Ο κ. Γεώργιος Παπαντωνάκης
είναι Αναπληρωτής Καθηγητής του Παν/μίου Αιγαίου
Σκέφτηκα πως δεν θα ξαναρχόταν και ήμουν σίγουρος. Όπως εκεί που απολάμβανα ένα τσιγάρο το πρωί στις 4 τα ξημερώματα εμφανίστηκε με τη μεγαλοπρεπή του στολή τη γεμάτη παράσημα από σουηδικές και μη διακρίσεις ο Διάβολος αυτή τη φορά, το θείον βρέφος κρατώντας στην αγκαλιά. Και τα σύμπαντα πήραν και φωτίστηκαν με ένα φως απόκοσμο και το θείο βρέφος ψέλλισε λόγια ακατάληπτα που άρχισε να επαναλαμβάνει «Της αλαζονείας ήλιε σκοτεινέ-πολεοδομία συ ανουνεχή/ και πολίτη σχέσης πελατειακής/μη παρακαλώ σας μη, μη παρακαλώ σας μπαζώνετε ρέματα./Τα καλά τα χρόνια της οικοδομής χαρά δίνουν δημιουργική/ Μα η φύση μνήμη έχει/δεν είναι πολιτική/Και τα χέρα τώρα στο παρόν θα τεντώνετε άμοιροι για το παρελθόν/και ως ψηφοφόρος πελατειακός/πέρα από τον θρήνο και τον κωκυτό/τους καλούς σας φίλους εκειών των αδειών/μάτην θα καλείτε ή «ψιχουληδόν». Πήρε κι έσβηνε το τραγούδι αργά και μελαγχολικά και μορφές άλλες εν χρω κεκαρμένες αχνοφέγγανε και το Θείο Βρέφος ανήσυχος πορφύρωνε τον χώρο με κραυγές προφητικές. Φύσηξα νευρικά τον καπνό κατά πάνω του, από αμηχανία. Όχι γιατί θύμωσα. Μάλλον έκπληξη. Χαμογέλασε με ένα πλατύ καλοσυνάτο χαμόγελο. -Ψάχνεις την ουρά μου, μού λέει. Το ξέρω. Εσείς δεν πρόκειται ποτέ να απαλλαγείτε από τις συγχύσεις σας και τις προκαταλήψεις σας. Αν και ξέρω πως έχεις πειστεί ότι …δεν είμαι ο διάβολος αλλά ο Διάβολος, είδα την αμήχανη αντίδρασή σου. Βλέπω ότι έσβησες το τσιγάρο. Ξέρεις, καμιά φορά εμπνέει. Είναι μια μνήμη και μια προέκτασή της στο μέλλον. Κάτι σαν αρχαιολογία του μέλλοντος. Χαμογέλασα αμήχανος και πήγα να αρθρώσω μια κουβέντα. Με πρόλαβε. -Ξέρω θα με ρωτήσεις πού είναι ο Θάνατος. Αν και δεν πρέπει να τα αποκαλύπτω όλα, τελειώνει με ένα πελάτη του και θα έρθει. Προβληματίζεται μόνο τι θα συζητήσουμε. Του έδωσα μια ιδέα και την επεξεργάζεται. -Θα μου την πεις; ρώτησα κάπως συνερχόμενος από την έκπληξη. -Μα δεν θα έχει σασπένς. Θα χάσει όλη τη γοητεία. Έχε υπομονή. Εσύ μπροστά στον υπολογιστή. Εγώ μπροστά στο πιάνο. Η μουσική υπόκρουση υποβάλλει. Άγγιξέ με. Θα σ’ αρέσει και θα διευκολύνει τις καταστάσεις. Πριν αρχίσουμε κι οι δυο. Εσύ στο πληκτρολόγιο κι εγώ στις νότες. Το χάδι λειτουργεί σαν υποβολή. Υποκαθιστά μια ερωτική πράξη ανάμεσα στο δημιούργημα και στον δημιουργό. Άκουσε την πρώτη νότα. Άγγιξε με. Κι άφησε κι εμένα να σ’ αγγίξω. Έτσι. Πρέπει. Είναι νόμος αδήριτος. Πριν την ερωτική πράξη το άγγιγμα. Μόνο έτσι ξεκινάει η πραγματική επαφή. Μην αφήσεις το χέρι από το πληκτρολόγιο όμως. Κι εγώ από το πιάνο…. -Ξέρεις, είπε ο Διάβολος ξαφνικά, χτυπώντας απαλά και μελωδικά ένα “ρε”. Λόγω της ιδιότητάς μου, είμαι υποχρεωμένος να ενημερώνομαι και στις νέες τεχνολογίες. Blogs, Prezi, Linkedin, Twitter, Facebook και τόσα άλλα που με την ταχύτητα που βγαίνουν δεν μπορώ να τα παρακολουθήσω και να ενημερωθώ. Σκέφτηκα να μείνω σιωπηλός για να δω που το πάει, αλλά προτίμησα να του δώσω δίκιο. -Έχεις δίκιο του είπα. Κι εγώ το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζω, αλλά δεν με ενοχλεί. -Ούτε κι εμένα. Άλλωστε αυτό είναι δικό σας θέμα. Όμως, να. Λένε όλα τούτα πως ευνοούν τη μαζική επικοινωνία ηλεκτρονικά. -Ναι, έτσι έχω ακούσει κι εγώ. Άκουσα μάλιστα και μαμάδες -και κάμποσους μπαμπάδες- πως δημιουργούν με ψευδώνυμο τέτοιες σελίδες για να παρακολουθούν ή να βρίσκουν τα παιδιά τους. Δεν ξέρω, γιατί δεν με ενδιαφέρει αυτή η εκδοχή. Άλλωστε, αυτό σημαίνει πως δεν έχουν εμπιστοσύνη στα παιδιά τους. Και το Θείον Βρέφος συναίνεσε με ένα νεύμα κεφαλής. Όπως έμαθα και το άλλο. Παιδιά έφτιαξαν τέτοιες σελίδες για να παρακολουθούν τους γονείς τους! -Μπορεί να ‘χεις δίκιο. Δεν τα ξέρω αυτά, γιατί είμαι από άλλο κόσμο. Όμως, βλέποντας αυτές τις σελίδες, για να πούμε κάτι μέχρι να ρθει ο Θάνατος, σχημάτισα την εντύπωση για πολλές απ’ αυτές και για πολλούς που τις χρησιμοποιούν ότι υπάρχει κάτι το γελοίο και αλαζονικό. ‘Ολο χαχα χα… τι γόης….Καληνύχτα Μαργαρίτα (όχι το γνωστό θεατρικό) έτσι είπε απλώς καληνύχτα, λες και δεν θα κοιμόταν, αν δεν το ‘λεγε. Κι άλλα που δε μου άρεσαν καθόλου. Κι όσο για την αλαζονεία, ε αυτή, πηγαίνοντας με την αυταρέσκεια χτίζουν, ή θαρρούν πως χτίζουν, ένα ανυπέρβλητο φωτεινό στερέωμα. Βλέπεις, άδεια βαρέλια. Κι εσύ το ξέρεις καλύτερα από μένα πως τα άδεια βαρέλια κάνουν μεγαλύτερο θόρυβο. Φωτογραφίες, καπνός, που αντί να απαθανατίζουν αποθανατίζουν. Ειδικά, όταν είναι κάτι σας προσωπογραφίες που δημιουργούν την εντύπωση πως…Μα να θαρρώ έρχεται ο Θάνατος. Σαν να άκουσα θόρυβο. Συνεχίζουμε την κουβέντα μας και οι τρεις. Αν και ο λόγος για τον οποίο είμαστε εδώ είναι άλλος. Δεν νομίζω να τον πολυενδιαφέρουν τα θέματα αυτά. Ο Θάνατος είναι Θάνατος και είναι πολύ τυχερός όποιον επισκέπτεται. Τελευταία, με πήρε στην ομάδα του. Ξέρεις, ήμουν σε άλλη ομάδα. Κι έτσι, Διάβολος και Θάνατος πάνε αντάμα. Ο Διάβολος άρχισε να παίζει ένα νοσταλγικό συμπαθητικό τραγούδι που θύμιζε το Μπήκαν στην πόλη οι Οχτροί. Αμίλητος, συνεπαρμένος. Ίσως γιατί είναι πάντα επίκαιρο τούτο το τραγούδι. Σταμάτησε στο «Γη παιδεμένη με σίδερο και με φωτιά…». Κι ο θάνατος τον ακολουθούσε με ένα σιωπηλό βλέμμα που ταξίδευε πίσω, πολύ πίσω. Εκεί που τότε είχαν αποφασίσει να μην εμφανιστούν παρά μόνο με τα Δεκαοκτώ κείμενα. Με κοίταζε νοσταλγικά και σχεδόν παρακλητικά. Ξαφνικά, σηκώθηκε μ’ αγκάλιασε σε στυλ βαλς κι αρχίσαμε να λικνιζόμαστε σε μια εποχή που όλα ήταν σκοτεινά. Φωτιές παντού. Καμένα λάστιχα. Καπνοί. Πυροβολισμοί. Ανατριχιαστικοί θόρυβοι ερπυστριών. Κι ο Διάβολος έπαιζε με πάθος ανείπωτο ξανά και ξανά Μπήκαν στην πόλη οι Οχτροί. Κι εμείς χορεύαμε μέσα σε καπνούς, σε φωνές, ανάμεσα σε ερπυστριοφόρα και πυροβολισμούς, χωρίς να μας τρομάζουν. Κόσμος πολύς. Τα ραδιόφωνα μετέδιδαν κάτι παράξενα, δημόσια πρωτόγνιωρα, επαναστατικά συνθήματα. Κι ο κόσμος έτρεχε συνεπαρμένος. Κι εμείς χορεύαμε το βαλς της ελευθερίας. Αταίριαστο με το τραγούδι-μουσική του Διαβόλου. Αλλά χορεύαμε. Μέσα στη σύγχυση των ερπυστριοφόρων. Με τη τρομακτική μουσική των πυροβολισμών. Με τις ιαχές του πλήθους. Σμίξαμε μαζί τους ώσπου ακούστηκαν οι απεγνωσμένες εκκλήσεις και το σύνθημα των ελεύθερων ανθρώπων. Τότε, γιατί τώρα ψεκασμένοι όλοι ενεργούν σαν μαστουρωμένοι και δεν τολμούν να διαβούν ούτε Τίβερι ούτε Ρουβίκωνα. Έτσι μένουν καθισμένοι στη μια όχθη πάνω σε ένα βράχο σαν την αρραβωνιαστικιά που περιμένει τον καλό της απ’ το απέραντο γαλάζιο της προσμονής. Κι η μνήμη είναι σαν κινηματογραφική ταινία. Έτσι, το βαλς της ελευθερίας κάτω από την αταίριαστη μουσική-τραγούδι του Διαβόλου μεταμορφώθηκε σε ποτάμι ελευθερίας. Η ραδιοφωνική μεταλλική φωνή αναμετάδιδε το ίδιο πάντα μήνυμα. Κι εγώ με τον Θάνατο είμαστε ανάμεσα σ’ εκείνο το πλήθος που φώναζε ό,τι δεν μπόρεσε να αρθρώσει εδώ και κάμποσα χρόνια. Και πάνω στα κάγκελα ανθρώπινες φιγούρες που σιγά σιγά σχηματιζόταν σε βροντερά κορμιά όρθωναν το ανάστημά τους. Ο Διάβολος συνέχιζε να παίζει κι ο απόηχος έφτανε στ’ αυτιά μας. Και στ’ αυτιά ολωνών. Κι ύστερα ήρθε η μεταλλική διείσδυση. Κι ο Διάβολος άλλαξε το τραγούδι του. Ορέστη απ’ το Βόλο, Μαρία απ’ τη Σπάρτη, ζητώ το παιδί μου. Ιαχές σκέπαζαν τη μουσική. Μα ακουγόταν πια μια διαφορετική μουσική. Που την έκρυβαν όλοι μέσα τους μα κανείς δεν τολμούσε να την τραγουδήσει, πάρεξ από σήμερα που έμελλε να γίνει η κιβωτός ή ο Βεζούβιος του μέλλοντος. Τοπίο θανάτου. Τοπίο Μεγαλοσύνης και Ιερότητας. -Μα που πήγαν όλα αυτά, με ρώτησε ξαφνικά ο Θάνατος. Έμεινα άφωνος. Δεν ήξερα να του απαντήσω κοντά μισό αιώνα μετά. Κι όταν γυρίσαμε σπίτι, ο Διάβολος έπαιζε Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία. Είχε. Την έχει. Αλλά τι έχει; Αλλά ποιος δρόμος και λεωφόρος. Γιατί σήμερα όλοι οι δρόμοι έχουν το ίδιο όνομα «Οδός του Ασύστολου Ψεύδους» και οι