Απόψε κοιμήθηκα στον καναπέ. Με πήρε ο ύπνος, ούτε κατάλαβα πώς. Είναι ο πιο γλυκός ύπνος στον καναπέ. Κάπου στις 4; Στις 5; Ξύπνησα! Ήταν έντονη η μυρωδιά του δρόμου στα σοκάκια του κέντρου της Αθήνας. Κάπου εκεί , λέει, είχα ένα ραντεβού. Αλλά δεν ήμουν στην Αθήνα, ήμουν κάπου αλλού. Πέρασα κι από ένα δρόμο με το χαρακτηριστικό μικρό τριγωνικό πλατειάκι του ενός δέντρου. Μια πλατεία μ’ένα και μόνο χαμηλό δεντράκι. Με το που ανεβάζεις το πόδι, το κατεβάζεις. Σαν ήμουν πιτσιρίκι μού άρεσαν πολύ αυτά τα βήματα. Σαν να είχα στήσει εκεί ένα μικρό σπιτάκι. Έλεγα «εδώ η μια πολυθρόνα, εκεί το τραπεζάκι με το τηλέφωνο για τις φίλες μου, εκεί τα λουλούδια και ο κήπος. Τσουπ! Έτοιμο το σπιτικό! Στον ύπνο μου περπατούσα χαρούμενα και κοιτούσα τις χαρακτηριστικές βιτρίνες των καταστημάτων με τις τζαμαρίες και τις τεράστιες ταμπέλες . «ΧΡΗΣΤΟΣ ΔΑΒΙΛΑΣ-ΠΩΛΗΣΗ ΧΟΝΔΡΙΚΗ-ΨΙΛΙΚΑ, ΝΕΩΤΕΡΙΣΜΟΙ, ΣΧΟΛΙΚΑ, ΚΑΛΛΥΝΤΙΚΑ, ΤΗΛ: 3213314». Εκεί πήγα. Στην Καλαμίδα. Πέρασα από Πολυκλείτου. Έφτασα Βλαχάβα, επέστρεψα Βορέου. Κι εκεί Ξύπνησα.
Τελείωνε ο πόλεμος, όταν γεννήθηκες. Ίσως να ήταν σημαδιακό για να τελειώνεις και στη ζωή σου τους πολέμους, μικρούς και μεγάλους. Δεν ασχολιόσουν με τα ποταπά. Έδινες τόπο στην οργή. Όταν η μαμά μιλούσε ακατάπαυστα πολυλογώντας, δεν της έλεγες τίποτα. Παρατηρούσες τα πάντα. Ερευνητικά. Και τελείωνες μέσα σου ό,τι δεν σου έκανε. Από ανθρώπους κυρίως. Τι να απαντήσεις στην γελοιότητα του βλάκα; Τι να πεις σε εκείνη την σιχαμένη από την Ελευσίνα που κάποτε σου είπε «βγάλε τα παντελόνια σου και φόρα φουστάνια;». Γύρισες την πλάτη και έφυγες για να μην τα κάνεις λαμπόγυαλο στο επιπλάδικο. Και ο καταστηματάρχης σου τηλεφώνησε για να σε συγχαρεί. Και να σ’ευχαριστήσει που δεν του έσπασες το μαγαζί. Θυμάσαι; «κ Δαβιλά, σας θαύμασα, στη θέση σας θα της είχα σπάσει τα μούτρα στην τραπεζαρία». Μέσα μου έσκαγα. Ήξερα ό,τι οι εκρήξεις σου είναι εσωτερικές. Και κάποτε κάτι θα σε έφθειρε. «Ο μπαμπάς αδυνάτησε, μου έλεγαν οι γνωστοί, είναι καλά;». «Δεν έχει ανάγκη ο μπαρμπα-Χρήστος, θα φτάσει τα 100», απαντούσες.
