Ακολουθώντας τον μεγάλο περιηγητή, Ουίλλιαμ Λήκ, φθάνουμε στο, σκλαβωμένο στον Αλή Πασά από το 1803, Σούλι τον Ιούλιο του 1805.
Ο Λήκ είχε συνοδεία του τον Ιταλό εξωμότη Μεχμέτ Εφέντη, έναν Αρβανίτη μπουλούκμπαση-έμπιστο του Αλή- και τον αρχιτέκτονα του πασά, Κυρ-Πέτρο, που καταγόταν από την Κορυτσά. Ανέβηκαν στα σουλιώτικα βουνά περνώντας από το χωριό Ρωμανάτες. Εκεί ο Λήκ είδε τα ερείπια ενός πύργου που είχε κυριευθεί και ανατιναχθεί από τους Σουλιώτες, στη διάρκεια του πολέμου τους με τον Αλή. Ο πασάς όταν νίκησε, γκρέμισε την εκκλησία του χωριού και το μετέβαλε σε τσιφλίκι του.
Το χωριό Σούλι είχε τότε 150 σπίτια, χτισμένα αραιά. Όλα ήταν γκρεμισμένα, εκτός από πέντε- έξη που ανήκαν σε Μουσουλμάνους Αλβανούς. Η εκκλησία είχε μετατραπεί κιόλας σε τζαμί.
«Στα χρόνια της ακμής τους, οι Σουλιώτες», γράφει ο Λήκ, «είχαν στην κατοχή τους ολόκληρο τον γειτονικό κάμπο του Γλυκύ, με ρυζότοπους και αραποσιτοχώραφα. Για την καλλιέργεια των κτημάτων τους χρησιμοποιούσαν τους Έλληνες της περιοχής. Πίστευαν πως δεν τους ταίριαζαν οι γεωργικές δουλειές και χαίρονταν μόνο με την κλεψιά, τον πόλεμο και το ραχάτι. Ήταν δραστήριοι και ευκίνητοι και τριγύριζαν τα βουνά από απάτητους δρόμους και περάσματα. Άριστοι σκοπευτές. Είχαν μάτι αητού- σ’ αυτό ξεπερνούσαν τους Αρβανίτες- και μονάχα τους Άραβες της ερήμου αναγνώριζαν για καλύτερούς τους. Η αγρύπνια τους στο καρτέρι, η εφευρετικότητά τους, το δαιμόνιο να σχεδιάζουν σοφά επιθέσεις και η ικανότητά τους να εκτελούν πολεμικά σχέδια, τα πανούργα στρατηγήματα που επινοούσαν για αντιπερισπασμό στον πόλεμο, θα ήταν απίστευτα αν δεν τα επιβεβαίωναν όλοι οι εχθροί τους. Την ικανότητά τους να βλέπουν σαν κουκουβάγιες στο σκοτάδι την ιστορούν σαστισμένοι οι στρατιώτες του Αλή, που τούς πολέμησαν».
Ο Λήκ, μετά από πορεία μισής ώρας, έφτασε στο οχυρό Κούγγι, που βρίσκεται στην δυτική πλευρά του λόφου. Εκεί πάνω δόθηκε η τελευταία μάχη. Ο Αλή έχτισε έναν πύργο σ’ αυτό το σημείο, αφού γκρέμισε όλους τους τοίχους, τις καλύβες και τα μετερίζια των Σουλιωτών, ακόμα και την εκκλησία τους. Ανεβαίνοντας τον λόφο της Τρούπας βρέθηκαν μπροστά σε ένα καινούριο φρούριο, που δεν είχε τελειώσει ακόμα, πάνω στο διάσελο. Ο Αλή πρόσταξε να χτιστεί εκεί το οχυρό, αμέσως μόλις πάτησε το Σούλι. Αρχιτέκτονας ήταν ο κυρ-Πέτρος, συνοδός, όπως είπαμε, του Λήκ.
Η κορυφογραμμή ήταν στενή όσο ένα γιδόστρατο και ο κυρΠέτρος αναγκάστηκε να ισοπεδώσει το βουνό για να θεμελιώσει το κάστρο. Προς την κατέυθυνση του όρους Τσικουράτες- στα νότια των σουλιώτικων κορυφών- έκτισε μια αποθήκη πυρομαχικών, στρατώνα, στέρνες, καθώς και σπίτι για τον τοπικό διοικητή. Συγχρόνως, ετοίμαζε ένα πελώριο σεράι, στο κέντρο του οχυρού.
Ο λόφος της Τρούπας είναι απότομος προς το ποτάμι, γεμάτος γκρεμούς και σουβλερούς βράχους. Ο Λήκ υπολογίζει ότι η κλίση είναι 30 μοίρες, και θαυμάζει τις γυναίκες που τον ανέβαιναν φορτωμένες με τεράστια πιθάρια στα κεφάλια τους, γεμάτα νερό από το ποτάμι. Η νοτιοανατολική ράχη της Τρούπας κατέληγε σε τρείς μυτερές κορυφές. Από αυτές, οι δύο βορεινές ήταν οχειρωμένες με πύργους, που φτιάχτηκαν πρόσφατα για τις φρουρές του Αλή.
Σ’ όλα τα κορφοβούνια γύρω από το Σούλι υπήρχαν ακόμα χαλάσματα από τα μετερίζια και τα κονάκια που έκτισαν τα στρατεύματα του Αλή στην πολιορκία. Όσο στένευε η πολιορκία, τόσο προχωρούσαν και τα μετερίζια, μέχρι που πλησίασαν στα κεντρικά οχυρά των Σουλιωτών και τους έκλεισαν από όλες τις πλευρές, καταδικάζοντάς τους σε λιμοκτονία
Δήμητρα Παπαναστασοπούλου