπίτια τους, για να έχουν μία λάμπα πάνω από το κεφάλι τους. Και να είναι λίγο παραπάνω τυχεροί, μην πέσουν πάνω στην άτυχη ώρα.
Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr