Βιβλίο

«Το δακτυλίδι της Θεάς». Κεφάλαιο 6ο: Ρουτίνα, του Νίκου Βασιλειάδη

Spread the love

Ο Άγγελος δεν το πούλησε λοιπόν το δακτυλίδι. Απογοητευμένος, που το όνειρό του για να βγει από την φτώχεια δεν πραγματοποιήθηκε, πήρε το χρυσό δακτυλίδι το έχωσε σε μια μικρή πήλινη κανάτα και το έκρυψε πίσω από μια πέτρα στο τζάκι της φτωχικής του κατοικίας.  Ήθελε να ξεχάσει όσο πιο γρήγορα γινόταν αυτή την ιστορία. Ήθελε να ξεχάσει όλες τις σκέψεις που τον πονούσαν, και ο μόνος τρόπος για να το πετύχει ήταν να χαθεί και πάλι μέσα στον μεγάλο του έρωτα την θάλασσα.

Αμετανόητος ταξιδευτής  βγήκε πάλι στα πέλαγα, βούτηξε και πάλι. Ρίχτηκε με τα μούτρα στην δουλειά, κουρσεύοντας για ώρες τον βυθό της Μεσογείου μαζεύοντας  τους θησαυρούς της, το μαύρο σφουγγάρι. Τα βάθη ήταν πάντα εκεί να τον περιμένουν, τρομαχτικά και οι κίνδυνοι που παραμόνευαν πολλοί. Όμως ο Άγγελος ριχνόταν  με πείσμα στο βυθό και έβγαινε γερός και ζωντανός εκεί που άλλοι χτυπημένοι απ’ την νόσο των δυτών  γύριζαν πίσω, καράβια τσακισμένα,  σέρνοντας σε όλη την μικρή υπόλοιπη ζωή τους το κορμί τους μ’ ένα μπαστούνι στο χέρι. Τα κρύα βράδια τα πέρναγε στην φτωχική ταβέρνα υπό το φως μιας λάμπας πετρελαίου, να πίνει ρετσίνα από τα δρύινα βαρέλια δίπλα ένα τσίγκινο μαγκάλι γεμάτο κάρβουνα. Ένιωθε ότι είχε ηττηθεί ολοκληρωτικά και σταμάτησε να ονειρεύεται.

Δεν αισθανόταν χαμένος. Προδομένος που κάποτε πίστεψε  όπως πολλοί άλλοι, πως θα ‘φτιαχνε από την αρχή μιαν άλλη ζωή διαφορετική… Όχι.

Είχε καταλάβει πια πως όλα ήταν θέμα μοίρας, ριζικού. Έτσι είναι η ζωή, ή σε φέρνει να αδειάζεις όλο της το ποτήρι ή δεν το λερώνεις καθόλου… Δεν έγινε τίποτα… Καθένας χαράσσει με το μαχαίρι του ένα σημάδι στο δέντρο της ζωής..

Είναι μερικοί, που χαράσσοντας αυτό το σημάδι, τους ξεφεύγει το μαχαίρι και πληγώνονται. Γιατί έχουν πάθος, γιατί λαχταρούν να φτάσουν πιο γρήγορα, γιατί τρέμανε τα χέρια τους φορτωμένα από τα πολλά όνειρα.. Ε! Δεν έπαψε και η γης να γυρίζει, ε;…..

Η ιστορία του χρυσού δακτυλιδιού μπορεί και να τέλειωνε εδώ, ξεχασμένο, περιφρονημένο από τους ειδικούς, στο βάθος ενός πήλινου κανατιού, κρυμμένο στο τζάκι μιας φτωχικής ψαράδικης καλύβας.

Τα χρόνια πέρασαν, ο Άγγελος μεγάλωσε, και όσο μεγάλωνε τόσο πιο δύσκολη γινόταν  η δουλειά του.

Ο Άγγελος , ο κατευθείαν απόγονος του μυθικού Γλαύκου του  Ανθηδόνιου, που περνούσε τόσο καιρό μέσα στη θάλασσα που στο τέλος μεταμορφώθηκε σε θαλάσσιο κήτος, όπως τον παρομοίαζε χαιδευτικά, ή κοροιδευτικά, ποιός ξέρει,  ο δάσκαλος στο καφενείο, ένοιωθε τον χρόνο να βαραίνει στην ανάσα του στις αντοχές του.

Ήταν κοντά στα 40  όταν τελικά προδομένος από την σιγουριά του, χτυπήθηκε από τη νόσο των δυτών και σταμάτησε το κυνηγητό των σφουγγαριών. Το χτύπημα ευτυχώς ήταν ελαφρύ και έτσι λίγο – λίγο κατάφερε να επανέλθει.

Τότε σταμάτησε τις βουτιές και άρχισε να συχνάζει ολοένα και περισσότερες ώρες στην ταβέρνα, σιωπηλός, με τα μάτια να ατενίζουν το πέλαγος, χωρίς όρεξη να ανοίξει οποιαδήποτε  κουβέντα  για τα μυστικά που κρύβουν στα σπλάχνα τους οι θάλασσες.

Σαν να είχε νικηθεί για πάντα. Από τον μεγάλο ανθρώπινο εχθρό, τον χρόνο και την αρρώστια. Σαν  η ζωή να μην  σου φυλάει άλλα μυστικά, και συ τσακισμένος από την κούραση  σαν στο τέλος μιας συναρπαστικής μέρας να θες να ησυχάσεις και περιμένεις με χαρά τον ύπνο, θάνατο.

(Συνεχίζεται…)

Εδώ  όλα τα κεφάλαια

Νίκος Βασιλειάδης

llll.png  

SHARE
RELATED POSTS
Μάνος Κοντολέων-Βαγγέλης Παυλίδης: Δυο “γίγαντες”, δυο βιβλία, σε μια βραδιά-15 Μαρτίου, Ρόδος
«Μαύρη ψυχή»: η αυτοβιογραφία της Νίνα Σιμόν, του Άγγελου Κουτσούκη
«Μαύρη Νύχτα, Άσπρη Μέρα, Η ζωή των Ελληνίδων στην Αυστραλία» εκδόθηκε από αυστραλέζικο οίκο

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.