«Ακόνιζε τα σπαθιά σου όσο θέλεις. Αλλά προτού τα βγάλεις, να μάθεις να ακούς τους άλλους». Έτσι μου έλεγες όταν ήμουν θυμωμένη. Με τα γυαλιά κρεμασμένα στο λαιμό σου σε φέρνω στο μυαλό μου και να χορεύεις περήφανα την παπαλάμπραινα. Και στα τελευταία σου γενέθλια στο Ναύπλιο το ’95 να λες: «Δεν πρόκειται να ξαναπέσουν μαζί τα γενέθλια μου με την γιορτή σου». Τότε μου φαινόταν σωστό. Μετά από μήνες διαπίστωσα πως έκανες λάθος. Συνέπεσαν μια επταετία αργότερα. Ίσως να το ξέρες πως το φως σου θα ήταν λιγοστό. Γι αυτό και ήθελες να κάθεσαι με τις ώρες στον ήλιο. Τι σου αποκαλύπτουν ώρες-ώρες οι ασήμαντες λεπτομέρειες.
Σήμερα θα γινόσουν εβδομήντα. Θα σου έφτιαχνε η μαμά την τούρτα σου, θα έβαζε πάνω επτά μεγάλα κεράκια και θα σου λέγαμε το τραγουδάκι. Θα έβγαζες φωτογραφίες με την Μαρίνα, τον Χρήστο, την Βασιλική, τον Παύλο. Μπορεί να είχες γίνει παράξενος, μπορεί να με θύμωνες, αλλά θα σε είχα κάπως. Και θα πρόφταινα να σου πω και κείνο το «μπαμπά μου σ’αγαπάω» που δεν πρόφτασα να σου πω ποτέ. Απόμεινα στις φωτογραφίες σου. Αυτό μένει τελικά από τους ανθρώπους που φεύγουν. Τα αντικείμενα και οι φωτογραφίες. Η μνήμη κάνει παιχνίδια, φτιάχνει μουσικές και χρώματα στην σκέψη. Ακόμα και στον ύπνο μπαίνει εμβόλιμα για να σου φέρει τον άνθρωπο κοντά. Αυτή η έλλειψη! Στα ζόρια και στις μεγάλες χαρές είναι μαχαίρι.
Μπαμπά μου… θα γινόσουν 70! Και γω πάω στα 45. Δεν το φανταζόμουν έτσι, αλλά η ζωή είναι ένας πόλεμος. Εσύ τη μάχη την έκλεισες στα 51. Όταν παραπονιέμαι που μου’φυγες νωρίς, βρίσκεις τρόπο να με βρεις. Στον ύπνο μου. Θυμάσαι που μού’λεγες ότι η δύναμή μου είναι το μυαλό μου; Έτσι έμαθα να σε φέρνω κοντά μου. Και να συμβιβάζομαι που τούτος ο κύκλος έκλεισε τόσο νωρίς.
* Ευχαριστώ θερμά τον βαγγέλη Παυλίδη για την διόρθωση της οικογενειακής φωτογραφίας . 🙂
5 Σχόλια
Αχ,να’ταν εδώ..να θρονιαστώ στα γόνατά του…να τον μαλώσω,που με τσίμπαγαν τα γένια του,όταν αργούσε στο μπαρμπέρικο να πάει…Μου λείπεις μπαμπά…
Αχ,να’ταν εδώ,Τζίνα μου!
καλώς τους στο απόβραδο. Πολύ σας ευχαριστώ, Εύα, Κωστή, Χρήστο και όλους σας. Αυτός ήταν ο στόχος… να σας πάρουν τα ζουμιά.. 😉
να είμαστε καλά!
Αχ βρε Τζινάκο….τα κατάφερες πάλι να μας πάρουν τα ζουμιά…. Ο πατέρας μας…η αναφορά σε όλη μας τη ζωή..όσα χρόνια κι αν περάσουν λείπει τόσο πολύ….
Αντε, μωρέ Τζίνα…
Κι εμείς δηλαδή τι σου φταίμε, να μας θολώνεις τα μάτια;
Η Τζίνα μας
Μια Πόρτα ανοιχτή
Στην καρδιά
Στην πάλη
Στην ψυχή
Στο δάκρυ
Στη χαρά
Σε όλα μας
Η Τζίνα μας