Πρόσωπα - Αφιερώματα

Κώστας Λαχάς: όταν οι φίλοι λιγοστεύουν…, του Δημήτρη Ι.Μπρούχου

Spread the love

Ο Δημήτρης Ι. Μπρούχος (1961-+2024) είναι ποιητής, στιχουργός. συγγραφέας και Σύμβουλος Επικοινωνίας 

Κώστας Λαχάς 1936-2014

Είναι στ’ αλήθεια παράξενο μα η ψυχή, διαλέγει να βγει απ το σώμα και να πάρει το δρόμο της για την αθανασία ή – αν το προτιμάτε -για την αιωνιότητα, σε μια στιγμή ανυποψίαστης οδύνης του νου, στις καθημερινές περισπάσεις.

Έτσι, σε μια Θεσσαλονίκη μουλιασμένη στη βροχή τόσες μέρες, ξεγλίστρησε η στερνή ανάσα του Κώστα.

Βροχερή μέρα διάλεξε-διακριτικός και σεμνός όπως πάντα-να μπερδευτούν τα δάκρυα με τη βροχή, να μη δείξουν πως είναι για το φευγιό του.

Πόντιος μέχρι το μεδούλι, με λατρεία στη μάννα και σέβας στον πατέρα, μ’ έναν αδελφό χαμένο πρόωρα, σκαμμένος πολύ μέσα του, ψαγμένος πολύ στην Τέχνη, την υπηρέτησε με τον χρωστήρα, την πέννα και την υπόκριση. Με την ίδια συνέπεια. Με την ίδια συνέχεια. Με την ίδια ευγνωμοσύνη στο Δημιουργό. Με τον δικό του, ιδιαίτερο τρόπο.

Αγγιζε πάντα τις πιο ευαίσθητες χορδές, «στην αξία της νότας» που ήθελε να αποδώσει. Λέξεις, συναισθήματα, χρώματα, εικόνες. Σιωπή…

Σαν αυτή που παρεμβαλλόταν στις βόλτες μας, ύστερα από μια χαμηλόφωνη μακρά συνομιλία. Για τα πάντα. Προπάντων για τη Θεσσαλονίκη, για τους ανθρώπους της, για την Τέχνη.

Γελαστός και προσηνής, «συνομήλικος» των παιδιών, ήξερε να δίνει και να παίρνει αγάπη. Να χαίρεται με το τίποτα.

Μαθαίνοντας στους άλλους, να διδάσκεται ο ίδιος.

Ταπεινός, όχι από υπολογισμό μα από στάση ζωής.

Μοιραζόταν τον πόνο σου, σα να τον ένοιωθε κείνος.

Μοιραζόταν τη χαρά σου, σα να ταν δικιά του.

Θυμάμαι την αθόρυβη παρουσία του πλάι μου. Σκέψεις, περιγραφές, εδώ ήταν αυτό, παραπέρα εκείνο, έκοβε τη διήγηση το «γειά σας» κάποιου περαστικού και μετά η συνέχεια.

Τσιμισκή, Αγίας Σοφίας, Αχειροποίητος, Πλατεία Μακεδονομάχων, Πλάτωνος…

Μέχρι την επόμενη φορά.

Χαθήκαμε για κάποια χρόνια, κατεβαίνοντας εγώ στην Αθήνα. Κι όταν ανέβαινα, Σάββατα, τον έβρισκα πάντα στο Μπιτ Παζάρ, στο γνωστό ταβερνάκι, με δύο σερβίτσια. Χαιρόμασταν. Περιμένεις κανέναν, τον ρωτούσα. Εσένα, μου απαντούσε, με κείνο το χαρακτηριστικό γαλήνιο χαμόγελο στο βλέμμα.

Και το μισάωρο γινόταν δίωρο και τρίωρο καμμιά φορά, με τις κουβέντες μας για τα παλιά και για τα καινούργια.

Τόσο απλά. Όσο αυτά που ζωγράφιζε στα κείμενα και στους στίχους του. Οσο αυτά που έγραφε στις ζωγραφιές του.

Ζωή, σαν… «Πλους Ονείρου». «Μετείκασμα και Μεταίσθημα», σ ένα «Πεδίον Οσφρήσεως», όπου οι μυρωδιές στις γειτονιές από τα σπίτια της Ανω Πόλης, τα κυριακάτικα μεσημέρια, έφερναν κοντά στιγμές ανεπίστρεπτες και ζωντάνευαν μνήμες.

Αναγνωστάκης, Βαφόπουλος, Βαρβιτσιώτης, Ζιτσαία, Καρέλλη, Πεντζίκης, Στογιαννίδης, Κανελλόπουλος, Λούστας…Φίλοι παλιοί, που αγάπησα ατέλειωτα. Και καθώς φύγαν, έγινα φτωχότερος. Τους μνημονεύαμε συχνά, με τον Κώστα. Καθώς και τη Μάγδα, τη μητέρα μου, που υπεραγαπούσε και που σχεδόν μεγαλώσαν μαζί. Πάντα κόμπιαζε στην αναφορά της, καθώς δεν κατάπιε ποτέ την αρρώστεια που τη βρήκε και την τυράννησε είκοσι χρόνια, τρώγοντας τα νιάτα της.

Και πριν από δυό μέρες, το άγγελμα. Ακόμα ένας, από την παλιά παρέα. Ο Κώστας.

Θαρρώ ο τελευταίος, από τη γενιά του 60. Τους «εκδρομείς», καθώς λέει κι ο Νιόνιος.

Τους κοντινούς μου.

Κλαμμένη Θεσσαλονίκη, σπρώχνω τις ώρες μέχρι ένα Σάββατο, ν’ ανηφορίσω στο Μπιτ Παζάρ, να συναντήσω τη θέση σου άδεια και να πιω απ το δικό μας, για καλό σου κατευόδιο.

Σιγοτραγουδώντας τους στίχους σου, για τη Θεσσαλονίκη, ξέροντας την αξία που δίνει στη ζωή το χώμα που διαλέγεις, το χώμα που σε κερδίζει και το χώμα που σε κρατά για πάντα.

Καλό παράδεισο, Φίλε Καλέ κι Αγαπημένε.

Χαιρετισμούς…

SHARE
RELATED POSTS
Θλίψη, του Αλέξανδρου Κανταρτζή (Μπέμπης)
O Λουκάς Νταράλας, το «Βουνό» και ο περιστερώνας, του Χρήστου Μαγγούτα
Μήπως εμείς την οδηγούμε στην αυτοκτονία;, του Κώστα Σκανδαλίδη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.