Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Τσάρκες με την γιαγιά, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

Από μικρός, εκεί γύρω στα δεκαοκτώ  δεκαεννιά, κι ενώ μέχρι τότε ήμουν το παιδί το ήσυχο, εκείνο που έκανε θελήματα στο χωριό σε όποιον το ζητούσε ή το είχε ανάγκη, απέκτησα και το χούι της φυγής, της βόλτας και της ταχύτητας.

Βλέπετε, ο μπαμπάς διέθετε εκείνη την εποχή και όχημα, αγροτικό παρακαλώ ! Φρόντισα να μάθω να οδηγώ, στην αρχή λάθρα, αργότερα επίσημα και με τη ” βούλα ” του κράτους έβγαλα δίπλωμα. Έτσι, λοιπόν, πήγαινα όπου ήθελα με το αυτοκίνητο απολαμβάνοντας πέρα από τις διαδρομές και την Heavy Metal μουσική που ήταν της μόδας.

Τη μεγαλύτερη όμως αδυναμία την είχα στην γιαγιά μου. Μια μαυροφορεμένη πάντα γυναίκα η οποία κλέφτηκε με τον παππού μου. Του έφερε στον κόσμο επτά παιδιά, έζησαν τα έξι. Το ένα πέθανε κάποιο χειμώνα από γρίπη.

Αγαθή, άκακη η γιαγιά, απείχε από τα κουτσομπολιά του χωριού, κοιτούσε μόνο πώς θα μεγαλώσει τα παιδιά της, ήθελε να τα καμαρώσει σπουδαγμένα. Ο παππούς πέθανε, έμεινε μονάχη.

Ανέλαβα τότε εγώ να την εξυπηρετώ για τη μεταφορά της στους γιατρούς, στη λαϊκή, στην ξαδέρφη της που έμενε στην πόλη.

Θυμάμαι, οσάκις ήθελε να την επισκεφτεί, έβαζε το ξυπνητήρι από τις τέσσερις τα χαράματα, κλείδωνε την πόρτα και περίμενε έξω από αυτή με το τσεμπέρι της καλά σφιγμένο στο λαιμό της και τη ρόμπα της την καλή που είχε μόνο για τα ταξίδια.

Καθ’ οδόν έβαζα στη διαπασών το κασετόφωνο κινούμενος στους ρυθμούς της μουσικής. Εκείνη δίπλα μου καθισμένη – κι αφού πριν ξεκινήσουμε έκανε το σταυρό της – κολλούσε το κεφάλι της στο τζάμι σε όλη τη διαδρομή αγναντεύοντας τα βουνά, τα σπαρτά, τα χωράφια. Αλωνάρης μήνας και έπρεπε να μαζέψει τα σιτάρια, τα κριθάρια και τις βρώμες. Εκείνο όμως που περισσότερο την απασχολούσε ήταν το ότι έπρεπε να δανειστεί και το άλογο από το θείο Γιάννη, να το ζευγαρώσει με το δικό της για να πατήσουν τα δεμάτια και να βγει ο καρπός.

Κι αν τώρα γράφω για τη γιαγιά μου, είναι γιατί θέλω να σταματήσω αυτές τις ανόητες μουσικές, να γυρίσω το κεφάλι δεξιά εκεί που κάθεται, να της μιλήσω επιτέλους, κάτι που δεν έκανα όσο χρόνο ήμουν νέος και χεβιμεταλάς.

Τώρα είναι πλάι μου, στη θέση του συνοδηγού, με το κεφάλι της ακουμπισμένο στο τζάμι που καίει από τον ήλιο και το θλιμμένο βλέμμα της στα σπαρτά.

Συγγνώμη, γιαγιά, πες μου σε παρακαλώ για ‘κείνες τις δροσερές χαράδρες που περάσαμε, τους δρόμους που διανύσαμε και τις νεραϊδοπαρμένες περιοχές εκείνου του παλιού καιρού.

Δημήτρης Κατσούλας

Δημήτρης Κατσούλας

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.  

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Μια βόλτα στη βροχή, της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή
Πάρε τη λέξη μου, δος μου το μαχαίρι σου, του Μάνου Στεφανίδη
Πιστοί και άπιστοι…, του Νότη Μαυρουδή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.