λεωφόροι «Λεωφόρος του Αγνώστου Χειραγωγούμενου». Τι έχει; ρώτησαν μ’ ένα στόμα Θάνατος και Διάβολος. Έμεινα αποσβολωμένος. -Καταλαβαίνω την αμηχανία σου, πρόλαβε ο Θάνατος. -Έχεις δίκιο, από όσο διαβάζω τη σκέψη σου. Ένα απέραντο κενό θησαυροφυλάκιο. Θυμάσαι εκείνο το πρωινό σε μια χιονισμένη πόλη στη βόρεια πατρίδα σου, όταν χτύπησε το κουδούνι, πρόσθεσε ο Διάβολος. Προσπάθησα να θυμηθώ. Μετά από τόσα χρόνια, η μνήμη είχε αρχίσει να ξεθωριάζει, σαν τους πολίτες της χώρας που κυριαρχούσε ο Giver. -Θα σε βοηθήσω εγώ, πρόλαβε ο Διάβολος. Βλέπεις ο ένας συμπληρώνει τον άλλο. -Τότε που σας ξύπνησαν και σας είπαν πως ξεσηκώθηκαν στην πρωτεύουσα. Ξαναζωντάνεψε η μνήμη σε ένα παλιό χιονισμένο τοπίο μισό αιώνα πριν. Κι ήρθε κι ανάκριση. Διακριτική αλλά με το αζημίωτο. Δυσμενής μετάθεση. Κι έπειτα, αξιωματικός πύλης με ένα μεγάλο ερωτηματικό στο πήγαινε-έλα των μυστικών υπηρεσιών. Και η ψεύτικη δικαιολογία. Φασαρία στη Νέα Ιωνία. Και την επαύριο κλείσαν οι πύλες κι εγκλωβιστήκαμε μήνες έξι. Μακελιό από αέρα και θάλασσα. Κι ύστερα ήρθε η πτώση. Η μια πίσω απ’ την άλλη. Κι ύστερα ο ξεσηκωμός των παιδιών που τους έλεγαν αλήτες και τους μάζωξαν. Κι ήρθαν οι ιστορίες τους. Πονεμένες όχι, αγωνιστικές ναι. Κι εμείς τώρα ζητωκραυγάζουμε για τη μέρα εκείνη. Καλά εμείς. Τα ζήσαμε. Αλλά οι άλλοι; Εκείνοι που απλώς τ’ ακούνε βαριεστημένα από μερικούς που τάχατες θέλουν να κρατήσουν αλώβητη εκείνη τη μέρα. -Και πρέπει, διέκοψαν κι οι δυο μαζί τις σκέψεις μου. Πρέπει να τις έλεγα φωναχτά, για να αντιφωνήσουν συναινετικά. -Κι εκείνη η 25 Φεβρουαρίου, πετάχτηκε ο Διάβολος. Τη θυμάσαι; Σου έκανε εντύπωση πως σ’ εκοίταζαν καλά καλά, όταν πήγαινες να ξαποστάσεις. Κι εσύ δεν είχες ιδέα. Κι όμως έζησες κάτι μεγάλο, προσπαθώντας να συντονίσεις τον ασύρματο που ξεσυντόνισε ο ειδικευμένος ασυρματιστής. Και την επαύριο, σε μια πλατιά λεωφόρο της πρωτεύουσας γεμάτος απορία από τα βλέμματα όλων πάνω σου. 25 Φεβρουαρίου. 25 Φεβρουαρίου, να θυμάσαι συμπλήρωσε το Θείον Βρέφος. 25 Φεβρουαρίου με χίλια εννιακόσια εβδομήντα πέντε αγκάθια που σε τρύπαγαν και πόναγες. Και πέρασαν μήνες πολλοί. Σώκλειστοι. Εκεί που τώρα είναι πάρκο χαράς. Φύγαν τα πολυβόλα και οι ερπύστριες. Και πάνω στους μήνες του τοκετού, η πόλη λαμπαδιασε σε ανάμνηση της δημοκρατίας. Καπνοί παντού, καμένα λάστιχα δακρυγόνα. Λεύτερος πια μ’ ένα άσπρο στο χέρι χαρτί και τα μάτια πρησμένα από τα λάστιχα, τους καπνούς και τα οδοφράγματα. Φαίνεται έτσι γιορτάζουν τις επετείους. Καίγοντας,… πυρπολώντας, καταστρέφοντας. Μέρα χαράς, μέρα καταστροφής, ώρες λύπης. Τα παιδιά που τους έλεγαν αγωνιστές. Και παρακεί σ’ ένα θεατράκι κοντά σε μια πλατεία της πρωτεύουσας έπαιζε τους Τρακόσιους της Πηνελόπης. Λίγες οι παραστάσεις μα καλές. Έξω οι δρόμοι είχαν καθαρίσει. Λέξεις από Δ χωρίς νόημα πια. Σαν το Δούρειο Ίππο. ή από μεταβαλλόμενα σύμφων που αποκεφαλιζόταν οικειοθελώς, Αγούρου, Ασγούρου, Σγούρου, Δούρου, Κούρου, Λούρου κι ένας ατέλειωτος κατεβατός. Και περάσανε χρόνοι πολλοί. Δενού δε εγνένησε Δενού τον Β΄. Δενού ο Β΄ γέννησε Σακόπ τον Α. Σακόπ ο Α έτεκεν Σακόπ τον Β. Σαν το Βαγγέλιο της Μεγάλης Τρίτης. Άνθρωπός τις είχε επτά υιούς και εγάμησεν αυτούς. Και πέρασαν χρόνοι πολλοί και ο ένας Σακόπ γεννούσε τον άλλο Σακόπ. Κι περνούσαν καλά. Πότε κερνούσε ο Δενού πότε ο Σακόπ. Κι εφάγασι και ήπιασι. Κι εδιασκέδαζαν μέχρι πρωίας. Κι ήταν ευτυχισμένοι μέχρι τα υπεράκτια. Και πότε γλεντούσε ο ένας πότε ο άλλος. Κάθε βράδυ στο ίδιο μαγαζί. Φαντασία το λέγανε. Και παρακεί το Γλεντοκόπι. Κι όσοι δεν χώραγαν στο ένα πήγαιναν στο άλλο και ακούγανε μουσική της μόδας. Αργυρώνητη τη λέγανε. Από το συγκρότημα που διαφάντευε τον τόπο χρόνους πολλούς μετά το δεύτερο Δ. Όχι το Δ του Φαλήρου ούτε της Αλφαβήτας. Το Δ που άλλοι πίναν νερό στ’ όνομα του κι άλλοι ακούγανε το συγκρότημα κι εφραινόταν. Κι επεράσαν χρόνοι πολλοί. Κι εμολύνθηκε ο αέρας κι η θάλασσα. Κι η γη. Και το θεατράκι κοντά στην πλατεία, έπαψε να παίζει τους Τρακόσους της Πηνελόπης που εξακολουθούσε ακόμα να υφαίνει καρτερώντας τον Οδυσσέα. Με εκείνος δεν ήθελε να βγει στην ξηρά βλέποντας όλα τούτα. Μ’ όλο που πεθυμούσε την Πηνελόπη. Κι εκείνη μετακόμισε λίγο βορειότερα, λίγο νοτιότερα, δεν έχει σημασία πού. Κι οι Τρακόσοι πίσω της κρατούσαν το υφάδι μη και αρχίσει και λύνεται και μακραίνει ο χρόνος τους. Κι εκείνη κάθε τέσσερα χρόνια τέλειωνε το κουβάρι της κι άρχιζε καινούριο. Μέχρι που ο αργαλειός της χάλασε, γιατί ένα δερπανηφόρο μπήκε στο καινούριο της σπίτι και το κούρεψε σύρριζα. Εγώ πλέκω, εσύ υφαίνεις, αυτός βλέπει. Εμείς καρτερούμε, εσείς κουρεύεστε, αυτοί δε μας βλέπουν. Όχι πως είναι στραβοί. -Μη σου περάσει μια τέτοια ιδέα, είπε ο Διάβολος. Κι ο αργαλειός δεν έχει τελειωμό, συμπλήρωσε ο Θάνατος. Κι ύστερα θα ρθουν δρεπανηφόρα κι αεροπλάνα με τεράστιες ταχύτητες που κουρεύουν τα πάντα. Αέρα, θάλασσα, γη. Και θα μείνει μονάχα ένα Ε, είπαν με ένα στόμα Θάνατος και Διάβολος. Ένα Ε κι ένα Δ κι ένα Μ που να σου τα δείχνουν σε οθόνες σε μεγέθη μεγάλα και να σου τα προσφέρουν γκουρμέ σε κάτι τεράστια πιάτα. Κι ύστερα έκαναν μεταβολή. Είπαν πως δεν θα ξανάρθουν, γιατί η Πηνελόπη συνεχίζει να παίζει με τους τριακόσιους. Μα δεν τους πιστεύω.